Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

"Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο". Ηλίθιοι λακέδες! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο

 Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο . Ηλίθιοι λακέδες! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο

"Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο". Ηλίθιοι λακέδες! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο


«Οι μάζες είναι ο αποφασιστικός συντελεστής,
αυτές είναι βράχος που πάνω του θα θεμελιωθεί

της επανάστασης η τελική νίκη. Οι μάζες στάθηκαν
στο ύψος τους, την "ήττα" αυτή την έκαναν πραγματικά
έναν κρίκο στην αλυσίδα των ιστορικών εκείνων ηττών
που είναι η δόξα και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού.
Και γι' αυτό μέσ' απ' αυτή την "ήττα" θα βλαστήσει η
μελλοντική νίκη.
"Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!". Ηλίθιοι δήμιοι! Η "τάξη"
σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο
"θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς".
Τρομαγμένοι θ' ακούσετε το νικητήριό της σάλπισμα:
- Ημουν, είμαι και θα είμαι»

Ρόζα Λούξεμπουργκ
Έτσι τελείωνε το τελευταίο (15/1/1919) κύριο άρθρο στην εφημερίδα "Die Rote Fahne" (Η Κόκκινη Σημαία) της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που απαντούσε στο κυβερνητικό ανακοινωθέν της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του προέδρου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ.


Στις 16/1/1919  το επίσημο ανακοινωθέν της αστυνομίας ανέφερε πως ο Καρλ  Λίμπκνεχτ είχε συλληφθεί και σκοτώθηκε ενώ επιχειρούσε να αποδράσει ενω η  η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε λιντσαριστεί από εξαγριωμένο πλήθος...

"Η κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ λιντσαρίστηκε από τον όχλο κατά τη μεταφορά της από το ξενοδοχείο Έντεν στη φυλακή. Μια ώρα πριν, στο Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου, ενώ ο Δόκτωρ Κάρλ Λίμπκνεχτπου που μεταφερόταν στις Φυλακές Μόαμπιτ του Βερολίνου έπεσε νεκρός, χτυπημένος από 5 σφαίρες αξιωματικών της συνοδείας του, ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει".







Όπως αποδείχτηκε η αλήθεια ήταν διαφορετική:

Στις 15 του Γενάρη 1919 η Ασφάλεια κατάφερε να εντοπίσει το κρησφύγετο όπου κρύβονταν ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ. 

Οι ασφαλίτες εισέβαλαν και συνέλαβαν τους δύο ηγέτες της γερμανικής επανάστασης, τους οποίους μετέφεραν στο Επιτελείο Μεραρχίας Ιππικού της Φρουράς του Βερολίνου.

Αργά το απόγευμα της 15ης Ιανουαρίου 1919 η Ρόζα και ο Καρλ, που κρύβονταν σε άλλο σπίτι κάθε μέρα, συνελήφθησαν στο σπίτι μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας στο προάστιο Βίλελμσντορφ από περίπολο της πολιτοφυλακής, κάθε μέλος της οποίας πήρε γι’ αυτό στη συνέχεια 15 μάρκα από την "Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα."

Τους μετέφεραν σε χωριστά αυτοκίνητα στο ξενοδοχείο Έντεν, στο οποίο ήταν εγκαταστημένο το Αρχηγείο της Μεραρχίας Έφιππης Φρουράς Πυροβολικού.

Εκεί εκτελέστηκαν από αξιωματικούς, άντρες των "Ελευθέρων Σωμάτων" – αργότερα τους αποκάλεσαν και "πρώιμους ναζί". 

Για να καλύψουν τα ίχνη τους, οι δολοφόνοι έστειλαν το πτώμα του Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο ως «πτώμα αγνώστου ανδρός».

Λίγες ώρες αργότερα, πριν τα μεσάνυχτα, το σώμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, παραμορφωμένο από κοντακιές όπλων και με μια σφαίρα στο κεφάλι, θα ριχνόταν από τη γέφυρα Λάντβερ σε κανάλι του ποταμού του Βερολίνου Σπρέε και θα χανόταν.

Ο Καρλ και η Ρόζα μετά την ήττα της γερμανικής επανάστασης, το Γενάρη του '19, ήταν προγραμμένοι από το αστικό καθεστώς και τη σοσιαλδημοκρατία.

Ο Πάουλ Φρέλιχ περιγράφει: «Στις 15 Γενάρη το βράδυ, κατά τις 9 η ώρα, Ο Καρλ  και η Ρόζα συνελήφθησαν μαζί με τον Πικ, στο τελευταίο τους καταφύγιο στη Βίλμερσντορφ, προάστιο στα δυτικά του Βερολίνου, στον αριθ. 53 της οδού Μανχάιμ, από μια ομάδα στρατιωτών με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντερ και τον ξενοδόχο Μέριγκ, μέλος του συμβουλίου των πολιτών της Βίλμερσντορφ. Ο Καρλ και η Ρόζα διαμαρτυρηθήκανε και δείξανε ψεύτικες ταυτότητες, αλλά ένας χαφιές που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Λίμπκνεχτ αποκάλυψε ποιοι πραγματικά ήταν. Ο Καρλ οδηγήθηκε πρώτα στο γενικό επιτελείο του συμβουλίου των πολιτών και κατόπιν στο ξενοδοχείο Eντεν. Αμέσως κατόπιν η Ρόζα και ο Πικ φτάσανε επίσης εκεί με ισχυρή στρατιωτική συνοδεία. Στο ξενοδοχείο Eντεν η δολοφονία του Καρλ και της Ρόζας είχε ήδη αποφασιστεί και οργανωθεί υπό τη διεύθυνση του λοχαγού Παμπστ».

Η δολοφονία τους, σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ, άνοιξε μια άβυσσο αίματος μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στη Γερμανία, που έκανε πλέον αδύνατη την οποιαδήποτε παραπέρα μεταξύ τους συνεννόηση. 

Ήταν η πρώτη ατιμώρητη πολιτική δολοφονία στη Γερμανία που είχε σαν συνέπεια την φυσική εξόντωση δεκάδωνστελεχών του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος μέσα στο 1919.

Η Άρεντ υποστηρίζει ότι η ατιμωρησία αυτής της διπλής δολοφονίας έπαιξε από ιστορική άποψη τέτοιο ρόλο, ώστε να οδηγήσει τελικά στη βιομηχανοποίηση του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.





Η συγκλονιστική κηδεία του Λίμπκνεχτ και άλλων 31 δολοφονημένων Σπαρτακιστών με το όνομα της Ρόζας, ένα άδειο φέρετρο



Η συγκλονιστική κηδεία του Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλων 31 δολοφονημένων Σπαρτακιστών μετατράπηκε σε λαϊκή διαδήλωση εκατοντάδων χιλιάδων Γερμανών εργαζόμενων

Εθαψαν δίπλα του, με το όνομα της Ρόζας, ένα άδειο φέρετρο. 

Το πτώμα της ξεβράστηκε από το νερό 6 μήνες αργότερα και το Βερολίνο θα σηκωνόταν στο πόδι ξανά για να τη συνοδέψει στις στις 13 Ιούνη του 1919 για δεύτερη φορά στην τελευταία της κατοικία. 

«Η κυβέρνηση - γράφει ο Βόλφγκανγκ Ρούγκε - αρνήθηκε να δικαστούν οι ένοχοι από ένα έκτακτο δικαστήριο, με τον ισχυρισμό ότι θα ήταν "αδικαιολόγητη ανάμειξη" στις υποθέσεις της στρατιωτικής δικαιοσύνης, και έτσι παρουσιάστηκαν σε ένα δικαστήριο του δικού τους τάγματος, δηλαδή του δολοφονικού σώματος. Οι περισσότεροι από αυτούς που πήραν μέρος στη δολοφονία, ανάμεσά τους κι εκείνοι που εισέπραξαν ένα μέρος της αμοιβής των 100.000 μάρκων, που είχαν οριστεί για τη δολοφονία του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ, αφέθηκαν ελεύθεροι "λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων". Μόνο δύο αξιωματικοί καταδικάστηκαν για "απόπειρα δολοφονίας", σε χαμηλές ποινές φυλάκισης. Μια βδομάδα όμως αργότερα κατάφεραν να δραπετεύσουν από τη φυλακή».



 "Η προδομένη επανάσταση" των Σπαρτιακιστών

Αρχές Γενάρη του 1919 ξέσπασε στη Γερμανία η Επανάσταση των Σπαρτακιστών.
Στην εξέγερση αυτή πρωταγωνιστούσε το προλεταριάτο του Βερολίνου, ενώ επικεφαλής ήταν οι ηγέτες του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος Καρλ Λίμπκνεχτ, Βίλχελμ Πικ, Ρόζα Λούξεμπουργκ. 
Μετά την προδοσία της ηγεσίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και την ανοιχτή συνεργασία της με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα εθνικιστικά στοιχεία του στρατού, η επανάσταση συνετρίβει και χιλιάδες εργάτες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.
Η αιματηρή συντριβή της εξέγερσης τον Ιανουάριο του 1919, ήταν και ήττα της ίδιας της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918, που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση Έμπερτ εκπροσωπούσε. 
Ο Έμπερτ εγγυήθηκε ότι κανείς δε θα πειράξει το σώμα των αξιωματικών του Κάιζερ ούτε τα προνόμια των Γιούγκερς μεγαλοτσιφλικάδων.. 
Ο Γκρένερ εγγυήθηκε την πλήρη στήριξη του στρατού  για τον αφοπλισμό της ένοπλης εργατικής τάξης, ξεκινώντας από το Βερολίνο, και την αποτροπή της επικράτησης μιας επανάστασης που θα "μπολσεβικοποιούσε" τη Γερμανία...
Η οριστική επικράτηση της αντεπανάστασης έγινε στις 11 Γενάρη. 
Λίγες μέρες αργότερα το προεδρείο των γερμανικών συνδικάτων έκλεινε συμφωνία με την Ένωση Εργοδοτών: Οι βιομήχανοι παραχωρούσαν το 8ωρο, αυξήσεις και  δεσμεύονταν ότι δε θ’ αναγνώριζαν κανέναν άλλο ως συνομιλητή τους μέσα στα εργοστάσια.
Στις 13 του Γενάρη η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας πήρε απόφαση για να περάσουν στην παρανομία ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Ανάμεσα στις  κηδείες των δύο ηγετών της επανάστασης είχε μεσολαβήσει η εξέγερση του Μάρτη. 

Οι – στην πλειονότητα  σοσιαλδημοκράτες– εργάτες κύριξαν γενική απεργία με οικονομικά, κυρίως, αιτήματα και η κυβέρνηση την έπνιξε στο αίμα.

Μαζί με τους 1.200 νεκρούς της εξέγερσης Μαρτιου είχε ενταφιαστεί ουσιαστικά και η Νοεμβριανή Επανάσταση, στο Βερολίνο.



Η κόκκινη Ρόζα

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ (5 Μαρτίου 1871 – 15 Ιανουαρίου 1919, στα Γερμανικά Rosa ή Rosalia Luxemburg, στα Πολωνικά Róża Luksemburg) , ήταν Πολονωεβραία φιλόσοφος, η σημαντικότερη γυναίκα θεωρητικός του 20ου αιώνα,  στέλεχος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που είχε περάσει περισσότερα χρόνια απ’ οποιονδήποτε άλλο, ακόμα κι από τους ιδρυτές του κόμματος, στη φυλακή, σύμβολο του "αδάμαστου πνεύματος".

Ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και αργότερα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.

Η Ρόζα, πρωτοστατήσει στην έκδοσή και διηύθυνε   - όταν απελευθερώθηκε από τη φυλακή (10/11/1918), όπου είχε περάσει σχεδόν ολόκληρο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο - τις μέρες της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918 την εφημερίδα "Die Rote Fahne" όργανο αρχικά της Ένωσης Σπάρτακος και στη συνέχεια του νεοσύστατου  ΚΚΓ

Η Κόκκινη Σημαία, ήταν η αρχή για την δημιουργία του  Σπάρτακουσμπουντ (Spartakusbund), μιας μαρξιστικής επαναστατικής ομάδας από την οποία και δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (Πρωτοχρονιά 1919), το οποίο πρωτοστάτησε στην αιματοβαμένη επανάσταση του Βερολίνου τον Ιανουάριο του 1919.

Η διεύθυνση μιας εφημερίδας ήταν παλιά υπόθεση για τη Ρόζα: Φοιτήτρια ακόμα έγραφε σχεδόν μόνη της και εκτύπωνε στην Ελβετία και στο Παρίσι την πολωνική εφημερίδα "Εργατική Υπόθεση", που εξέδιδε η φοιτητική ομάδα της με την ονομασία "Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας." 

Ήταν η πρώτη γυναίκα  διευθύντρια και αρχισυντάκτρια των σημαντικότερων από τις περισσότερες από 30 ημερήσιες εφημερίδες που εξέδιδε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), συμπεριλαμβανομένου και του κεντρικού οργάνου του "Vorwaerts" (Εμπρός).

Μέσα από τις φυλακές της Μπάρνιμ Στράσε,  μέσα από το Φρούριο του Βρόνκε στην Γερμανική Πολωνία, μέσα από τις φυλακές του Μπρεσλάου, στη διάρκεια του πολέμου είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος των άρθρων συμπεριλαμβανομένης και της  "Μπροσούρας του Γιούνιους", που κυκλοφορούσαν παράνομα ως δελτίο με την ονομασία "Επιστολές του Σπάρτακου", φθάνοντας μέχρι τα χαρακώματα στο ανατολικό και στο δυτικό μέτωπο.

Η εξέγερση ξεκίνησε παρά τους ενδοιασμούς της Ρόζας και συνετρίβη από τα απομεινάρια του μοναρχικού στρατού και από ελεύθερες δεξιές πολιτοφυλακές που συλλογικά ονομάζονταν Φράικορπς (Freikorps), οι οποίες εστάλησαν από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. 

Η Λούξεμπουργκ και εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στο τέλος ενός κοινωνικού ξεσηκωμού, τον οποίο θεωρούσε άκαιρο και εξαρχής αντικειμενικά υπονομευμένο κι έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει. Στάθηκε δίπλα στους συντρόφους της, έκανε το καλύτερο δυνατό προκειμένου να επιδιωχθούν οι ελάχιστες πιθανότητες, που υπάρχουν και στις πιο αντίξοες συνθήκες. 

Δεν είναι τυχαίο πως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο βάζει τοφάντασμα του κομμουνισμού  να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Όχι τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία ή την όποια «πατρίδα»: την Ευρώπη ολόκληρη. 

Αυτή την παράδοση ακολουθεί η Λούξεμπουργκ. 

Την παράδοση του Μαρξ, που ήδη από το 1845 αρνήθηκε την πρωσική υπηκοότητα, για να είναι άπατρις. Tην παράδοση των Μαρξ και Ένγκελς, που ένα χρόνο μετά ίδρυαν μια κομμουνιστική επιτροπή αλληλογραφίας μεταξύ Γερμανών, Γάλλων και Βρετανών σοσιαλιστών: «Πρόκειται για ένα βήμα που θα έχει κάνει το κίνημα στη φιλολογική του έκφραση, ώστε να απαλλαγεί από την εθνικότητα». Και όλα αυτά συνδέονται στενά με την στρατηγική, την πολιτική επιδίωξη. 



Ο  Καρλ Λίμπκνεχτ 


Ο Λίμπκνεχτ  ήταν ο μόνος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής που μέσα στη Γερμανική Βουλή είχε τολμήσει να καταψηφίσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο


Στις 2 Δεκεμβρίου 1914, όταν πλέον είχε αρχίσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και το εθνι­κιστικό Ράιχσταγκ ψήφιζε υπέρ των πολεμικών πι­στώσεων, ο Λίμπκνεχτ ήταν ο μόνος που καταψήφισε.

Το όνομα που στη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν στα χείλη όσων αγωνίζονταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, σύμβολο του "ακατανίκητου θάρρους". 

Αργότερα, ίδρυσε την ομάδα Σπάρτακος, η οποία αρχικά ανήκε στο Γερμα­νικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ύστερα εξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με την ένωση των Ανεξαρτή­των Σοσιαλδημοκρατών.

Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του, Βίλχελμ, ήταν τότε στη φυλακή για τις σοσιαλιστικές του ιδέες.

Το 1899 διορίστηκε δικηγόρος στο Βερολίνο. 

Επτά χρόνια αργότερα, το 1906 εξέδωσε το έργο του " Ιμπερια­λισμός και αντιμιλιταρισμός" και εξαιτίας παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε ενάμισι χρόνο φυλάκιση. 

Οι απολογίες του σ' εκείνη τη δίκη, καθώς και στην κατοπινή επί εσχάτη προδοσία προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση.

Νωρίς ασπάστηκε τις ιδέες της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη μαζική κινητοποίηση και τη γενική απεργία και μαζί αγωνίστηκαν κατά της στρατοκρατίας και κατά της τάσης που θεωρούσαν οπορτουνιστική στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας. 

Ωστόσο, η προσπάθεια του στο συνέδριο του κόμματος για την υιοθέτηση αντιμιλιταριστικού προγράμματος δεν έγινε αποδεκτή και ο ίδιος κατέληξε να χαρακτηριστεί «προδό­της και τυχοδιώκτης».

Παράλληλα, κατέβαλε προσπάθειες για την αποκάλυψη των σχε­δίων του γερμανικού μιλιταρισμού, για το σκάνδαλο γερμανικών εργοστασίων πολεμοφοδίων που είχαν διατάξει την αντιπροσωπεία τους στο Παρίσι να προκαλέσει στην εφημερίδα Φιγκαρό τη δημοσίευση φιλοπόλεμων άρθρων εναντίον της Γερμανίας ώστε να γίνει εφικτή η παραγ­γελία μεγάλων ποσοτήτων πολεμοφοδίων από τη γερμανική κυβέρνηση.

Όταν η Ράιχσταγκ διέκοψε τις εργασίες του, ο Λίμπκνεχτ επιδόθηκε στην οργάνωση συλλαλητηρίων.

Μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ (η οποία ήταν τότε φυλακισμένη) ετοίμασε το θεωρητικό τους όργανο Διεθνής και με βάση το Γιούνιους μπροσούρε (βιβλιαράκι της Ρόζας) οργάνωσε την πάλη κατά του οπορτουνισμού/ρεφορμισμού. 

Στο συλλαλητήριο της 1ης Μαΐου 1916 συνθηματολογούσε κατά του πολέμου και της τότε γερμανικής κυβέρνησης: «Κάτω ο πόλεμος! Κάτω η κυβέρνηση!»

Καταδικάστηκε σε 4,5 χρόνια φυλάκιση και απελευθερώθηκε από την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918. 

Το 1919 ήταν επικεφαλής των αγωνιστών του Ιανουαρίου, συνελήφθη όμως από τους αντεπαναστάτες Σάιντεμαν και Νόσκε και στις 15 Ιανουαρίου 1919 δολοφονήθηκε από αξιωματικούς κατ' εντολήν του Νόσκε.



 Οι δράστες και η δίκη



Το Δεκέμβριο του 1919, πολύ πριν ξεσπάσει η Γεναριάτικη Εξέγερση, η κυβέρνηση Έμπερτ είχε συγκατατεθεί να συγκροτηθούν μυστικά (παρα)στρατιωτικά σώματα σε στρατόπεδα έξω από το Βερολίνο προκειμένου το Γενικό Επιτελείο Στρατού σε συνεργασία με δυσαρεστημένους, από την ήττα στον πόλεμο, αυτοκρατορικούς αξιωματικούς, ιδιαίτερα του Ναυτικού, που έφεραν βαέως την "ατίμωση" τους, καθώς η Νοεμβριανή Επανάσταση είχε ξεσπάσει με ναυτική ανταρσία στο Ναύσταθμο του Κίελου.


Οργανωτής της διπλής δολοφονίας ήταν ο Βάλντεμαρ Παμπστ, επικεφαλής του Ελεύθερου Σώματος που έδρευε στο ξενοδοχείο Έντεν, πλοίαρχος του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Ναυτικού και μέλος του Γερμανικού Ανώτατου Επιτελείου Στρατού κατά τον παγκόσμιο πόλεμο, δεξί χέρι του Στρατάρχη Λούντεντορφ. 

Σε συνεργασία με έναν υποπλοίαρχό του ("είναι ο καλύτερος άντρας μου"), τον γνωστό μας, επί Χίτλερ, Αρχηγό της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού "Αμπβέρ", Βίλχελμ Φον Κανάρις. 


Εννιά απ’ αυτούς –οι 7 αξιωματικοί– δικάστηκαν στη συνέχεια για τη διπλή δολοφονία από στρατοδικείο της ίδιας τους της μονάδας τον Μάιο της ίδιας χρονιάς χάρη στις έρευνες του Λέο Γιόγκισες, ο οποίος δημοσίευσε επώνυμο άρθρο στις 12 Φεβρουαρίου 1919 στη "Rote Fahne" με συγκεκριμένες λεπτομέρειες και μαρτυρίες αυτοπτών, αποκαλύφθηκε σε γενικές γραμμές η πραγματική αλληλουχία των γεγονότων.

Ο Λέο Γιόγκισες

Στο άρθρο ο Λέο δημοσίευε και μια φωτογραφία που είχε ανακαλύψει, η οποία παρουσιάστηκε και στη δίκη: Μετά τα μεσάνυχτα οι φονιάδες γιορτάζουν με μια μπυροποσία τη διπλή δολοφονία στο ξενοδοχείο Έντεν.

Η δίκη ήταν προσχηματική. Την κατηύθηνε ο υπουργός Στρατιωτικών Νόσκε 
μέσα σε ένα σκηνικό ψεμάτων και απάτης.

 Κανείς δεν πήγε φυλακή εκτός από τον τελευταίο τροχό της αμάξης, τον ουσάρο Ότο Ρούνγκε, που είχε κατ’ εντολή χτυπήσει και τους δύο με τον υποκόπανο του όπλου του κι έκατσε μέσα δύο χρόνια. 

Τον (υπαξιωματικό) Ρούνγκε τον ανάγκασαν να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη. 

Ο Γιόγκισες δεν ήταν εκεί για να σχολιάσει τη δικαστική απόφαση.

Η Ρόζα τάφηκε τον Ιούνιο κοντά στον τάφο του: τις αποκαλύψεις του για τους δολοφόνους της Ρόζας και του Καρλ τις είχε πληρώσει ένα μήνα αργότερα με τη ζωή του…

Ο Γιόγκισες, εβραίος της ρωσικής Λιθουανίας, μέντορας της Ρόζας κατά τα νεανικά της χρόνια, ήταν ο μόνος άντρας που η Ρόζα αποκάλεσε "ο σύζυγός μου". 

Συνδέθηκε μαζί του επί 15 χρόνια, από τα 20 μέχρι τα 35 της, κι αυτή ήταν μια σχέση ζωής. 

Τον εγκατέλειψε μαθαίνοντας για ένα σύντομο δεσμό του με τη συντρόφισσα που τον έκρυβε σπίτι της κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, όταν κι οι δυο καθοδηγούσαν τον αγώνα στη Βαρσοβία. 

Συνέχισαν όμως να συνεργάζονται στενά πολιτικά μέχρι το τέλος της ζωής της. 

Ο Λέο Γιόγκισες ήταν ο βασικός οργανωτής του Σπάρτακου ( του κόμματος, στο οποίο μετεξελίχθηκε η αρχική φοιτητική ομάδα, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας) στην παρανομία κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο μαζί της και με τον Φέλιξ Ντερζίνσκι. 

Μετά τη διπλή δολοφονία ανέλαβε επικεφαλής του ΚΚΓ.

Παράνομος, πιάστηκε στις 10/3/1919, αναγνωρίστηκε  κι αφού κακοποιήθηκε άγρια, εκτελέστηκε μέσα σε αστυνομικό τμήμα με μια σφαίρα στην πλάτη, κι αυτός "επιχειρώντας να δραπετεύσει". 

Ο δολοφόνος του, αστυνομικός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Ερνστ Τάμσιτς, σκότωσε λίγες βδομάδες αργότερα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και τον επικεφαλής της Ναυτικής Μεραρχίας υποπλοίαρχο Ντόρενμπαχ που πρόσκειτο στους  Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές. 

Ούτε αυτός τιμωρήθηκε. 

Μεσουράνησε στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης κι έγινε σημαντικό στέλεχος της Γκεστάπο επί Χίτλερ.


Ο εισαγγελέας του στρατοδικείου Πάουλ Γιορνς  έγινε μετά το 1933 ο Γενικός Εισαγγελέας του Τρίτου Ράιχ...



Η θέση του γερμανικού κράτους

Η θέση του επίσημου γερμανικού κράτους για τη διπλή δολοφονία παρέμεινε αυτή της  απόφασης του Στρατοδικείου του 1919: Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ υπήρξε  τυχαίο προϊόν της πρωτοβουλίας ενός υπαξιωματικού και κάποιου –άγνωστου– αξιωματικού, αυτού που την πυροβόλησε εξ επαφής στο κεφάλι. 

Τ’ όνομά του, υποπλοίαρχος Βίλχελμ Σουσόν, έγινε γνωστό μόλις το 1967 κι ο ίδιος είχε τότε το θράσος να μηνύσει τον δημοσιογράφο που πρώτος το δημοσίευσε.

Ο φόνος του Καρλ Λίμπκνεχτ, πάλι, υπήρξε αποτέλεσμα ακατάλληλης - απερίσκεπτης χρήσης των όπλων, ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει, καθώς –όπως επισήμανε στην αγόρευσή του και ο εισαγγελέας– οι συνοδοί του αξιωματικοί, πέντε νέοι και δυνατοί άντρες, θα μπορούσαν εύκολα να πιάσουν ξανά αυτόν, μεγαλύτερό τους κατά είκοσι χρόνια κι επιπλέον σε κακή φυσική κατάσταση, καθώς ήταν χτυπημένος με υποκόπανο όπλου, χωρίς να χρειαστεί να τον πυροβολήσουν… 

Για πρώτη φορά, 43 χρόνια μετά τη διπλή δολοφονία, η Κυβέρνηση του Καγκελαρίου Αντενάουερ εγκατέλειψε τη θέση αυτή εκδίδοντας το Ομοσπονδιακό Δελτίο Τύπου της 8ης Φεβρουαρίου 1962. 

Στο Δελτίο Τύπου οι δύο δολοφονίες χαρακτηρίζονται "νόμιμη εκτέλεση σύμφωνα με το στρατιωτικό νόμο", σημειώνοντας ότι χάρη στα "Ελεύθερα Σώματα" η Μόσχα απέτυχε να εντάξει, με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ολόκληρη τη Γερμανία στην "κόκκινη αυτοκρατορία της". 

Την αλλαγή ρότας είχε προκαλέσει η, επίσης για πρώτη φορά, δημόσια ανάληψη ευθύνης από μεριάς του Βάλντεμαρ Παμπστ σε συνέντευξή του σε φοιτητική νεοφασιστική εφημερίδα του Μονάχου τον Ιανουάριο 1962.

Η μήνυση που κατέθεσε στον Ανώτατο Εισαγγελέα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας εναντίον του Κυβερνητικού Εκπροσώπου Τύπου για "εγκωμιασμό δολοφονίας" η χήρα του Καρλ, Σόνια Λίμπκνεχτ, που ζούσε στο (Ανατολικό) Βερολίνο, μπήκε στο αρχείο.

Την ίδια τύχη είχε και η μήνυση μιας ομάδας φοιτητών, ηγετών του Γερμανικού Μάη, ενάντια στον Βάλντεμαρ Παμπστ ως ηθικό αυτουργό των δύο δολοφονιών. Αντίστοιχη και η άσκηση δίωξης ενάντια στον Παμπστ από τον Ανώτατο Εισαγγελέα του (Ανατολικού) Βερολίνου το 1963.

ΠΗΓΗ