Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ Νέες θυσίες για την ανάκαμψη του κεφαλαίου με ανεργία στα ύψη και περικοπές

Ολο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι οι εργατικές - λαϊκές θυσίες οδηγούν σε ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου που δεν θα φέρει ευημερία στο λαό

Με επόμενο σταθμό την «αποτύπωση της προόδου» στη συνεδρίαση του συμβουλίου Γιούρογκρουπ την ερχόμενη Πέμπτη, αλλά και με τις συζητήσεις και τα παζάρια τόσο σε επίπεδο κουαρτέτου όσο και με την πλευρά της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, εξελίσσεται, σε αυτήν τη φάση, ο κύκλος της δεύτερης «αξιολόγησης» του μνημονίου. Στον ορίζοντα ξεπροβάλλει και πάλι η νέα «φουρνιά» των αντιλαϊκών μέτρων, που θα τεθούν σε εφαρμογή από το 2018 και για την επόμενη περίοδο, δηλαδή πέρα και πάνω από το τρέχον μνημόνιο και βέβαια σε συνέχεια και συμπληρωματικά με το ήδη υπάρχον αντιλαϊκό οπλοστάσιο.
Το ντόμινο των αντιλαϊκών διεργασιών συμπληρώνεται από τους ανταγωνισμούς, κατά βάση, ανάμεσα στο γερμανικό κράτος με το ΔΝΤ. Σε αυτό το επίπεδο, τις τελευταίες μέρες βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η προσπάθεια γεφύρωσης των μεταξύ τους διαφορών. Σε κάθε περίπτωση, αδιαμφισβήτητη είναι η κοινή τους στόχευση στη διασφάλιση της αντιλαϊκής πολιτικής.
Την ίδια ώρα, υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ αναφέρει πως το ΔΝΤ θα επιστρέψει στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη «αξιολόγηση» και για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα μόνο αφού η ελληνική κυβέρνηση νομοθετήσει έστω κάποιες μεταρρυθμίσεις που θεωρούνται απαραίτητες, όπως περαιτέρω αλλαγές στο Ασφαλιστικό και μείωση του ορίου του αφορολόγητου. Η Ευρωζώνη, σε αυτήν τη φάση, φαίνεται να επιλέγει αλλά και να «πιέζει» την πλευρά του ΔΝΤ στην κατεύθυνση της συμμετοχής του στο τρέχον μνημόνιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η κεντρική στόχευση είναι η επίτευξη ενός συμβιβασμού μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ, έτσι ώστε τα υψηλόβαθμα κλιμάκια του κουαρτέτου να επιστρέψουν στην Αθήνα. Η εν λόγω επιλογή φαίνεται να προκρίνεται στην προοπτική επιτάχυνσης της «αξιολόγησης» και χωρίς την ανάγκη παραπομπής των αντιλαϊκών αποφάσεων σε κοινοβούλια της Ευρωζώνης, που θα τράβαγε τη διαδικασία μέχρι και τα τέλη του 2017.
Συμπληρώνουν τα αντιλαϊκά μέτρα
Στη βάση όλων των παραπάνω και με μπούσουλα τους στόχους για τα «πρωτογενή πλεονάσματα», η συγκυβέρνηση και οι «θεσμοί» του κουαρτέτου έρχονται να συμπληρώσουν τα αντιλαϊκά «πακέτα» της επόμενης φάσης, προκειμένου, όπως λένε, να επέλθει η «βιώσιμη» ανάκαμψη.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτος, καταθέτει τη νέα πρόταση της συγκυβέρνησης, προκειμένου να επανεκκινήσει η «αξιολόγηση» με την επάνοδο των υψηλόβαθμων κλιμακίων του κουαρτέτου στην Αθήνα. Σύμφωνα με πληροφορίες, η νέα κυβερνητική πρόταση θα παίρνει υπόψη της και τις προτάσεις που έχει προβάλλει η πλευρά του ΔΝΤ. Ενα το κρατούμενο είναι η αναβάθμιση και η χρονική επέκταση του δημοσιονομικού «κόφτη» και για την περίοδο μετά το 2018. Ενδεικτικό των κυβερνητικών προθέσεων είναι το Δελτίο Τύπου που βγήκε από το Μαξίμου την Παρασκευή, μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τις Συνταξιουχικές Οργανώσεις όπου για πρώτη φορά τόσο επίσημα ομολογείται ότι «Ο Πρωθυπουργός επανέλαβε πως η κυβέρνηση ενόψει της αξιολόγησης δεν πρόκειται να δεχθεί να νομοθετήσει επιπλέον μέτρα για μετά το 2018 παρά μονάχα την επέκταση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής, για έναν και μόνο χρόνο»...
Ταυτόχρονα, και σε συνδυασμό με τα αντιλαϊκά μέτρα που θα εφαρμόζονται σε μόνιμη βάση από το 2018, η επιστολή του Ευ. Τσακαλώτου αναμένεται να περιέχει και την πρόταση για τις «μεσοπρόθεσμες» ρυθμίσεις για την «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους.
Προχτές Παρασκευή, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Kρ. Λαγκάρντ, και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, συναντήθηκαν στο Νταβός, σύμφωνα με γραπτή δήλωση του εκπροσώπου του Ταμείου, Τζ. Ράις, που αναμετέδωσε το «Bloomberg». Σε αυτήν αναφέρεται ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών καλωσόρισε τις «διαβεβαιώσεις του ΔΝΤ ότι το Ταμείο θα παραμείνει πλήρως ενεργό» στις συζητήσεις για την Ελλάδα, «με στόχο να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία για ένα πρόγραμμα που θα μπορεί να στηριχθεί με τη χρήση πόρων του Ταμείου».
Είχε προηγηθεί η παρέμβαση από τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, σύμφωνα με τον οποίο η τυχόν άρνηση του ΔΝΤ να συμμετάσχει στο «πρόγραμμα», θα αποτελεί ένδειξη αποτυχίας και «μη συμμόρφωσης». Σε αυτήν την περίπτωση «το πρόγραμμα θα τερματιστεί επειδή θα έχει καταστραφεί ο όρος ύπαρξής του, η βάση του», υπογράμμισε ο Σόιμπλε, μιλώντας στο πρακτορείο «Bloomberg» από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. «Δεν θα συμβούλευα πως πρέπει να προσπαθήσουμε να πάρουμε την έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίου», σημείωσε ο ίδιος, αναφερόμενος στην περίπτωση νέου μνημονίου σε «αντικατάσταση» του τρέχοντος, ως αποτέλεσμα της μη συμμετοχής του ΔΝΤ.
Να υπενθυμίσουμε ότι η πλήρης συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο μνημόνιο, και μέσω νέας δανειακής σύμβασης με το ελληνικό κράτος, έχει ως προϋπόθεση την υπογραφή ενός ακόμη μνημονίου (Memorandum of Economic and Financial Policies» - MEFP, δηλαδή «Μνημόνιο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής»), όπως ακριβώς συνέβη και με τα δύο προηγούμενα μνημόνια.
Η εικόνα συμπληρώνεται από τις συζητήσεις και τις διεργασίες για τη δημιουργία «νομισματικού ταμείου» ως μηχανισμού στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με ενδεχόμενη «αναβάθμιση» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM ), που άλλωστε αποτελεί «βασικό παίχτη» στην υπόθεση διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους. Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση της λεγόμενης «επιχειρηματικής εμπιστοσύνης» και η δυνατότητα επαναπρόσβασης του ελληνικού κράτους στις διεθνείς χρηματαγορές για νέα δάνεια απαιτούν τη διασφάλιση της αντιλαϊκής πολιτικής και για την περίοδο μετά το 2018.
Ανάκαμψη για το κεφάλαιο, με ανεργία και περικοπές για το λαό
«Η κοινωνία μας δεν διαθέτει σήμερα ούτε ίχνος συνταξιοδοτικής αποταμίευσης από τις εισφορές που κατεβλήθησαν, και που, δυστυχώς, αναλώθηκαν σε πληρωμές παχυλών παροχών στους σημερινούς συνταξιούχους, αναντίστοιχων με τις δυνατότητες του συστήματος».
Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο «εβδομαδιαίο δελτίο», εστιάζοντας στα «τεράστια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος που θα συνεχίσουν να απορροφούν σημαντικούς πόρους και στο μέλλον, θέτοντας περιορισμούς στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εάν δεν αντιμετωπισθούν».
Παράλληλα, οι εγχώριοι βιομήχανοι ομολογούν ουσιαστικά πως η ανάκαμψη δεν θα μπορέσει να προχωρήσει ούτε «ρούπι» χωρίς την αποφασιστική κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, «η ανασφάλεια που προέρχεται από την καθυστέρηση του κλεισίματος της 2ης αξιολόγησης και η αβεβαιότητα που τη συνοδεύει, υπονομεύει την αναπτυξιακή δυναμική, διαψεύδει τις αναπτυξιακές προβλέψεις για το 2017 και διατηρεί αναξιοποίητες τις τεράστιες αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, «τα περιθώρια νέων καθυστερήσεων έχουν εξαντληθεί και κάθε νέα μέρα επιβαρύνει τα μακροοικονομικά σενάρια, εγκλωβίζει την οικονομία στην αβεβαιότητα, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και δυσχεραίνει τις δυνατότητες αντιστροφής της αποεπένδυσης».
Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, προδιαγράφει την «αποκατάσταση» της επίσημης ανεργίας σε ορίζοντα δεκαετιών και σε κάθε περίπτωση, με εφαλτήριο την αντιλαϊκή πολιτική και τις αναδιαρθρώσεις, που αποσκοπούν στην ανάκαμψη του κεφαλαίου και των κερδοφόρων επενδύσεων, προδιαγράφεται η αποκατάσταση της επίσημης ανεργίας στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις από τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, Π. Τόμσεν, θα χρειαστούν 21 χρόνια, προκειμένου η επίσημη ανεργία στην Ελλάδα να υποχωρήσει από 23% σήμερα στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή στο εύρος του 9%. Αυτό σημαίνει μείωση λίγο πάνω από μισή εκατοστιαία μονάδα το χρόνο.
Η εν λόγω αναφορά του Π. Τόμσεν φαίνεται να αποτελεί έμμεση προαναγγελία των προβλέψεων του ΔΝΤ, που θα ενσωματωθούν στις εκθέσεις του ιμπεριαλιστικού οργανισμού σχετικά με τη «βιωσιμότητα» του ελληνικού κρατικού χρέους και για την «αξιολόγηση» της οικονομίας.
Ρίσκα και αβεβαιότητες
Επιπλέον, σε έκθεση του ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, επισημαίνεται ότι ο στόχος για ανάκαμψη 2,7% το 2017 «θεωρείται αρκετά αισιόδοξος, ενώ «η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης ενισχύει την αβεβαιότητα και την μεταβλητότητα, καθιστώντας την πορεία ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης επισφαλή». Μάλιστα, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, «η χαμηλή αβεβαιότητα και η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι βασικές προϋποθέσεις για την σημαντική αύξηση των επενδύσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2017, 2018 και 2019».
Σύμφωνα με την έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, η «ανεργία παραμένει σταθερά πολύ υψηλή έως το 2019», δηλαδή για ολόκληρο το διάστημα των προβλέψεων και αυτό παρά τις προβλέψεις γύρω από τους ρυθμούς ανάκαμψης.

Ως «πηγές κινδύνου» για το 2017 αναφέρονται η έκταση που θα εμφανίσει η προσφυγική κρίση και ο αντίκτυπος που θα έχει στον τουρισμό, η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, η αργή πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και η παγκόσμια αβεβαιότητα.