Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

"Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού", το κοινωνικό σκηνικό: "Οι πεθαμένοι εργάτες αιωρούνται πάνω απ' την πόλη. Τους βλέπεις, τους νιώθεις κάθε στιγμή!"

Για να νιώσετε βαθύτερη την ανάγκη να το διαβάσετε. Επειδή θέλουμε να τη νιώσετε, ξέροντας ότι μόνο έτσι θα λάβετε στο ακέραιο αυτά που αυτό το μυθιστόρημα φέρει την ικανότητα να σας προσφέρει: Είναι χρήσιμη προκαταρκτικά η μύησή σας στο κοινωνικό σκηνικό εντός του οποίου η “σπουδαία και πυκνή” δράση εκτυλίσσεται.

Δοσμένη με ακρίβεια πολύτιμη από τον συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλο – στο www.arisgrandmangr.com – το μόνο που από εσάς ζητά είναι τη στοιχειώδη προσήλωση στην ανάγνωση.

Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού – εκδόσεις ΤΟΠΟΣ – γραφή σχετική με το κοινωνικό σκηνικό του μυθιστορήματος: 

1865-1911: Σαράντα πέντε τόσα χρόνια καλπάζουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σαράντα πέντε χρόνια ταξικής συνειδητοποίησης των εργαζομένων. Σαράντα πέντε χρόνια στη νεότερη Ευρωπαϊκή ιστορία μέσα από τον περιπετειώδη κοινό βίο δύο ανθρώπων οι οποίοι, παρόλο που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν υπό τη σκιά δύο επιφανών διανοουμένων-επαναστατών, του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς, έκαναν, στην κυριολεξία, ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους ώστε να ξεφύγουν από αυτή την «εξ αίματος κηδεμονία» και να χαράξουν έναν πολύ προσωπικό δρόμο with sense and sensibility, όπως λέγεται κάποια στιγμή στο μυθιστόρημα.


Ο δρόμος αυτός του ζεύγους Λαφάργκ δεν ήταν εύκολος. Επειδή στη διαδρομή του γεννήθηκαν τρία αγαπημένα παιδιά και χάθηκαν όλα μες στις δυσκολίες που έβαζε η εποχή· επειδή σε μια κρίσιμη καμπή του, μετά την ταπεινωτική ήττα στον γαλλοπρωσικό πόλεμο, υψώθηκε ως αισιόδοξη προσδοκία (στην αρχή) και ως απόλυτη απόγνωση (στο τέλος του) το συγκλονιστικό, για όσους πήραν μέρος έστω και από απόσταση, φαινόμενο της Κομμούνας· επειδή ακόμα ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Πολ Λαφάργκ είναι, φύσει και θέσει, μια ατίθαση προσωπικότητα που δεν υπακούει σε κανόνες· επειδή, επίσης, η ηρωίδα του βιβλίου Λόρα Μαρξ, γυναίκα με ευρεία καλλιέργεια, ως νεαρή μητέρα συγκρούστηκε με  την ίδια την αντίληψή της για τη χειραφέτηση των γυναικών· επειδή οι δύο αδελφές της, επίσης χειραφετημένες γυναίκες, είχαν απροσδόκητα πρόωρο τέλος· επειδή η προσδοκία όλων για ένα καλύτερο αύριο, για την κοινωνική Πρόοδο, συγκρουόταν με χίλιες διαφορετικές ιδέες, πεποιθήσεις, ιδεολογήματα, μυθολογίες, πίστεις, φαντάσματα και δαίμονες που έπλαθε σε καθημερινή βάση εκείνη η δύσκολη εποχή.

Επειδή δεν υπήρχε μόνον ο Μαρξ αλλά και ο Μπακούνιν. Επειδή δεν υπήρχε, επιπλέον, μόνον ο Κομμουνισμός και η Αναρχία αλλά και ο κατά πολύ καλύτερα οργανωμένος, εξοπλισμένος και αδηφάγος Καπιταλισμός. Γεγονός που είχε ως άμεση και διαρκή συνέπεια η αγνότητα των όποιων αγωνιστικών οραμάτων των ηρώων και του περιβάλλοντός τους να αντιμετωπίζει, κάτω από χίλιες δυο διαφορετικές μορφές, την άτεγκτη πραγματικότητα των ταξικών συμφερόντων του Κεφαλαίου.

Ιδού μια εικόνα της κοινωνίας στα μέσα του 19ου αι. όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο πρώτο κεφάλαιο:

«…οι ψυχές τους αιωρούνται πάνω απ' την επιδεικτική πόλη του Μικρού: πεθαίνουν εύκολα, πολύ εύκολα, έχει γεμίσει νεκρές ψυχές το Παρίσι. Δουλεύουν 12, 14, 16 ώρες τη μέρα στην πέτρα, στο νήμα, στο σίδερο, στο ατσάλι, στο ξύλο, στις μηχανές, στα ορυχεία, στα καμίνια, στα υφαντουργεία, στα βυρσοδεψεία, άντρες γυναίκες, παιδιά. Για τρεις κι εξήντα. Όλοι αυτοί οι άμοιροι στοιχειώνουν τα garnis[1], εκεί ψηλά, σε διασκευασμένες αποθήκες ζούνε, Λόρα, στα greniers[2] του τελευταίου ορόφου, βλέπεις; Να, εκεί πάνω, και μου έδειξε ψηλά, δίπλα στις καμινάδες, κάτι παραθυράκια τόσα δα. Σε μια κάμαρα minable, shabby,[3] ολόκληρες οικογένειες, καταλαβαίνεις; λέει ο Πολ, τα μάτια του καίνε, σφίγγει τις γροθιές του. Σ' αυτό που κανονικά προορίζεται για αποθήκη, καταλαβαίνεις; ξαναλέει ο Πολ κι η φωνή του ραγίζει. Αποθηκεύουν τις εργατικές ψυχές ώσπου να πεθάνουν! Οι πεθαμένοι εργάτες αιωρούνται πάνω απ' την πόλη. Αν δεν είσαι τυφλός, τους βλέπεις, τους νιώθεις κάθε στιγμή!»