Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Η «ταξική» ψήφος, ο επεμβατικός κοσμοπολιτισμός και ο αυταρχισμός της «βαθιάς Αμερικής» ​

Πρώτα απ’ όλα μια επισήμανση. Στο βαθμό που θεωρήσουμε ότι οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, εν προκειμένω οι αμερικανικές, αποδεχόμαστε την προτεραιότητα της πολιτικής έναντι του οικονομικο-ταξικού στοιχείου, με ότι αυτό συνεπάγεται (πολιτικός βολονταρισμός).
Έτσι όμως μετατοπίζουμε το πρόβλημα από την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας που ευθύνεται εν τέλει για την ανεργία, την κοινωνική έκπτωση και τους αποκλεισμούς, στη σφαίρα της πολιτικής και της εκπροσώπησης. Δεν είναι η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας που ορίζει στρατηγικές και προτεραιότητες αλλά η σφαίρα κυκλοφορίας και αναπαραγωγής, όπου εμφανίζονται δευτερεύουσες αντιθέσεις γύρω από την διανομή και την κατανάλωση των αγαθών,τον αυτοπροσδιορισμό (ταυτότητες) ή ακόμη και την αισθητική.
Ενδεχομένως και υπό όρους, που είναι εγγενείς στη λογική του κεφαλαίου να είναι δυνατή η παρέμβαση του πολιτικού παράγοντα (βλ. Σοσιαλδημοκρατία) που συνήθως συνδυάζεται με αντικυκλικές οικονομικές πολιτικές του κράτους (δημόσια έργα, αύξηση της ζήτησης κ.λπ.)  για να αποκατασταθεί η σχέση παραγωγής και κατανάλωσης (κεϋνσιανισμός). Νομίζω πως εκεί αποβλέπει ο προγραμματικός λόγος, τόσο των εργατικών του Τζ. Κόρμπιν στη Μεγάλη Βρετανία, όσο και του Μπ. Σάντερς στις ΗΠΑ,αλλά γιατί όχι, και του Τραμπ. Και αυτό μέσω ενός  προγραμματικού λόγου για αυτάρκεια, προστατευτισμό και απομονωτισμό που αντανακλά όμως σε συμφέροντα μερίδων του αμερικανικού κεφαλαίου (βιομηχανία ορυκτών, αυτοκινητοβιομηχανία κ.λπ.). Στο λόγο αυτό φαίνεται πως ταιριάζει περισσότερο ο «τραχύς» και  αυταρχικός πολιτικός τόνος του Τραμπ.  Ως γνωστόν οι κεϋνσιανές πολιτικές εφαρμόστηκαν στο μεσοπόλεμο τόσο στις ΗΠΑ με τη «δημοκρατική» παράδοσηόσο και στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία κ.α. Και στις δύο περιπτώσεις (Κόρμπιν, Σάντερς) τα ζητήματα που θεματοποιούνται περιορίζονται στη σφαίρα διανομής και στη σφαίρα του εποικοδομήματος, εκεί όπου συγκροτούνται κοινωνικά πρωτίστως τα μεσαία αστικά στρώματα και ενεργοποιούνται προνομιακά ως πολίτες (πολιτική σφαίρα). Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ως ζήτημα η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, όπως προγραμματικά έμπαινε τουλάχιστον, στο παλιό LaborParty.
Ωστόσο γνωρίζουμε από πρώτο χέρι πως μια κυβερνητική αλλαγή δεν μπορεί να επηρεάσει και πολλά πράγματα (βλ. ΣΥΡΙΖΑ), καθώς το εκλογικό σώμα δεν συνδέεται με το σύστημα αντιπροσώπευσης μέσα από τις ταξικές του θέσεις (ως εργάτες, ως αστοί, ως αγρότες κ.λπ.) αλλά μέσα από την πλασματική ισότητα του πολίτη. Εκ των πραγμάτων η ισότητα στην πολιτική σφαίρα (πολίτες) αδυνατεί να ακυρώσει την ανισότητα  των ταξικών θέσεων που αρθρώνονται στο σύστημα οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής και προσδιορίζουν το περιεχόμενο του κοινωνικών σχέσεων.
Βεβαίως οι κοινωνικές βιογραφίες ατόμων και ομάδων επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά, αλλά αυτό δεν αρκεί για τον σχηματισμό μιας ταξικής συνείδησης. Μπορεί τα άτομα να αυτοπροσδιορίζονταιως εργάτες, ως μικροαστοί κ.ο.κ. αδυνατούν όμως μόνο με το βίωμα να οριοθετηθούν έναντι των ταξικών τους αντιπάλων, όπως λόγου χάρη, έναντι τουΤραμπ, και να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση.Και αυτό γιατί οι ίδιες οι συνθήκες ζωής και εργασίας των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων λειτουργούν ως μηχανισμός κοινωνικής πειθάρχησης.  Εκτός αυτού η τάξη που κατέχει, όπως το έχει θέσει ο Κ. Μαρξ, τα υλικά μέσα παραγωγής ελέγχει και τα πνευματικά (ιδεολογία, ΜΜΕ, εκπαιδευτικό σύστημα κ.λπ.), συμβάλλοντας παντοιοτρόπως στην παραγνώριση της ταξικής κυριαρχίας επομένως και στην έγερσημιας ταξικής συνείδησης. Με αυτή την έννοια η εργατική τάξη και οι «υποτελείς τάξεις» χρειάζονται το πολιτικό κόμμα τόσο ωςτον «συλλογικό διανοούμενο» που θα εκλογικεύσει σχέσεις και θέσεις, όσο και ωςοργανωσιακό πόρο για να οργανώσει και να συντονίσει την ταξική τους δράση. Μάλιστα εξαιτίας της ταξικής τους κατάστασης οι εργάτες εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα από το κοινωνικό κεφάλαιο της τάξης τους (συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση).
Επομένως μια ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων στις ΗΠΑ μπορεί να αναδείξει τις προθέσειςτων Αμερικανών γι’ αυτό που (και όπως) ρωτήθηκαν,και όχι γι’ αυτό που θα ήθελαν.Το κριτήριο ψήφου των Αμερικανών στις εκλογές ήταν μάλλον «ταπεινό». Αυτό δεν ήταν αισθητικής τάξης όπως το είπε με τον τρόπο της η ηθοποιός Σ. Σαράντον. Γνωρίζοντας πως πολύ λίγα πράγματα αλλάζουν με τις εκλογές αυτοί φαίνεται να ψήφισαν περισσότερο με διαίσθηση. Και ψήφισαντον υποψήφιο, ο οποίος εργαλειοποιώντας την παρακμή των άλλοτε κραταιών βιομηχανικών κέντρων και την ανασφάλεια για απασχόληση και δουλειά «μίλησε» για τα προβλήματά τους. Μόνο σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να βρει έδαφος ο ιδεολογικός λόγος της «εναλλακτικής δεξιάς» (alternativeright) και του Τραμπ.
Επομένως σε αυτό το επίπεδο συνείδησης δεν υπάρχει λογική ανακολουθία των ψηφοφόρων. Τέτοιο πρόβλημα θα υπήρχε αν τα εκλογικά ερωτήματα σχετίζονταν με την ταξική τους κατάσταση, όπως τις συνθήκες εργασίας και ζωής, το ερώτημα για την κατάργηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, την αύξηση του ωρομισθίου στα 15 δολάρια, την ίδρυση σωματείων (φαστφουντ κ.ά.), την ανάδειξη της υγείας και της ασφάλισης σε δημόσιο αγαθόκ.ο.κ.Ούτε υπήρχε εργατικό κόμμα για να μετασχηματίσει τα βιώματα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της ανεργίας και του φόβου σε ταξική συνείδηση για να το ψηφίσουν. Επομένως το γνωστικό επίπεδο των απαντήσεων δεν αποκλίνει από το γνωστικό επίπεδο των ερωτήσεων όπως διατείνονται οι φιλελεύθεροι και η πολιτισμική Αριστερά ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού που καταλογίζουν ανορθολογισμό στους ψηφοφόρους.
Παρόλα αυτά η εκλογή Τραμπ, κάθε άλλο παρά δείχνει ότι το αμερικανικό σύστημα αντιπροσώπευσης είναι σε κρίση, όπως διατείνονται κάποιοι. Σαφώς και υπάρχει η «αποχή» που είναι ένα εγγενές πρόβλημα του συγκεκριμένου συστήματος ή η υπεραντιπροσώπευση των εκλεκτόρων των Πολιτειών του Νότου, η ακόμη και ο αποκλεισμός λόγω ποινικού μητρώου περίπου 7 εκατομ. Ψηφοφόροι κ.ά. Ωστόσο όπως συνέβη, με ένανΑφροαμερικανό που έγινε πρόεδρος, έτσι και τώρα η εκλογή Τραμπ δείχνει πως ένας αουτσάιντερ, ένας «αυτοδημιούργητος» μπορεί να γίνει και πρόεδρος, έχοντας μάλιστα απέναντί του, ας πούμε το μιντιακό κατεστημένο και το establishment.
Εξάλλου δεν εξυμνούσαν οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές ελίτ, και από πίσω οι δικές μας, τη δημοκρατικότητα της «ανοικτής κοινωνίας» των ΗΠΑ, όταν εξελέγη ο Ομπάμα; Με αυτή την έννοια πρόκειται για μια «νομιμοποίηση» του πολιτικού συστήματος και μάλιστα «από τα κάτω». Μόνο αυτοί που είναι ξένοι, εξαιτίας της ταξικής τους θέσης  (τουλάχιστον ο Π.Κρούγκμαν το δήλωσε ευθαρσώς), με την ταξική Αμερική, την Αμερική της «Ζώνης της Σκουριάς» (RustBelt) του βιομηχανικού Βορρά,απαξιώνουν τις ανησυχίες και τις αγωνίες της λευκής εργατικής τάξης και των «μικρών ανθρώπων» (littlemans) κ.ά. για δουλειά, στέγαση, ασφάλεια και τις ορίζουν συλλήβδην ως λαϊκισμό, εγκαλώντας τους μάλιστα για «ανορθολογισμό», εκπλήσσονται. Πως δηλαδή; Όταν δεν βγαίνει η επιλογή τους, στη περίπτωσή μας η Κλίντον, φταίει η γνωστική ανεπάρκεια των εκλογέων, ή ακόμη και η «πολύ δημοκρατία»; Γιατί αυτό σημαίνει εν τέλει ο ανορθολογισμός που προσάπτουν στους εκλογείς; Να πως περιγράφει τις συνθήκες ζωήςτων εργαζομένων ο αντίπαλοςτης Κλίντον στο Δημοκρατικό Κόμμα Μπ. Σάντερς, ο οποίος κάθε άλλο παρά εκπλήσσεται για τη νίκη τουΤραμπ: «Οι εργαζόμενοι Αμερικανοί δεν μπορούν να έχουν αξιοπρεπή, ποιοτική φροντίδα για τα παιδιά τους. Δεν μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους στο Κολλέγιο και δεν έχουν τίποτε στην τράπεζα όταν συνταξιοδοτούνται. Σε πολλά μέρη της χώρας δεν μπορούν να βρουν κατάλληλα σπίτια  ενώ το κόστος της ασφάλειας υγείας είναι αρκετά υψηλό. Πάρα πολλές οικογένειες είναι σε απόγνωση καθώς ναρκωτικά, αλκοόλ και αυτοκτονίες περιορίζουν τη ζωή σε αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων» (http://www.hitandrun.gr/arthro-tou-berni-santers-stous-new-york-times-politiki-epanastasi-tha-sinechisti/).
Παρόλο που υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις έναντι ερμηνευτικών εξηγήσεων της κοινωνικής πραγματικότητας, καθώς αυτές πάνε στα υποκείμενα και στο κόσμο τους, αφήνοντας συχνά στο απυρόβλητο τις δομές (κοινωνική οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής)- νομίζω πως ειδικά εδώ εθνογραφικές προσεγγίσεις θα μπορούσαν να μας δείξουν «τι στο καλό έχουν στο μυαλό τους» εργάτες, μικροαστικά (εν μέρει και μεσοαστικά) στρώματα που, παρόλο που βιώνουν ταξικά την πραγματικότητα, ψηφίζουν για πρόεδρο κάποιον που αντικειμενικά θα έχουν απέναντι τους; Η ανάλυση της πραγματικότητας με τις δικές τους λέξεις, με τις δικά τους νοήματα, όπως αυτοί τη βιώνουν («ιθαγενείς κατηγορίες») μπορεί να δείξει  πως αλλιώς εννοούν αυτά  την κοινότητας, απ’ ότι ο Τραμπ, ή οι κοσμοπολίτικες ελιτ.
Εξάλλου η ανάγκη για ταυτότητα (εθνοτική ή κοινοτική) προέκυψε από τη στιγμή που η αποβιομηχάνιση, η ανεργία και η μερική απασχόληση διέρρηξαν τη συλλογικότητα της εργασίαςκαι την εργατική κοινότητα στα παλιά βιομηχανικά κέντρα. Ωστόσο, οι αμφίθυμες και λαίμαργες «ελιτ», -για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια του συρμού, γιατί το σωστό θα ήταν η αστική τάξη (και οι μερίδες της) θέλουν και την «πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο»-, αρνήθηκαν την προεδρία σε έναν σοσιαλδημοκράτη, τον Σάντερς. Προτίμησαν τελικά τον Τραμπ (αυτό σήμαινε εν τέλει η επιλογή της Κλίντον για την προεδρία), έστω και αν αυτός αποκλίνει από τα πολιτικά και αισθητικά στάνταρτ (σεξιστής, ρατσιστής κ.λπ.), δηλαδή σε δευτερεύοντα ζητήματα, καθώς θα έπρεπε να δώσουν κάτι παραπάνω στις λαϊκές τάξεις για την μακροημέρευση του συστήματος. Όσον αφορά τις ανησυχίες για το πώς θα συμπεριφερθεί ο Τραμπ, καλό θα ήταν να γνωρίζουμε, παίρνοντας απόσταση από τις φουκωϊκές εμμονές, πως σημασία δεν έχει ποιος ασκεί την εξουσία αλλά ποιος την κατέχει, όταν μάλιστα εδώ υπάρχουν «πυλώνες» του συστήματος (Κογκρέσο, Βουλή, Πολιτείες κ.λπ.) που θα παρέμβουν, όποτε και αν χρειαστεί.
Από την άλλη, ευλόγως αναρωτιέται κανείς, που ήταν οι σημερινοί celebrities, οι σταρ του Χόλυγουντ, οι ακαδημαϊκοί κ.ά. που διαδηλώνουν (και δικαίως) κατά του Τράμπ, αλλά σιωπούσαν τόσα χρόνια τώρα για τα θύματα (παιδιά, γυναίκες, άμαχοι κ.ά.) και τις καταστροφές των κοινωνικών υποδομών από τις στρατιωτικέςεπεμβάσεις της Αμερικής του Ομπάμα ανά την υφήλιο; Αδυνατώντας να βγουν έξω από τους μικρόκοσμούς τους (βιωματικούς, ακαδημαϊκούς κ.λπ.) αυτές οι κοινωνικές ομάδες τείνουν να προσεγγίζουν τα πράγματα αισθητικά. Χάνοντας μάλιστα  οποιοδήποτε  μέτροιστορικής σύγκρισης μιλούν μένοντας στο επιφαινόμενο, όπως κάνει η φιλόσοφος Τζ. Μπάτλερ, για φασισμό. Αυτό οδηγεί όμως σε μια υποτίμηση του φασισμού θυμίζοντας λίγο την παροιμία του Αισώπου με τον «ψεύτη βοσκό». Ξεχνώντας τη φράση του M. Χορκχάιμερ: όποιος  δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό θα πρέπει να σωπαίνει για τον φασισμό, οι φιλελεύθεροι της Αμερικής και η πολιτισμική  Αριστερά και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δεν ονοματίζουν καν, στις αναλύσεις τους, τον καπιταλισμό. Απομονωμένη από την κοινωνία και τις αντιθέσεις της η ακαδημαϊκή αριστερά στα αμερικανικά πανεπιστήμια βλέπει την κοινωνική πραγματικότητα ως δημιούργημα των ιδεών και τον Τραμπ ως «κατασκευή»λογοθετικών (ιδεολογικών) πρακτικών.
Εξάλλου ήταν η Κλίντον, -η «υπέρμαχος» των δικαιωμάτων των γυναικών και των φυλετικών μειονοτήτων στις ΗΠΑ- που βομβάρδιζε στη Λιβύη, κατέστησε τον ISIS ετοιμοπόλεμο στη Συρία, δέχεται «χορηγίες»από τους Σαούντ (βλ. Ίδρυμα Κλίντον) που συνεχίζουν να μαστιγώνουν και να λιθοβολούν γυναίκες στη χώρα τους και να βομβαρδίζουν στην Υεμένη με εκατόμβες νεκρών. Εκτός αυτού η συγκεντροποίηση πλούτου επί Ομπάμα άγγιξε επίπεδα ρεκόρ με το 20% του πληθυσμού να κατέχει το 93% του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Απόρροια αυτής της εξέλιξης είναι επίσης η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αύξηση της ανεργίας στους νέους, η διεύρυνση της εργασιακής επισφάλειας, η έξαρση της ρατσιστικής βίας κ.ά. Παρεμπιπτόντως η Κλίντον αύξησε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες την απήχησή της στα μεσαία και αστικά στρώματα με εισοδήματα άνω των 100.000 δολαρίων ετησίως ενώ απώλεσε11 μονάδες στα μικροαστικά και φτωχοποιημένα στρώματα του πληθυσμού.
Παρόλο που κατανοούμε τους φίλους/ες μας στην Αμερική και το γκρίζο κλίμα που δημιουργεί εκεί η προεδρία Τραμπ, το πρόβλημα, όπως και με το Brexit, είναι αλλού. Το δυστύχημα για την αμερικανική κοινωνία, και κατ’ επέκταση και για τις χώρες όλου του κόσμου, είναι ότι λείπει, στη ναυαρχίδα του καπιταλισμού, το πολιτικό υποκείμενο που θα δώσει ταξικό πρόσημα στη λαϊκή δυσφορία μετατρέποντας το διασπασμένο κοινωνικό σώμα (ταξικά, φυλετικά, μειονοτικά κ.λπ.) σε βραχίονα δράσης και αλλαγής για την αμερικανική κοινωνία αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη.
*O Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου