Αν και ετυμολογικά η προέλευση του όρου Τα κοινά συγχέεται συχνά με την ιστορική του προέλευση από την ελληνική θέσμιση της πόλης ( το κοινόν ) όπως και τη ρωμαϊκή res publica ( οι δημόσιες υποθέσεις ), λίγη ή καθόλου σχέση έχει η σύγχρονη ερμηνεία του μαζί τους. Τις περισσότερες φορές αποδίδουμε στα νέα ελληνικά τον όρο Τα Κοινά από το αγγλικό commons ή τους commoners ( λαϊκούς ) της ευρωπαϊκής υπαίθρου, άλλες φορές πάλι είναι απλά αποτέλεσμα μιας βεβιασμένης μετάφρασης όπως στην περίπτωση της Hannah Arendt όπου o όρος που χρησιμοποιεί στο Vita Activa, αυτό που μεταφράστηκε άγαρμπα στα ελληνικά ως «Η Δημόσια Σφαίρα: τα Κοινά» είναι στην πραγματικότητα «Public Realm: the Common», δηλαδή, σε μια κυριολεκτική μετάφραση «το κοινόν» καθότι είναι ενικός.
Η διαφοροποίηση Των Κοινών με το κοινόν δεν είναι μόνο γλωσσική∙ η συζήτηση που συνοδεύει σήμερα Τα Κοινά είναι τόσο πολύ επικεντρωμένη στο κοινωνικό -ή έστω στον τρόπο της διαχείρισης τους- που θα λέγαμε πως στην πραγματικότητα πρόκειται για τα ομώνυμα ονόματα δύο απολύτως διαφορετικών σημασιών.
Όταν μιλάμε για Τα Κοινά αναφερόμαστε σχεδόν εξ ορισμού σε «πόρους», κοινωνικούς ή φυσικούς, οι οποίοι και θα έπρεπε να προσφέρονται «δωρεάν». Η αμερικανίδα συγγραφέας Ostrom Elinor θεωρείται πως είναι η μητέρα των «commons» καθότι είναι η πρώτη που χρησιμοποίησε στο βιβλίο της “Η διαχείριση των κοινών πόρων” τον όρο αυτό σύμφωνα με την τρέχουσα ακαδημαϊκή του εκδοχή. Ο όρος προφανώς χρησιμοποιούνταν και παλιότερα αλλά με εντελώς διαφορετικό νόημα, όπως π.χ. customs and commons «τα έθιμα» ( είναι πλεονασμός στην ελληνική να πούμε «τα κοινά έθιμα» καθώς τα έθιμα είναι πάντα κοινά ) ή όντως την καθημερινή απλότητα. Είναι σημαντικό να πούμε το ότι η Ostrom Elinor αναφέρει εξαρχής τα commons περιορίζοντας τα στα στους περιβαλλοντικούς πόρους (ψαρότοπους, δάση, βοσκοτόπια, αρδευτικά συστήματα κ.ά. ). Η προσέγγιση της όμως είναι και οικονομική, για την ακρίβεια φιλελεύθερη, τα αντιλαμβάνεται δηλαδή μέσα από την εξατομικευμένη σχέση του ιδιώτη-καταναλωτή με τα αντίστοιχα δημόσια-μαζικά ή αγαθά-εμπορεύματα και αυτό που ζητά στο τέλος και αυτό που καταδεικνύει είναι μια πιο «αποτελεσματική» εκμετάλλευση των κοινών πόρων∙ όχι ως το επιμέρους κομμάτι μιας ολιστικής πολιτικής αλλά ως κεντρικό ζήτημα διευθέτησης.
Γίνεται σαφές πως οποιαδήποτε συζήτηση διευθέτησης του κοινωνικού χαρακτήρα των “κοινών πόρων” μπορεί να επιλυθεί κάλλιστα χωρίς κανένας να προδιαγράφει εάν αυτή γίνει εντός των αγοραίων σχέσεων ή κάτω από την πατρωνία του κρατικού μονοπωλίου. Η αυτό-διαχείριση Των Κοινών σε κανένα σημείο δεν υπονοεί ούτε καν κάποιον σοσιαλιστικό προσανατολισμό που εύλογο θα ήταν να αναμένουμε. Είναι περισσότερο ένας «ηθικός καπιταλισμός» παρά ένας γνήσιος αντικαπιταλισμός που υπόσχεται μια άλλη οργάνωση της ζωής. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό γιατί στην γενική του εκδοχή ο αγώνας για την υπεράσπιση Των Κοινών επικεντρώνεται τόσο πολύ ενάντια στην εμπορευματοποίηση τους και όχι στην ανάδειξη ενός διαφορετικού τρόπου πολιτικής.
Κοινά: Δωρεάν ή εμπόρευμα;
Στο βιβλίο Κοινά: μια σύντομη εισαγωγή (David Bollier, 2016) ο «blogger» συγγραφέας και ακτιβιστής Των Κοινών (όπως ο ίδιος παρουσιάζει τον εαυτό του) προσδιορίζει Τα Κοινά με βάση ένα κατεξοχήν κριτήριο: την περίφραξη. Κοινά είναι, γράφει ο Bollier, «ότι πριν προσφέρονταν σε όλους δωρεάν και μπορεί να περιφραχτεί, να εμπορευματοποιηθεί». Έτσι ως Κοινά ορίζονται φυσικοί πόροι, δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιοι άυλοι τόποι, «Υλικά ή άυλα στοιχεία» τα οποία συγκροτούν την κοινωνική αναπαραγωγή στις οικονομικές σχέσεις των «μελών μιας κοινωνίας» ( παραγωγή – κατανάλωση – χρήση ). Σχέσεις που είναι αναγκαστικά κατεξοχήν εξατομικευμένες καθώς ερμηνεύονται μέσα από την, υπαρκτή ή όχι, διαμεσολάβηση του κεφαλαίου με το άτομο καταναλωτή. Έτσι ως Κοινό περιγράφεται εκείνο το αγαθό που ο καθένας, ξεχωριστά ως οντότητα, έχει -ή δεν έχει- εμπορευματική σχέση μαζί του.
Με βάση ορισμό από έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς:
«Ως κοινά ορίζουμε εκείνα τα αγαθά ή τους πόρους τους οποίους η κοινότητα αντιλαμβάνεται ως δώρα της φύσης (κανείς δεν παράγει το νερό, τον υδρολογικό κύκλο, τον αέρα ή τα δάση) ή ως κληρονομιά των προηγούμενων γενεών (όπως η γνώση, οι κώδικες, οι νόμοι ή η γλώσσα). Κοινά είναι τα αγαθά που θεωρούνται απαραίτητα για τη ζωή, όπως και δομές που συνδέουν τα άτομα μεταξύ τους. Υλικά ή άυλα στοιχεία που όλοι έχουμε από κοινού και μας καθιστούν μέλη μιας κοινωνίας και όχι μεμονωμένες οντότητες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Τα κοινά αγαθά είναι τόποι συναντήσεων και συζητήσεων μεταξύ των μελών μιας κοινότητας».
Τ. Φατόρι (αναφέρεται στο ΝΕΡΟ | ΚΟΙΝΟ ΑΓΑΘΟ, Η προστασία και η διαχείριση του νερού ως «κοινού αγαθού», εκδόσεις νήσος)
Κατά τον Φατόρι, Τα Κοινά αποτελούν εκείνα τα αγαθά ή τα προϊόντα που «δεν παράγονται», ή είναι «δωρεάν» ή είναι προσφορά «κληρονομιάς» και κατά την εκτίμηση του δεν θα έπρεπε να μεσολαβούνται από εγχρήματη σχέση. Η ύπαρξη των κοινών μέσα στην κοινωνία γίνεται αντιληπτή μέσα από τις δομές που συνδέουν τα άτομα μεταξύ τους και τις σχέσεις ανταγωνισμού ή συνεργασίας που έχουν οι μεμονωμένες οντότητες. Αναφορικά με τις δομές αυτές η ερμηνεία του Φατόρι λίγο διαφέρει από εκείνη του Πλάτωνα στην Πολιτεία για τον καταμερισμό της εργασίας.
Η πληθυντική πρόθεση Τα Κοινά προκύπτει επομένως μέσα από την αθροιστική πράξη των εξατομικευμένων σχέσεων. Η κατανόηση αυτή γίνεται ακόμα πιο προφανής αν αναλογιστούμε τις περιπτώσεις από το παρελθόν που σήμερα θεωρούμε πως ανήκουν στις κατηγορίες Των Κοινών. Για παράδειγμα κανένας δεν θα διανοούνταν πριν από 50 χρόνια να αναφερθεί για το νερό ως «κοινό αγαθό». Και όμως μετά την είσοδο των εταιριών στο παιχνίδι για την κερδοσκοπική αξιοποίηση των υπηρεσιών κατανάλωσης ύδρευσης αυτός ο ορισμός φαίνεται να είναι απόλυτα δικαιολογημένος.
Το άλμα των κοινών: Από τις κατσίκες των «κοινών» βοσκότοπων στα Creative Commons (CC) του ιντερνετοχώρου
Με παρονομαστή την «περίφραξη», Τα Κοινά αποκτούν διαχρονική υπόσταση και εξασφαλίζουν θέση στην πάλη των τάξεων. Την θέση των παλαιών αντιπάλων εργάτη-κεφαλαιοκράτη καταλαμβάνουν τώρα νέα υποκείμενα όπως καταναλωτής-εταιρία και εξασφαλίζουν έστω και με ένα πλάγιο τρόπο τη διαιώνιση της ταξικής θεωρίας. Ο κόσμος όσο δύσκολα μπορεί σήμερα να ερμηνευθεί με βάση την εργασία γίνεται πιο κατανοητός με βάση την κατανάλωση. Από την αλλοτρίωση της εργατικής (δωρεάν) δύναμης περνάμε στην αλλοτρίωση των (δωρεάν) Κοινών.
Έτσι έγινε και μια προ-καπιταλιστική δραστηριότητα, στις αρχές του 17ου αιώνα, η περίφραξη των κοινών γαιών που προκάλεσε την εξέγερση των πρώτων «Ισοπεδωτών» (Levellers) στην Αγγλία και σε μεγάλο βαθμό τις Ζακερί (αγροτικές εξεγέρσεις) στην Γαλλία, εξισώνεται κάτω από τον ίδιο ορισμό με τα σύγχρονα Κοινά. Βιοποριστικοί χώροι, φυσικοί πόροι που μπαίνουν στο στόχαστρο από τις εταιρίες (νερό, παραλίες, ποτάμια), δημόσιες υπηρεσίες (μέσα μαζικής μεταφοράς) έως αφηρημένες έννοιες, όπως γνώση και πολιτισμός, συμπεριλαμβάνοντας τελευταία και τις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες και τα ανοιχτά λογισμικά, δηλαδή κατά βάση υπηρεσίες της τεχνολογίας του κοινού, γίνονται όλα πεδία «περιφράξεων».
Για να διαπιστώσουμε τον βαθμό ισοπέδωσης που προκαλεί αυτός ο συμψηφισμός αρκεί να συγκρίνει κανείς το παρακάτω απόσπασμα από την Τρίτη Επανάσταση του Murray Bookchin με τον ορισμό Των Κοινών από τον Φατόρι.
“Οι χωρικοί ζούσαν παραδοσιακά σε χωριά με έντονα αισθήματα συλλογικότητας….Οι κοινότητες εμπόδιζαν την περίφραξη των χωραφιών και απαιτούσαν την εναλλαγή της σοδειάς με διάφορους τρόπους. Η συγκομιδή θεωρούνταν συχνά κοινοτική ιδιοκτησία, και οι χωρικοί μοιράζονταν το δικαίωμα να συλλέγουν τα άχυρα που παρέμεναν μετά τον θερισμό. Τα λιβάδια φυλάσσονταν ως κοινοτικοί βοσκότοποι, όπως και τα δάση για κοινοτική υλοτομία. Τα κοινά αυτά δικαιώματα ήταν απαραίτητα για την καθημερινή επιβίωση των χωρικών“.