Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Εθνικισμός παλαιάς κοπής σε νέα έκδοση

34Ο Ζουράρις είναι γραφικός, σ’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία.
Ο Ζουράρις, όμως, είναι υπουργός. Και οι αντιπολιτευόμενοι ή αυτοί που ψάχνουν θέματα για να γεμίσουν σελίδες και ραδιοτηλεοπτικό χρόνο, στέκονται στην εξωτερική όψη της γραφικότητας και όχι στην ουσία του «φαινομένου Ζουράρι», που κάθε άλλο παρά γραφική είναι.
Γιατί ο Ζουράρις, με όλη τη γραφικότητα του καλοζωισμένου αστού που κουβαλάει τόσα χρόνια τώρα στο πολιτικό και μιντιακό στερέωμα, είναι εκπρόσωπος ενός ρεύματος, το οποίο εκφράζει με συμπαγή και συγκροτημένο τρόπο.
Ο Ζουράρις είναι εκπρόσωπος του παλαιάς κοπής νεοελληνικού εθνικισμού (από την εποχή του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και της «Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους»), που έχει στον πυρήνα του τη θεωρία της «συνέχειας».
Για τον Τσίπρα και τους υπόλοιπους ημιμαθείς (ή και αμόρφωτους) της νέας γενιάς του ευρω-αναθεωρητισμού αυτά είναι «ψιλά γράμματα». Γι’ αυτούς σημασία έχει η παραμονή στην εξουσία. Γι’ αυτό δε δίστασαν να συνεργαστούν με το ακροδεξιό μόρφωμα του Καμμένου, γι’ αυτό δε δίστασαν να βάλουν τον Ζουράρι στο υπουργείο Παιδείας. Γι’ αυτό δεν έδωσαν την παραμικρή σημασία όταν ο Ζουράρις επιτέθηκε στον ιστορικό Α. Λιάκο, τον πρόεδρο της «Επιτροπής Διαλόγου» που είχε διορίσει ο Φίλης. Ολοι έμειναν στους Ζουράρειους χαρακτηρισμούς («βοσκηματώδης τύπος» κτλ.) και όχι στην ουσία: ο Ζουράρις κατηγορούσε τον Λιάκο διότι υποστηρίζει «αυτή την βροντερή ηλιθιότητα, το σκωρ, τη βρωμώδη επιστημονολογικά άποψη της ασυνέχειας των Ελλήνων».
Οι κοσμοπολίτικες απόψεις ενός πανεπιστημιακού όπως ο Λιάκος, που από τροτσκιστής στα νιάτα του βρέθηκε στο περιβάλλον του Σημίτη και έγινε ευρέως γνωστός για τα «εκσυγχρονιστικά» άρθρα του στην κυριακάτικη φυλλάδα του Συγκροτήματος Λαμπράκη, δεν έχουν καμιά σημασία. Το ζήτημα της «συνέχειας», όμως, που επαναφέρει ο Ζουράρις, έχει σημασία, καθώς επανέρχεται από υπουργό μιας «αριστερής» κυβέρνησης, στους κόλπους της οποίας υπάρχουν στελέχη (ΜπαλτάςΦίληςΒούτσηςΦλαμπουράρης) ζυμωμένα με τις ιδέες του κοσμοπολιτισμού, που επί δεκαετίες καλλιέργησε το ρεύμα του ευρω-αναθεωρητισμού. Τα στελέχη του παλιού «εσωτερικού» είχαν συνηθίσει να διαβάζουν τον Ελεφάντη, τον Ηλιού, τον Βουρνά, και όχι τον Ζουράρι και τους «πατέρες» των απόψεών του. Σίγουρα έχουν πρόβλημα, όμως αυτό είναι… φιλολογικού χαρακτήρα και σαφώς υποδεέστερο από την ανάγκη παραμονής στην εξουσία. Γι’ αυτό και σκουπίζουν τις εθνικιστικές ροχάλες που τους  φτύνει καταπρόσωπο ο Ζουράρις και αποφαίνονται ότι… ψιχαλίζει.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το ρόλο που έπαιξε ο εθνικισμός της «τρισχιλιετούς ιστορίας του ελληνικού έθνους» κατά την περίοδο της «μεγάλης ιδέας» και των τυχοδιωκτισμών που τη συνόδεψαν. Αν η «μεγάλη ιδέα» ως όχημα πολιτικών τυχοδιωκτισμών τσακίστηκε το 1922 στη Μικρά Ασία, ως θεωρία παρέμεινε και χρησιμοποιούνταν ως ιδεολογική φενάκη για να δικαιολογήσει το μαρασμό στον οποίο οι κυρίαρχες τάξεις είχαν καταδικάσει τον ελληνικό λαό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ιδεολογική φενάκη ξαναθέριεψε την περίοδο της χούντας. Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι οι «λόξες» του κάθε Ζουράρι (και του κάθε Καμμένου) βρίσκουν έδαφος για ν’ αναπτυχθούν σήμερα, την εποχή του αποικισμού και της κινεζοποίησης, μολονότι στην κυβέρνηση βρίσκεται ένα κόμμα που ιστορικά συνδέεται με τον κοσμοπολιτισμό και όχι με τον εθνικισμό.
Στο επαναστατικό ΚΚΕ και στους διανοούμενούς του ανήκει η τιμή ότι πάλεψαν με το σκοτάδι της «μεγάλης ιδέας» και το διέλυσαν. Ο αγώνας τους δεν ήταν μια διαμάχη σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και φιλολογικά σαλόνια, αλλά ένας αγώνας με όλα τα χαρακτηριστικά της πάλης ενάντια σε ένα καθεστώς που δε δίσταζε μπροστά σε οποιοδήποτε έγκλημα προκειμένου να καταπνίξει κάθε ιδέα που διέλυε το σκοταδισμό του, γιατί ήξερε ότι αυτές οι ιδέες έρχονταν από ένα κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οτι έδιναν στην εργατική τάξη και στα άλλα εργαζόμενα στρώματα υλικό για να αναπτύξουν την ταξική αυτοσυνείδησή τους.
Από το κολαστήριο της Κέρκυρας, το 1939, στο έργο του «Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ», ο Νίκος Ζαχαριάδης συμπύκνωνε με θαυμαστή ενάργεια την πολεμική ενάντια στη θεωρία της συνέχειας: «Το ελληνικό έθνος, απλώνοντας τις ρίζες του στο βυζαντινό μεσαίωνα, πήρε τη βασική του διαμόρφωση κάτω από την κυριαρχία των σουλτάνων. Ζυμώθηκε κι ανδρώθηκε μέσα σε ατελείωτη σειρά από εθνικούς και δημοκρατικούς αγώνες. Και την απελευθερωτική του επανάσταση τη θέλησε και την άρχισε σαν εθνικοδημοκρατικό ξεσκλάβωμα από την οθωμανική υποδούλωση και τη φαναριώτικη και κοτζαμπασίδικη εκμετάλλευση και όχι μονάχα για τους έλληνες, αλλά και για όλους τους βαλκανικούς λαούς. Ετσι τραγούδησε και δούλεψε την επαναστατική ιδέα ο Ρήγας ο Βελεστινλής, έτσι προετοίμασε το 21 η Φιλική Εταιρία».
Ενα τέταρτο του αιώνα πριν,  το 1912-13, ο Ιωσήφ Στάλιν είχε προσφέρει στη μαρξιστική φιλολογία την πληρέστερη ανάλυση για το εθνικό ζήτημα. Αντιγράφουμε μερικές σειρές από το έργο του «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», συστήνοντας στον αναγνώστη να το αναζητήσει και να το μελετήσει: «Εθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας στη γλώσσα, στο έδαφος, στην οικονομική ζωή και στην ψυχοσύνθεση που εκδηλώνεται στην κοινότητα της κουλτούρας. Ετσι είναι αυτονόητο ότι το έθνος, καθώς και κάθε ιστορικό φαινόμενο, υπόκειται στο νόμο της αλλαγής, έχει την ιστορία του, έχει αρχή και τέλος (…) Το έθνος δεν είναι απλά μια ιστορική κατηγορία, μα ιστορική κατηγορία μιας ορισμένης εποχής, της εποχής του καπιταλισμού που βρίσκεται σε άνοδο. Το προτσές για την εξάλειψη της φεουδαρχίας και την ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα και προτσές για τη συγκρότηση των ανθρώπων σε έθνος».
Τέλος, συστήνουμε την κριτική ανάγνωση μερικών δοκιμίων του Δημήτρη Χατζή από τον τόμο «Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού»  (Το Ροδακιό, 2005). Ο Χατζής είναι γνωστός ως λογοτέχνης, έχει όμως και επιστημονικό έργο ως ερευνητής στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης και του Βερολίνου.
Πέτρος Γιώτης