Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Η συνέχιση της εργασίας με άλλα μέσα

/var/www/rednotebook.gr/httpdocs/wp content/uploads/2017/02/170217 mujer trabajando grande

του Οδυσσέα Αϊβαλή


1. Μεταβιομηχανισμός και μετασχηματισμός της εργασίας
Οι απόψεις του μεταβιομηχανισμού, που υποστήριξε ο Ντάνιελ Μπελ στις αρχές της δεκαετίας του ’70, συνοψίζονται σε τρεις βασικές θέσεις:

α) η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη έχουν στραφεί προς την παραγωγή γνώσης μέσω της επεξεργασίας της πληροφορίας·
β) η οικονομία μετατοπίζεται προς τις υπηρεσίες·
και γ) επαγγέλματα με υψηλό περιεχόμενο πληροφορίας και γνώσης, όπως διευθυντικά, τεχνικά και άλλα ελεύθερα, τείνουν να επικρατήσουν (Castells 1996:204).
Η πρώτη θέση φαίνεται να παραβλέπει το γεγονός ότι η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της αξιοποίησης της γνώσης και της επιστήμης υπήρξε, νωρίτερα, γνώρισμα της βιομηχανικής παραγωγής. Προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, είναι απαραίτητη η αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Κι αυτή η τελευταία, με τη σειρά της, αυξάνεται χάρη στην τεχνολογική εξέλιξη, δηλαδή την αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης στην παραγωγική διαδικασία (Σταμάτης 1985:67).
Επομένως, η συνεχής εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή προκύπτει ως αποτέλεσμα, αφενός του ανταγωνισμού μεταξύ των μεμονωμένων επιχειρήσεων και, αφετέρου, της συνεχούς προσπάθειας να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Ο ανταγωνισμός αναγκάζει κάθε ατομικό κάτοχο κεφαλαίου να αυξάνει διαρκώς το κεφάλαιό του ώστε να το διατηρήσει, με τη διαδικασία της συσσώρευσης (Μαρξ1978: 613). Η δε παραγωγικότητα της εργασίας είναι βασικός παράγοντας για τη συσσώρευση κεφαλαίου: η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνικής προσδίδουν επεκτατική δύναμη στο λειτουργούν κεφάλαιο (Μαρξ 1978:627).
Η δεύτερη θέση του μεταβιομηχανισμού σχετίζεται με τη συνεχή επέκταση του τομέα των υπηρεσιών και, αντίστοιχα, τη συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής. Η συνεισφορά των υπηρεσιών στο ΑΕΠ αυξάνεται, πράγματι, διαρκώς. Όμως αρκετές υπηρεσίες εξαρτώνται άμεσα από τη βιομηχανία, με πιο χαρακτηριστικές τις υπηρεσίες πληροφορικής και επικοινωνίας, όπου η τεχνολογική εξέλιξη των υλικών επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη των παραγόμενων υπηρεσιών. Το λογισμικό των υπολογιστών, η παραγωγή οπτικοακουστικών μέσων, η μικροηλεκτρονική σχεδίαση, η γεωργική παραγωγή που στηρίζεται στην τεχνολογία, εμπεριέχουν την πληροφορία στο υλικό προϊόν, κάνοντας δυσδιάκριτο το όριο ανάμεσα στην υπηρεσία και στο υλικό «αγαθό» (Castells 1996:205).
Η τρίτη υπόθεση του μεταβιομηχανισμού αφορά τη γενίκευση των διοικητικών επαγγελμάτων (διευθυντικά στελέχη, ειδικευμένοι επαγγελματίες, τεχνικοί), που φαίνεται να μετασχηματίζει τη δομή των επαγγελμάτων. Όμως, παράλληλα με την αύξηση διοικητικών ειδικοτήτων μέσα στην παραγωγή, σημαντικός αριθμός τεχνικών επαγγελμάτων παίρνει τη μορφή εξαρτημένης μισθωτής σχέσης ή μορφή ελαστικής απασχόλησης παροχής έργου, εξαιτίας και της σημαντικής αύξησης των εργολαβιών μέσα στη διαδικασία της παραγωγής. Ταυτόχρονα δε, αναπτύσσονται επαγγέλματα ανειδίκευτης εργασίας στη παροχή υπηρεσιών, με υψηλό βαθμό εντατικοποίησης (Castells 1996:206).
2. Η υπόθεση της άυλης εργασίας
Σύμφωνα με την θεωρία της άυλης εργασίας (Hardt & Negri 2002: 389-395), η μετεξέλιξη στην πληροφοριακή οικονομία έχει ως συνέπεια την αλλαγή στην ποιότητα και τη φύση της εργασίας. Η πληροφορία και η επικοινωνία αποκτούν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή, με αποτέλεσμα την αλλαγή παραδείγματος στην οικονομία. Η παραγωγή just in time ή ο τογιοτισμός, αλλάζουν το παραδοσιακό φορντικό μοντέλο παραγωγής και εργασίας: η παραγωγή ακολουθεί τις ανάγκες της κατανάλωσης, χωρίς να υπάρχουν μεγάλα συσσωρευμένα αποθέματα προϊόντων.
Η γενεαλογία της άυλης εργασίας ξεκινά για τον Νέγκρι και μερίδα του ιταλικού εργατισμού από την έννοια του «κοινωνικού εργάτη» (operaio sociale), της δεκαετίας του 1970. Ο «εργάτης-μάζα» παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στον κοινωνικό εργάτη, ο οποίος αποτελεί ένα νέο ταξικό υποκείμενο, το οποίο καθορίζεται από τη διανοητική και τεχνική  εργασία (Wright 2012:194-195).
Ο Λατσαράτο θα ορίσει ως κεντρικά πεδία της άυλης εργασίας την οπτικοακουστική παραγωγή, την παραγωγή λογισμικών, τη διαφήμιση, τη μόδα και τις πολιτιστικές δραστηριότητες (Lazzarato 2005). Οι ικανότητες που απαιτεί η άυλη εργασία διαφέρουν από εκείνες που απαιτεί η χειρωνακτική: εδώ είναι απαραίτητη η δημιουργικότητα, η φαντασία και η διαχείριση κοινωνικών σχέσεων (ό.π.).
Η υπόθεση της άυλης εργασίας στο σύγχρονο «μεταφορντικό» και «γνωσιακό» καπιταλισμό αναλύεται σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά του παραγόμενο προϊόν. Αν δηλαδή αυτό είναι άυλο, όπως για παράδειγμα μία υπηρεσία. Ο δεύτερος αφορά την άυλη εργασία ως διανοητική: άσχετα με την «υλικότητα» ή μη του παραγόμενου προϊόντος, υποστηρίζει η θέση αυτή, η εργασία είναι άυλη, γιατί βασίζεται στη γνώση και στην επιστημονική κατάρτιση του εργαζόμενου – όχι στη χειρωνακτική του παρέμβαση μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
Ως προς τον πρώτο άξονα, αν θεωρούμε τη διαδικασία της παραγωγής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως εκείνη τη διαδικασία που παράγει κέρδος, μέσα από την παραγωγή εμπορευμάτων και την απόσπαση υπεραξίας από τη ζωντανή εργασία, τότε, αν το κέρδος και η υπεραξία προέρχονται από υλικά ή άυλα προϊόντα (όπως υπηρεσίες), είναι αδιάφορο για την παραγωγική διαδικασία καθαυτήν.
Αντίθετα, η παραγωγή υπηρεσιών ως εμπορεύματα, συχνά αποτελεί πεδίο αυξημένης κερδοφορίας για το κεφάλαιο, όπως συμβαίνει στην εστίαση ή τον τουρισμό: αφενός λόγω των μεγάλων περιθωρίων εντατικοποίησης της εργασίας – αφετέρου λόγω των χαμηλών επενδύσεων που απαιτούνται σε σταθερό κεφάλαιο.
Στον δεύτερο άξονα της υπόθεσης της άυλης εργασίας ενυπάρχουν δύο κρίσιμες παρανοήσεις της εργασιακής διαδικασίας.
Η πρώτη παρανόηση είναι η ταύτιση της νέας μικροαστικής τάξης με την εργατική τάξη. Το αποτέλεσμα, εδώ, είναι να ταυτίζονται μισθωτοί εργαζόμενοι που παράγουν αλλά ασκούν και λειτουργίες διεύθυνσης και επιτήρησης, με μισθωτούς εργαζόμενους που παράγουν υπεραξία και υπάγονται στον εργοδοτικό δεσποτισμό των φορέων του κεφαλαίου (διοικητές τμημάτων, επιστάτες παραγωγής, διευθυντές).
Η δεύτερη παρανόηση έγκειται στο ότι η υπόθεση της άυλης γνωσιακής εργασίας διαχωρίζει τη γνώση από την χειρωνακτική εργασία και την πρακτική εφαρμογή από την διανοητική εργασία. Όμως, ακόμη και η πιο απο-ειδικευμένη χειρωνακτική εργασία απαιτεί ένα στοιχειώδες γνωστικό περιεχόμενο, ώστε να είναι παραγωγική και αποτελεσματική (Balibar 2014). Αντίστροφα, κάθε διανοητική εργασία υλοποιείται μέσα στην παραγωγική διαδικασία παίρνοντας υλικές μορφές: για παράδειγμα, η εργασία του προγραμματιστή ηλεκτρονικών υπολογιστών παίρνει υλικές μορφές, όταν οι επιστημονικές του γνώσεις μετατρέπονται σε εμπόρευμα με τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Συνεπώς, μπορούμε να διακρίνουμε τη διανοητική εργασία, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ποτέ πλήρης διάκριση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, με βάση τη θέση μέσα στην εργασιακή διαδικασία. Υπάρχει ένα εύρος διανοητικών εργασιών που αφορούν καθήκοντα οργάνωσης, διαχείρισης και επιτήρησης της παραγωγής  -- εργασίες που εντάσσονται στη νέα μικροαστική τάξη, καθώς οι φορείς τους ασκούν εξουσία πάνω στην εργατική δύναμη, άσχετα με το αν παράλληλα παράγουν υπεραξία. Αντίστοιχα, υπάρχει ένα μέρος διανοητικών εργατών (π.χ. προγραμματιστές Η/Υ, εκπαιδευτικοί ιδιωτικού τομέα κ.α.), που δεν είναι φορείς εξουσίας, ενώ παράγουν υπεραξία, οι οποίοι πράγματι αυξάνονται αριθμητικά εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης και της αύξησης της παραγωγής υπηρεσιών, χωρίς όμως να αλλάζει η «φύση» της εργασίας και της διαδικασίας παραγωγής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Η υπόθεση της άυλης εργασίας υποκρύπτει, επιπλέον, έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό. Θεωρεί, με άλλα λόγια, ότι μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσω της γνώσης και της πληροφορίας, επίκειται ένας κοινωνικός μετασχηματισμός. Η κοινωνική αλλαγή, έτσι, κατανοείται ως το αποτέλεσμα οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Στα συμφραζόμενα αυτά, η αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας δεν φαίνεται αναγκαία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό: αυτός μοιάζει είτε να επιταχύνεται είτε να προκύπτει αυτόματα από την πληροφορικοποίηση της παραγωγής και της εργασίας.
Σε αντίθεση, ωστόσο, με την ντετερμινιστική αντίληψη, η τεχνολογία μορφοποιείται κοινωνικά: τόσο η εφεύρεση, δηλαδή, όσο και η εφαρμογή της προσδιορίζονται μέσα από επιλογές κοινωνικά καθορισμένες, σε αντίθεση με την αδιάλλακτη λογική της προκαθορισμένης τεχνολογικής ανάπτυξης (Bonefeld & Holloway 1993: 189-190). Σε αντίθεση δε με μια φυσιοκρατική προσέγγιση της εργασίας, το είδος του παραγόμενου προϊόντος (υλικό ή άυλο) δεν είναι αυτό που επικαθορίζει το υποκείμενο της εργασιακής διαδικασίας.
Ένα επιπλέον σημείο κριτικής στην υπόθεση της άυλης εργασίας έχει να κάνει με το κενό που λογικά δημιουργεί η υποτιθέμενη απουσία της υλικής εργασίας που κατασκευάζει τα μέσα παραγωγής της άυλης, δηλαδή τα μηχανήματα, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τα μέσα επικοινωνίας και πληροφορικής (Caffentzis 2011). Οποιεσδήποτε μηχανές, ως νεκρή εργασία, χρειάζονται τη προσθήκη ζωντανής εργασίας προκειμένου να παραχθεί νέα αξία και να διατηρηθεί η παλιά. Ο Μαρξ μας έχει πει στο Κεφάλαιο ότι η κεφαλαιακή αξία διατηρείται μέσω της εργασίας και διαιωνίζεται με νέες μορφές (1978: 628).
3. Το κεφάλαιο ως σχέση και η αφηρημένη εργασία
Αν προσεγγίζουμε το κεφάλαιο ως σχέση με χρηματική και εμπορευματική μορφή εμφάνισης, τότε αναγκαία συνθήκη της σχέσης αυτή είναι η ύπαρξη των στοιχείων που τη συγκροτούν. Κατά την παραγωγή, τα στοιχεία της κεφαλαιακής σχέσης είναι, σε μια απλουστευμένη μορφή, ο κεφαλαιοκράτης και οι εργαζόμενοι. Χωρίς τη ζωντανή εργασία, η ύπαρξη της κεφαλαιακής σχέσης θα ήταν αδύνατη.
Με υλικούς όρους, η ύπαρξη ζωντανής εργασίας εξασφαλίζει τον σχεδιασμό, την παραγωγή και την επίβλεψη μηχανών για την παραγωγική διαδικασία. Η μισθωτή εργασία, ως μέρος του κυκλώματος της κεφαλαιακής σχέσης, μπορεί να αντικαθίσταται σε τμήματα της παραγωγής από μηχανές. Όμως η ανάγκη να κατασκευαστούν οι μηχανές αυτές και να εξελιχθούν τεχνολογικά, καθιστά την ύπαρξη της εργασίας, το ένα σκέλος της κεφαλαιακής σχέσης, μη αντικαταστάσιμο παράγοντα. Η ζωντανή εργασία είναι η παραγωγική δύναμη που παράγει αξία (Macherey 2014: 50).
Ο βασικός σκοπός της παραγωγής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι το κέρδος. Επειδή όμως στον καπιταλισμό είναι το κεφάλαιο αυτό που εμφανίζεται σαν να παράγει τα εμπορεύματα, και συνεπώς και το κέρδος που εμπεριέχεται σ' αυτά, η εργασία, η οποία στην πραγματικότητα τα παράγει, φαίνεται να περνά στην αφάνεια. Τους καπιταλιστές δεν τους ενδιαφέρει απλώς και μόνον η μέγιστη δυνατή παραγωγή κέρδους, αλλά η μέγιστη δυνατή παραγωγή κέρδους ανά μονάδα κεφαλαίου, η μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους. Οι τεχνικές παραγωγής του κεφαλαίου, λοιπόν, βελτιώνονται διαρκώς, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και η υπεραξία που αποσπάται (Σταμάτης 1995). Έτσι, η συνεχόμενη αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου είναι βασική προϋπόθεση για διευρυμένη αναπαραγωγή μιας επιχείρησης.
Η έννοια της αφηρημένης εργασίας είναι καθοριστική για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο οι επιμέρους εργασίες ομογενοποιούνται κοινωνικά, άσχετα με την «υλικότητα» ή μη της διαδικασίας με την οποία παράγονται ή, αντίστοιχα, του παραγόμενου προϊόντος. Η αφηρημένη εργασία αποτελεί κατηγορία κοινωνικής αλληλοσυσχέτισης επιμέρους εργασιών, αναδεικνύοντας τον ειδικό κοινωνικό χαρακτήρα της δαπανώμενης εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, η οποία παράγει εμπορεύματα.
Η αφηρημένη εργασία δεν πηγάζει από τη συγκεκριμένη, ενώ δεν σχετίζεται η εκμηχάνιση της παραγωγής και η απο-ειδίκευση του εργαζομένου με τη μετατροπή της χρήσιμης εργασίας σε αφηρημένη. Η αφηρημένη εργασία αποτελεί χαρακτηριστικό της κάθε συγκεκριμένης εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή έκφραση της ιδιαίτερης κοινωνικότητας που χαρακτηρίζει μόνο τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για μια απλή ή μια σύνθετη και με υψηλή εξειδίκευση (συγκεκριμένη) εργασία (Μηλιός, Δημούλης & Οικονομάκης 2005: 46-48).
***
Διαπιστώνουμε μια συνεχή αλλαγή στην παραγωγική και στην εργασιακή διαδικασία, όπου η επιστήμη, η τεχνολογία και η επικοινωνία έχουν σημαντικό ρόλο. Οι συνεχείς αλλαγές, όμως, είναι χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και απαραίτητο στοιχείο για την αύξηση της παραγόμενης αξίας, μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης. Η αντίστοιχη αύξηση της σχετικής υπεραξίας δεν υπακούει σε κάποια νομοτελειακή πρόοδο της επιστήμης και της γνώσης. Σχετίζεται με τον αντίστοιχο κοινωνικό συσχετισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, σε κάθε συγκυρία και σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό ξεχωριστά, αλλά και στο πλαίσιο της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση της σχετικής υπεραξίας μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί αναγκαστική επιλογή του κεφαλαίου, όταν οι εργατικοί αγώνες επιβάλλουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες, άρα μείωση της απόλυτης υπεραξίας. Ενώ ο ρόλος του κράτους στη συγκρότηση και στην αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και των σχέσεων παραγωγής είναι καθοριστικός.
Η υπαρκτή διαφοροποίηση μέσα στην εργατική τάξη με βάση τη γνώση και την επιστημονική κατάρτιση, αντιστοιχεί συχνά και σε μισθολογική διαφοροποίηση. Η διαφοροποίησηα αυτή, όμως, αποτελεί έκφανση της διαστρωμάτωσης ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις, οι οποίες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την κυρίαρχη ιδεολογία και τους εργοδότες, ώστε να επιτυγχάνεται η διαφοροποίηση ανάμεσα στην εργασία. Αυτή η κίνηση επιστεγάζεται θεωρητικά με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία του ατομικού κεφαλαίου, εμφανίζοντας τους καλύτερα πληρωμένους εργαζόμενους/ες ως καλύτερους/ες διαχειριστές των ατομικών τους προσόντων.
Ο κατακερματισμός της παραγωγικής διαδικασίας μέσω υπερ-εργολαβιών και η κατάτμηση των εργασιακών πεδίων, αναμφίβολα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εντατικοποίηση της εργασίας. Παράλληλα, ο παραδοσιακός τύπος συνδικαλιστικής συλλογικής διεκδίκησης φαίνεται να είναι πιο δύσκολος σε αυτές τις συνθήκες. Τα νέα εργασιακά δεδομένα όμως, τοποθετούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εργαζόμενων τάξεων την ανάγκη επανεπινόησης των συλλογικών διεκδικήσεων στην παραγωγική διαδικασία: την απαίτηση για δημοκρατική συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ενάντια στον επιστημονικό πλέον εργοδοτικό δεσποτισμό, τη δικτύωση των εργαζομένων και την αλληλέγγυα στάση στα εκάστοτε κλαδικά αιτήματα.
Ίσως όμως το σημαντικότερο συμπέρασμα από την συμπτωματική περιοδολόγηση των θεωριών περί τέλους της εργασίας, και αντίστοιχα της εργατικής τάξης, είναι η κεντρική θέση της αντίληψης του κεφαλαίου ως αντικειμένου: αν αυτό το αντικείμενο το ιδιοποιούνται οι κεφαλαιοκράτες, η εργατική τάξη καθίσταται περιττή. Στον αντίποδα, το να προσεγγίζουμε το καπιταλιστικό κύκλωμα ως σχέση επιτρέπει να δούμε ότι η δημιουργία υπεραξίας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας. Από την προοπτική αυτή, ό,τι σε κάθε χρονική συγκυρία καθορίζει την έκβαση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας είναι ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων.  
Βιβλιογραφία
Balibar, E. (2014). Κράτος, μάζες, πολιτική. Αθήνα: Εκτός Γραμμής.
Bell, D. (1973). The Coming of Post-Industrial Society. New York: Basic Books.
Bonefeld, W. , Holloway, J. (επιμ.) (1993). Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή. Αθήνα: Εξάντας.
Caffentzis, G.(2011). Γιατί οι μηχανές δεν μπορούν να δημιουργήσουν αξία. Αθήνα: Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα.
Castells, M. (1989). The Informational City. Oxford: Basil Blackwell.
Castells,M. (1996). The Rise of the Network Society. Oxford: Basil Blackwell.
Doogan, K.  (2009). New Capitalism? The Transformation of Work. Cambridge: polity.
Hardt, M. , Negri, A. (2001). Η εργασία του Διονύσου. περιοδικό Θέσεις, τ.75.
Hardt, M. , Negri, A. (2002). ΑυτοκρατορίαΑθήνα: Scripta.
Hall, S, Held, D., McGrew, A. (2003). Η νεωτερικότητα σήμεραΑθήνα: Σαββάλας.
Harvey, D. (2009). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Αθήνα: Μεταίχμιο.
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, (2014), Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση, Αθήνα.
Ιωακείμογλου, Η.(1983α). Συλλογικός εργάτης ή εργάτης μάζα; (Σημειώσεις για μια κριτική του εργατισμού) ,περιοδικό Θέσεις, τ.3.
Ιωακείμογλου, Η.(1983β). Αυτοματοποίηση της παραγωγής και συλλογικός εργάτης, περιοδικό Θέσεις, τ.4.
Lazzaratto, M. (2005). Immaterial Labor, in Radical Thought in Italy: A Potential Politics (Theory Out Of Bounds), Ed. Paolo Virno (Editor), Michael Hardt. Minnesota: University Of Minnesota Press.
Lessa, S. (2006). «Η 'άυλη εργασία': Νέγκρι, Λατσαράτο και Χαρντ, περιοδικό Ουτοπία, τ.71.
Macherey, P. (2014), Φουκώ & Μαρξ, το παραγωγικό υποκείμενο. Αθήνα: Εκτός Γραμμής.
Μαρξ, Κ. (1978). Το Κεφάλαιο.τ.1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1990). Για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Επιμέλεια Γ. Σταμάτης. Αθήνα: Εξάντας.
Μηλιός, Γ. (1996). «Ποιος φοβάται την εργασία; Θρύλοι για το 'τέλος της εργασίας' στην 'εποχή της αυτοματοποίησης'», περιοδικό Θέσεις, τ. 57.
Μηλιός, Γ. , Δημούλης, Δ. , Οικονομάκης, Γ. (2005). Η θεωρία του Μαρξ για τον Καπιταλισμό. Αθήνα: Νήσος.
Μπαλιμπάρ, Ε. (1986). Για τη μαρξιστική έννοια του «καταμερισμού της χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας» και την πάλη των τάξεων, περιοδικό Θέσεις, τ.17.
Μπράχος, Γ.(1993). «Ευέλικτα συστήματα παραγωγής: Ο μύθος της εξόδου από την κρίση», περιοδικό Θέσεις, τ.43.
Μπουχάριν, Ν. (1992). Η γενική θεωρία της αγοράς και οι κρίσεις, περιοδικό Θέσεις, τ.41.
Οικονομάκης, Γ. , Ζησιμόπουλος, Γ. , Κατσορίδας, Δ. , Κόλλιας, Γ. , Κρητικίδης, Γ.  (2015). Η ταξική διάρθρωση και η θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία. Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Οικονομάκης, Γ. , Ζησιμόπουλος, Γ. , Κατσορίδας, Δ. , Κόλλιας, Γ. , Κρητικίδης, Γ.  (2016). Κοινωνικές τάξεις: θεωρία και εμπειρική διερεύνηση στην ελληνική κοινωνία, περιοδικό Θέσεις, τ. 136.
Πεχλιβανίδης, Τ. (2002). «Μεταβιομηχανική κοινωνία, μεταφορντισμός, μεταμοντερνισμός. Μετάλλαξη ή μεταμόρφωση;» περιοδικό Θέσεις, τ.78.
Ρυλμόν, Π. (2010). Γνώση, εργασία και συλλογική δράση.τετράδια ΙΝΕ-ΓΣΕΕ,Τ.32.
Stalder, F. (2006). Manuel CastellsThe Theory of the Network Society. Cambridge: Polity.
Σταμάτης, Γ. (1985). Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία, μέρος 1. Αθήνα: Σάκκουλα.
Σταμάτης, Γ. (1986). «Τεχνολογική εξέλιξη και τάση του ποσοστού κέρδους στον Karl Marx», περιοδικό Θέσεις,τ.17.
Wright, S. (2012). Η έφοδος στον ουρανό. Ταξική Σύνθεση και Ταξική Πάλη στον Ιταλικό Αυτόνομο Μαρξισμό. Αθήνα: κόκκινο νήμα.
Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη και τροποποιημένη εκδοχή του άρθρου «Η συνέχιση της εργασίας με άλλα μέσα: τεχνολογία, πληροφορία και επικοινωνία στη σύγχρονη εργασιακή διαδικασία», που δημοσιεύεται στο τεύχος 138 του περιοδικού Θέσεις.