Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

«Είμαστε πτωχοί, αλλά δεν παραχωρούμε την Ακρόπολη!»… … «με Ηρώδειο και Πικιώνη βολεύεστε;»

Γράφει ο Γρηγόρης Τραγγανίδας

Για μια, ακόμη, φορά γίνεται είδηση κάτι το οποίο θα έπρεπε να είναι φυσιολογική ρουτίνα. Η ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, με την οποία απέρριψε το αίτημα του γνωστού μεγαθηρίου στην βιομηχανία της μόδας, «Gucci», να μετατρέψει σε πασαρέλα την Ακρόπολη της Αθήνας, απασχόλησε τα συστημικά ΜΜΕ, τα οποία, κατά τα άλλα, ποσώς ασχολούνται και με την Ακρόπολη και με την πολιτιστική κληρονομιά εν γένει.

Αυτό το ενδιαφέρον όμως, δεν προέκυψε μόνο από το «πιασάρικον» του θέματος «η Gucci θέλει τον Παρθενώνα», αλλά και από κάτι βαθύτερο: Από την διαχρονική ανάγκη του συστήματος να «ζυμώνεται» στην κοινωνία η λογική των παραχωρήσεων μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς στο κεφάλαιο, ως κάτι το «φυσιολογικό». Πώς λέμε «δούλευε για 300 ευρώ όποτε θέλει το αφεντικό, ανασφάλιστος και χωρίς δικαιώματα» επειδή… «έτσι είναι η ζωή»; Κάπως έτσι.

Υπερβολή;

Μια απλή ματιά στο πώς αντιμετωπίστηκε αυτή η γνωμοδότηση από ένα μεγάλο μέρος της συστημικής δημοσιογραφίας αρκεί για να γίνει κατανοητό το μίσος και την οργή που προκαλεί ακόμη και η παραμικρή, στοιχειώδης, έστω και εντός της κυρίαρχης αστικής αντίληψης, υποψία αμφισβήτησης της θέλησης της «Θεάς Αγοράς»! Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι αυτή η «πρόθυμη» – προς τις επιθυμίες των αφεντικών – δημοσιογραφία, στερείται εντελώς φαντασίας. Ετσι, επαναλήφθηκαν τα γνωστά, παλιά και τετριμμένα περί «συντηρητικού ιερατείου» των αρχαιολόγων, οι οποίοι «νομίζουν» ότι οι αρχαιότητες είναι «ιδιοκτησία» τους, περί «σκοταδισμού» του ΚΑΣ και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, περί «αρρωστημένης αρχαιολαγνείας» και «αρτηριοσκληρωτικής γραφειοκρατίας», ακόμη και περί του… «δεν σκέφτεστε τις συντάξεις των γονιών σας», οι οποίες, προφανώς, σύμφωνα με αυτήν την λογική θα «διασωθούν», μετατρέποντας τα μνημεία σε «ντεκόρ» για τις τύπου «sex and the city» ανησυχίες της αστικής ελίτ.

Ο «λιγούρικος» αυτός «αρχοντοχωριατισμός» δεν αναπτύσσεται σε «κενό αέρος». Είναι η παρακμιακή εκδοχή και προβολή στο εποικοδόμημα, του κυρίαρχου προσανατολισμού των εγχώριων αστικών κυβερνήσεων για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Οχι μόνο τα τελευταία μνημονιακά χρόνια και με πρόσχημα την συστημική κρίση, αλλά και πριν, όταν στην θέση της κρίσης κυριαρχούσε το ιδεολόγημα της «κοινωνίας των πολιτών» και των «φίλων» των μνημείων, οι οποίοι αυτοχρίστηκαν ως «μέσο» για το «άνοιγμα» της πολιτιστικής κληρονομιάς σε αυτήν την «κοινωνία» και «γέφυρα» που «ενώνει» την «ευελιξία» της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» με το «κύρος» του «κράτους».

Αν τα παραπάνω ιδεολογήματα και συστημικά επιχειρήματα ήταν μόνο μια, έστω και τεράστια, μπούρδα – όπως θα αναφωνούσε και η Σαπφώ Νοταρά – θα ήταν καλά. Το πρόβλημα είναι πως πρόκειται για μια τεράστια και άκρως επικίνδυνη μπούρδα, η οποία απολαμβάνει τόσο μεγαλύτερης δημοφιλίας, όσο η κρίση εξαπλώνεται μαζί με την εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης.

Επιπλέον, αυτός ο «αρχοντοχωριατισμός» τροφοδοτείται από την τακτική του ίδιου του κεφαλαίου, όπως στην περίπτωση της Gucci. Ετσι, στο υπόμνημα που κατέθεσε η εταιρεία στο ΚΑΣ, διαφημιζόταν ότι στην επίδειξη μόδας θα συμμετείχαν Ευρωπαίοι και Αμερικανοί εκδότες διεθνών περιοδικών μόδας και δημοσιογράφοι, καθώς και «αστέρες» του Χόλυγουντ. Επιπλέον, όπως αναφέρει το ΑΠΕ, ο «οίκος» «δεσμευόταν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και σεβασμού προς την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, να προβεί σε χορηγία (της τάξης των 2 εκ. ευρώ στο πλαίσιο μιας πενταετίας, σύμφωνα με πληροφορίες) στα αναστηλωτικά έργα της Ακρόπολης ή σε οργανισμό που θα υπεδείκνυε η Υπηρεσία. Δεν παρέλειπε, δε, να τονίσει τα τεράστια οφέλη που θα προέκυπταν από τη διαφημιστική δαπάνη, αλλά και από τον ευρύτερο τηλεοπτικό χρόνο προβολής των μνημείων και της Αθήνας, που σε βάθος χρόνου υπολογίστηκε στα 55 εκ. ευρώ. Εν κατακλείδι, η εκδήλωση, όπως ανέφερε το υπόμνημα, θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την αλλαγή κλίματος στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της χώρας».

Το ότι μια επίδειξη μόδας μπορεί να «αλλάξει» το «κλίμα» στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα μιας χώρας μπορεί να ακούγεται τουλάχιστον μαξιμαλιστικό, σίγουρα ανόητο, εντελώς απαράδεκτο, ακόμη και χυδαίο. Σίγουρα είναι κάτι παραπάνω από όλα αυτά. Είναι επικίνδυνο για την ίδια την πολιτιστική κληρονομιά, για την βασική της ιδιότητα ως αναπαλλοτρίωτη λαϊκή περιουσία.

Αλλά δεν είναι μόνο αντίληψη της Gucci και του κεφαλαίου γενικά. Είναι επίσης αντίληψη του ίδιου του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του.

Ας δούμε με ποιον τρόπο.

Στο σκεπτικό της απόρριψης του αιτήματος της εταιρείας από το ΚΑΣ αναφέρεται, ότι «ο ιδιαίτερος πολιτιστικός χαρακτήρας των μνημείων της Ακρόπολης δεν συνάδει με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, καθώς πρόκειται για μοναδικά μνημεία και σύμβολα παγκόσμιας κληρονομιάς, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco».

Ωστόσο, η τεκμηρίωση του σκεπτικού αυτού αποκαλύπτει τον κυρίαρχο προσανατολισμό για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού για τον οποίο γίνεται λόγος παραπάνω, ο οποίος διαπερνά και καθορίζει την κρατική πολιτιστική πολιτική, αλλά και την αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κυρίως από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά. Αυτός ο καθοριστικός προσανατολισμός επιβεβαιώνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα από προθέσεις: «Μπορεί η χώρα μας να βρίσκεται σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να δίνουμε με αυτό τον τρόπο το σύμβολο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς για μια επίδειξη μόδας, που μπορεί να είναι υψηλής ραπτικής, αλλά δεν συνάδει με τον χαρακτήρα του χώρου. Είμαστε πάντα πρόθυμοι σε χορηγίες, τα μνημεία χρειάζονται συντήρηση και ανάδειξη. Υπάρχουν τα έργα που διεξάγονται μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, έχουμε και χορηγίες από άλλους φορείς», ανέφερε μεταξύ άλλων η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη, απαντώντας ουσιαστικά στα όσα αναφέρονταν στο υπόμνημα.

Η «χορηγία», όμως, δεν είναι ένας «άλλος» τρόπος σε αντιπαράθεση με το αίτημα παραχωρήσεων μνημείων, όπως παρουσιάστηκε από την γενική γραμματέα. Είναι ένας εναλλακτικός τρόπος για την εμπορευματοποίηση των μνημείων, ο πλέον διαδεδομένος και ύπουλος. Ειδικά σε ό,τι αφορά σε προβεβλημένα μνημεία, όπως αυτό της Ακρόπολης, δεν υπάρχει περίπτωση ο «χορηγός» να μην απαιτεί ανταλλάγματα. Δεν είναι πολύ μακρινό το 2005, όταν η «Φίλιπς» πήρε άδεια από το ΚΑΣ να χρησιμοποιήσει την Ακρόπολη στην διαφημιστική της καμπάνια… επειδή έκανε «σκόντο» στην πώληση του εξοπλισμού για τον φωτισμό της. Ούτε καν «χορηγία» δηλαδή!

Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης. Οπως σημειώνει το ρεπορτάζ του ΑΠΕ, «η εταιρεία δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται για τις εναλλακτικές προτάσεις της ΕΦΑ Αθηνών ως προς την πραγματοποίηση της εκδήλωσης (προαύλιος χώρος Ηρωδείου, άνδηρο Πικιώνη στου Φιλοπάππου και Ολυμπιείο),(…)»!

Συνεπώς, πίσω από τις, κατά τα άλλα, «ηρωικές» μεγαλοστομίες τύπου «μπορεί να είμαστε φτωχοί αλλά δεν ξεπουλιόμαστε» ξεπροβάλει αυτή η ολόιδια, παλιά, τακτική των παραχωρήσεων. Διότι η ουσία της άρνησης του ΚΑΣ, όσο και αν αυτή παραμένει φυσικά θετική, αλλά και η ουσία και της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής, δεν είναι η κάθετη και απόλυτη αντιπαράθεση με οποιαδήποτε λογική, μασκαρεμένη ή όχι, άμεση ή έμμεση, αγοραίας εκμετάλλευσης της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά η επιλεκτική, με κριτήρια περισσότερο κοινωνικο-πολιτικής συγκυρίας. Το «κάντε πασαρέλα άλλους αρχαιολογικούς χώρους αντί της Ακρόπολης» είναι μία πλευρά της ίδιας λογικής του εγκώμιου που έπλεξε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στο Ιδρυμα Νιάρχου τον περασμένο Αύγουστο. Είναι η ίδια λογική που διέπει όλες τις παραχωρήσεις μνημείων προς το κεφάλαιο τα προηγούμενα χρόνια.

Αν η Gucci είχε δεχθεί τις αντιπροτάσεις του υπουργείου και έκανε το «σόου» της σε κάποιος από τους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους θα ήταν όλα εντάξει;

Ηταν εντάξει που το 2007, το υπουργείο Πολιτισμού παραχώρησε, προς χρήση για 50 χρόνια, στο Ιδρυμα του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, τμήμα του Κάστρου των Ιωαννίνων (Ιτς Καλέ) για τη δημιουργία μουσείου του Ιδρύματος; Παραχώρηση η οποία, για να μην ξεχνιόμαστε, βασίστηκε στο νόμο 2557 του 1997 του ΠΑΣΟΚ, πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν και άλλες παραχωρήσεις χαρακτηρισμένων μνημείων, πλην όμως νεοτέρων (σ.σ. μετά το 1830). Αυτή η τακτική διολίσθησε και στην παραχώρηση αρχαίου μνημείου.

Ηταν εντάξει που ένα χρόνο μετά, το 2008, η τότε «γαλαζοπράσινη» πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο της Κέρκυρας, παραχώρησε στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, επίσης για 50 χρόνια, την Ακρόπολη του Φρουρίου της Κέρκυρας πάλι για δημιουργία μουσείου του;

‘Η δεν τρέχει τίποτα επειδή δεν είναι ο Παρθενώνας;

Είναι εντάξει που το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την πολιτιστική κληρονομιά αφήνει ορθάνοιχτα «παράθυρα» για την άμεση εμπλοκή του κεφαλαίου στην διαχείρισή της; Θυμίζουμε ότι το άρθρο 51 του αρχαιολογικού νόμου (Ν. 3028/2002), προβλέπει ότι στην σύσταση του 15μελούς Συμβουλίου Μουσείων συμμετέχουν και δύο μέλη, μη υπηρεσιακά, «με επιστημονική ειδίκευση ή επαγγελματική εμπειρία σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας μουσείων». Πρόκειται για πρόβλεψη που ευνοεί το καλυμμένο «μανατζάρισμα» των κρατικών μουσείων με ιδιωτικοικονομιούς όρους. Η ΝΔ «έπιασε», τότε, το «μήνυμα» και το 2006, με υπουργική απόφαση, διόρισε σαν μέλη του Συμβουλίου Μουσείων εκπροσώπους του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του Πολιτιστικού Ιδρύματος του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς.

Το τελευταίο εκπροσωπείται και στην σημερινή σύσταση του Συμβουλίου Μουσείων.

Είναι εντάξει που το κράτος εξακολουθεί συνειδητά να απαξιώνει την Αρχαιολογική Υπηρεσία προς όφελος της «αγοράς»;

Οχι. Δεν είναι εντάξει. Και τα όρια των καλών προθέσεων των κρατικών συμβουλίων είναι εξαιρετικά πεπερασμένα. Η Ακρόπολη γλίτωσε αυτήν την φορά. Η επόμενη είναι θέμα χρόνου να έρθει. Και μόνο με κινηματικούς όρους μπορεί να αποτραπούν «κοινωνικοοικονομικά δεδομένα» όπως το παρακάτω…

 

πηγή: