Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Το εύθραυστο σενάριο για το success story του 2017



Ευρωπαίοι δανειστές, ΔΝΤ, αγορές και κυβέρνηση ομονοούν για υψηλό ρυθμό ανάπτυξης μετά μια οκταετία ύφεσης, αλλά οι προϋποθέσεις επίτευξής της παραμένουν σε επικίνδυνη ζώνη Όλοι οι θεσμοί του κουαρτέτου- η Κομισιόν, η ΕΚΤ, ο ESM, ακόμη και το δύστροπο ΔΝΤ- έχουν δημόσια εκφράσει την εκτίμησή τους ότι το 2017 η ελληνική οικονομία θα επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 2,5%.

 Σ’ ανάλογη εκτίμηση, άλλωστε, βασίζεται το τρίτο Μνημόνιο και η πρώτη του επικαιροποίηση το περασμένο καλοκαίρι. Την εκτίμηση υιοθετούν, αν και με ποικίλους αστερίσκους, τα τμήματα ανάλυσης πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων, ακόμη και οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης που διατηρούν τα ελληνικά ομόλογα στην κατώτατη βαθμολογία. Μοναδική εξαίρεση είναι η Citigroup, σταθερά προσηλωμένη σε ένα μαύρο σενάριο που μεταθέτει την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη μετά το 2018. 
 Το αισιόδοξο σενάριο υιοθέτησαν κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2016 ακόμη και οι αγορές, οι οποίες προκάλεσαν μια αισθητή μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων τα οποία λειτούργησαν ως εξαίρεση στον κανόνα του παγκόσμιου ξεπουλήματος. Η μείωση αυτή όμως διακόπηκε όταν εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η δεύτερη αξιολόγηση διολισθαίνει προς το 2017. 

Η συνάρτηση της αξιολόγησης και οι ευαίσθητες πηγές της ανάκαμψης
 Το success story της ισχυρής ανάπτυξης εντός του 2017 βασίζεται σε μια μακρά συνάρτηση παραδοχών που περιγράφουν τις ποσοτικές «πηγές» της ανάκαμψης και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής:

 - Το κλείσιμο της αξιολόγησης το αργότερο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, και πάντως πριν αρχίσει ο εκλογικός κύκλος στην Ευρώπη, αρχής γενομένης από την Ολλανδία, στις 15/3. Το κλείσιμο της αξιολόγησης θα σημάνει εκταμίευση της δανειακής δόσης 6,1 δισ. ευρώ η οποία, με δεδομένο ότι το πρώτο εξάμηνο του έτους δεν υπάρχουν σημαντικές λήξεις χρέους, θα λειτουργήσει ως τροφοδότης ρευστότητας και προς την πραγματική οικονομία. 
- Την έναρξη υλοποίησης των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, από τα οποία – θεωρητικά- θα προκύψει ένα μικρό άμεσο ταμειακό όφελος της τάξης των 250 εκατ. ευρώ, ενώ για τις τράπεζες που θα μπουν στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων του ESM (ύψους 42,5 δισ.) με νέα, σταθερού επιτοκίου και μεγαλύτερης διάρκειας θα αυξηθεί σημαντικά η πρόσβασή τους στην ΕΚΤ για άντληση φθηνής ρευστότητας. Ωστόσο, σημαντικότερο όφελος θεωρείται ο επικοινωνιακός αντίκτυπος στις αγορές ομολόγων και στις αποδόσεις τους που θα επισπεύσει το σενάριο μια δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές ακόμη και εντός του 2017.
 - Την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, από το οποίο μπορεί να προκύψει ένα άμεσο όφελος έως 4 δισ., όσα δηλαδή τα ομόλογα που μπορεί να ενταχθούν στο QE, αφού η ΕΚΤ κατέχει ήδη μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους. Αυτή η κίνηση θεωρείται και η πιο καθοριστική για την περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και, άρα, για την έξοδο στις αγορές.
 - Την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες ύψους 6 δισ. μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους, όπως προβλέπει το Μνημόνιο, πράγμα που θα αποτελέσει μια απτή ένεση ρευστότητας στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. 

Την ίδια λειτουργία έχει και η αναμενόμενη διοχέτευση πόρων του ΕΣΠΑ στους τελικούς αποδέκτες, λόγω του υψηλού ποσοστού απορρόφησης που καταγράφτηκε το 2016. 

- Την εκκίνηση της αναδιάρθρωσης τω ν επιχειρηματικών δανείων από τις τράπεζες, μαζί με την ενεργοποίηση του υπό διαπραγμάτευση εξωδικαστικού συμβιβασμού, που θεωρητικά θα επιτρέψουν μια υγιέστερη επανεκκίνηση όσων επιχειρήσεων κριθούν βιώσιμες, έστω κι αν χρειαστεί ν’ αλλάξουν χέρια.

 Ο πολιτικός μονόδρομος και… αι άγνωστοι βουλαί Βερολίνου 

Αυτές οι παραδοχές, όμως, μαζί με αρκετές άλλες που καθορίζονται από διεθνείς εξελίξεις (Τουρκία, Συρία, Κυπριακό, πολιτική Τραμπ, εκλογικές αναμετρήσεις κ.α.) και φυσικά την αποσαφήνιση της θέσης του ΔΝΤ λειτουργούν σαν μια συνάρτηση.

 Κάθε ματαίωση και διάψευση παρασύρει όλη την αλυσίδα.
 Ολόκληρη η συνάρτηση καταρρέει. Αν στις 12 Ιανουαρίου, οπότε συνεδριάζει το EuroWorkingGroup, η γερμανική ηγεσία εκφράσει διαφωνία στο ξεπάγωμα των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αυτό θα αποτελέσει σήμα σημαντικής χρονοκαθυστέρησης στην αξιολόγηση. 
 Αν η αξιολόγηση παραταθεί σχεδόν σε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2017, η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση καθίσταται αδύνατη, οι αγορές θα το αποτιμήσουν αυτό με αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, έξοδος στις αγορές, ακόμη και δοκιμαστική, δεν συζητείται, η δανειακή δόση δεν καταβάλλεται, η Ελλάδα φτάνει στον Ιούλιο με έναν τεράστιο όγκο υποχρεώσεων εξόφλησης χρέους ύψους 6 δισ. ευρώ και διοχετεύει εκεί τα όποια αποθέματα ρευστότητας, πλεονάσματος εσόδων και περίσσειας δαπανών, η εξόφληση των οφειλών του δημοσίου αναβάλλεται, η διοχέτευση των πόρων του ΕΣΠΑ δυσχεραίνεται, η αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων και ο εξωδικαστικός συμβιβασμός γίνεται με πολύ σκληρότερους όρους, αυξάνοντας το ποσοστό των επιχειρήσεων που θα κρίνονται μη βιώσιμες και θα «αποσωληνώνονται».

 Και μόνο απ’ αυτό το τελευταίο είναι άγνωστο πόσα έσοδα αλλά και πόση απασχόληση θα χαθούν. Πρακτικά, μια κατάρρευση της περίπλοκης συνάρτησης της δεύτερης αξιολόγησης μπορεί ακόμη και να μηδενίσει τις προσδοκίες ανάκαμψης στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου και εν τέλει να ματαιώσει την εκτίμηση δανειστών και κυβέρνησης για το αναπτυξιακό success story του 2017, με προφανείς παρενέργειες και στον ευαίσθητο πολιτικό κύκλο αρκετών ευρωπαϊκών χωρών.
Κι αυτό καθιστά πολιτικά μονόδρομο για όλες τις πλευρές το κλείσιμο της αξιολόγησης, παρά το δεδομένο βαρύ τίμημά της για την ελληνική κοινωνία.
 Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι όλοι οι παίκτες θέλουν το ίδιο πράγμα. Κι αυτό, ως γνωστόν, δεν είναι καθόλου δεδομένο για τη γερμανική ηγεσία.

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου


www.dikaiologitika.gr