Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Εφετείο Τάσου Θεοφίλου: όταν η εισαγγελέας ενοχλείται από την αλήθεια!

Αποτέλεσμα εικόνας για Εφετείο Τάσου Θεοφίλου:Την Τρίτη 10 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε η τρίτη συνεδρίαση του εφετείου για την υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου.
Στη δικάσιμο αυτή εξετάστηκαν –κατά σειρά- οι μάρτυρες Καλακώνας, Πέππα, Παντελαίος, υπάλληλοι της τράπεζας, και Μπαφίτης, φίλος του θανόντος Μίχα.
Κανείς από τους προαναφερθέντες δεν εισέφερε το παραμικρό σε θεμελίωση της ενοχής του Θεοφίλου, αντιθέτως μάλιστα συνέβαλαν στην περαιτέρω αποσάθρωση του κατηγορητηρίου.
Ξεκινώντας, ο προϊστάμενος της τράπεζας Νίκος Καλακώνας περιέγραψε τα περιστατικά που συνέβησαν μέσα στην τράπεζα από την είσοδο των ληστών μέχρι την έξοδο τους. Περιέγραψε τους ληστές, οι οποίοι είχαν πλήρως καλυμμένα χαρακτηριστικά και όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει. Όταν ερωτήθηκε αν μπορεί να αναγνωρίσει τον Τάσο Θεοφίλου, απάντησε πως μόνο στο ύψος (1,80 περίπου) θα μπορούσε να προσιδιάζει στον ληστή με το καουμπόικο καπέλο. Ωστόσο, κατόπιν ερώτησης της υπεράσπισης, παραδέχθηκε πως το εν λόγω ύψος είναι σύνηθες στον αντρικό πληθυσμό. Εν συνεχεία, ανέφερε ότι κατά την έξοδο των ληστών ο ίδιος φώναξε να μην βγει κανείς έξω και ότι ο Παντελαίος κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Ως προς το ζήτημα του καπέλου, κατέθεσε ότι είδε ένα γκρι καπέλο μέσα σε μια σακούλα στην τράπεζα, χωρίς όμως να μπορεί να διακρίνει αν είναι καουμπόικο.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αναφορά του μάρτυρα σε μία στιχομυθία της υπαλλήλου Πέππα με έναν εκ των ληστών, κατά τη διάρκεια της οποίας –σύμφωνα με τον Καλακώνα– ο ληστής δήλωσε πως «δεν παίρνουν λεφτά από πελάτες», το οποίο όπως επεσήμανε και η συνήγορος Άννυ Παπαρρούσου, πρωτοδίκως η Πέππα είχε καταθέσει πως αυτή το είπε στον ληστή. Την τελευταία αυτή φράση η πολιτική αγωγή προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί για να θεμελιώσει ενοχή του Θεοφίλου. Συγκεκριμένα, ρώτησε τον μάρτυρα «πού πήγε το μυαλό του;». Αυτός στην αρχή απάντησε πουθενά και εκ των υστέρων σε «πολιτικοποιημένους». Λόγω έλλειψης στοιχείων, η πολιτική αγωγή επιδίδεται σε μια απέλπιδα προσπάθεια ποινικοποίησης του φρονήματος. Λογική συνέπεια αυτών θα ήταν πως οποιοσδήποτε εντάσσεται στο εν γένει αντικαπιταλιστικό κίνημα θα μπορούσε να εναχθεί ως κατηγορούμενος για τη ληστεία στην Πάρο!
Κατά την εξέτασή του από την υπεράσπιση, δεν αναγνώρισε τον Θεοφίλου ως δράστη.
Όσον αφορά το καπέλο, ανέφερε πως δεν ρωτήθηκαν για αυτό κατά την κατάθεσή του στην τράπεζα, όπως επίσης ότι δεν μπορεί να πει ποιος το έφερε στην τράπεζα, παρά μόνο ότι βρισκόταν σε μία κοινή, διαφανή σακούλα που δεν σφράγιζε κι ως εκ τούτου δεν ήταν ειδική. Πρόκειται για μία ιδιότυπη σύμβαση, όπως εύστοχα παρατήρησε η συνήγορος Άννυ Παπαρρούσου, καθώς –εφόσον αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο κατά του Θεοφίλου– πρέπει να διερευνηθεί η πορεία του καπέλου, η οποία κάθε άλλο παρά σαφής είναι. Παράλληλα, σε σχέση με τον Παντελαίο, επισημάνθηκε το παράδοξο ότι οι κάμερες δείχνουν τον Σάμιο να πηγαίνει στην πόρτα και όχι τον Παντελαίο. Κατόπιν ερώτησης του συνηγόρου υπεράσπισης Κώστα Παπαδάκη, απάντησε πως δεν λήφθηκε DNA και επίσης δεν είδε αν ο δράστης με το καουμπόικο καπέλο φορούσε γάντια. Αφού του επέδειξαν φωτογραφίες, είπε πως «τα χέρια του φαίνεται να είναι γυμνά». Η αυθόρμητη αυτή απάντηση του μάρτυρα εγείρει ερωτήματα γιατί δεν βρέθηκαν αποτυπώματα του Θεοφίλου εντός της τράπεζας, εφόσον ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο, που προσπαθούν να ταυτίσουν με τον Θεοφίλου, έκανε κινήσεις με τα χέρια του. Η απάντηση συνάγεται μάλλον αβίαστα.
Στη συνέχεια, κατέθεσε η Αικατερίνη Πέππα ξεκινώντας και αυτή με περιγραφή των γεγονότων της ληστείας και τους τρεις ληστές, εκ των οποίων αυτή βρισκόταν πιο κοντά σε αυτόν με το καουμπόικο
. Ταυτόχρονα, ως προς τη φωνή και κατά πόσο η φωνή του δράστη ομοιάζει με του Θεοφίλου, απάντησε πως δεν μπορεί να θυμηθεί, σε αντιδιαστολή με την πρωτόδικη κατάθεσή της, που είχε αναφέρει πως «με τίποτα δεν μοιάζει η χροιά του με του κατηγορουμένου»! Ούτε αυτή μπόρεσε να αναγνωρίσει τον Τάσο Θεοφίλου ως έναν εκ των ληστών της Πάρου, λέγοντας μόνο πως μοιάζει ως προς το λευκό δέρμα και ότι δεν είναι σίγουρη για τον κατηγορούμενο. Για το καπέλο, ανέφερε και αυτή πως το έφεραν στην τράπεζα γύρω στις 9:30 μέσα σε μία κοινή διαφανή σακούλα, ότι δεν ρωτήθηκαν για το καπέλο και ότι δεν φέρανε κανένα άλλο πειστήριο. Όταν ρωτήθηκε αν αναγνωρίζει το καπέλο, απάντησε πως «από άλλη γωνία μπορεί να μοιάζει»!
Κατόπιν ξεκαθάρισε πως αυτή άνοιξε την κουβέντα για τα χρήματα του πελάτη λέγοντας «αυτά τα χρήματα δεν είναι της τράπεζας, είναι του πελάτη απέναντι», για να λάβει την απάντηση «τότε δεν τα παίρνω», καταρρίπτοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς τον ήδη σαθρό συλλογισμό της πολιτικής αγωγής. Σαν επιστέγασμα της παταγώδους κατάρρευσης του ισχυρισμού, κατόπιν ερώτησης του Κώστα Παπαδάκη αν έχει οιαδήποτε σχέση με τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, απάντησε πως απλώς είναι άνθρωπος.
Ως προς το ιδιαζούσης σημασίας του αν ο δράστης φορούσε γάντι, η Πέππα δήλωσε πως «ενώ στην αρχή νόμιζα ότι δεν φοράει γάντια, στο βίντεο είδα ότι φορούσε ένα γάντι διάφανο».
Το παράδοξο του γεγονότος αυτού ανέδειξε η πρόεδρος: «το είδατε στο βίντεο που το πήρε από μακριά και δεν το είδατε δίπλα σας;», για να λάβει την απάντηση πως είδαν το βίντεο για να θυμηθούν! Κατά την εξέτασή της, ωστόσο, μίλησε για ένα γάντι «διάφανο, πρασινοκίτρινο», γεγονός που ευλόγως προκαλεί απορίες για τον ρόλο που επιτέλεσε η προβολή του βίντεο. Η συνήγορος Άννυ Παπαρρούσου επεσήμανε πως το φροντιστήριο είχε σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση της αυθεντικής μνήμης, γεγονός που δεν συνάδει με την αντικειμενικότητα του μάρτυρα, ο οποίος πρέπει να καταθέτει χωρίς τεχνική υποβοήθηση. Στο τέλος, ο Σπύρος Φυτράκης έθιξε τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και το πώς αυτή έχει σαν αποτέλεσμα, αντί τη διερεύνηση της αλήθειας ,την προσαρμογή της κατηγορίας στον εκάστοτε κατηγορούμενο.
Επόμενος μάρτυρας που εξετάστηκε ήταν ο υπάλληλος της τράπεζας Θεόδωρος Παντελαίος, δίνοντας κι αυτός την οπτική του ως προς τα γεγονότα που συνέβησαν μέσα στην τράπεζα.
Όπως κατέθεσε, είναι ο μόνος από τους τρεις υπαλλήλους που είχε οπτική και στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν έξω, καθώς τους ακολούθησε ως την πόρτα, την ώρα που έξω «έπεσαν δέκα πυροβολισμοί τουλάχιστον», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ως προς τον δράστη με το καουμπόικο καπέλο, ανέφερε πως τα χέρια του ήταν καθαρά, χωρίς τρίχες, ενώ ανέφερε πως, εξ όσων είδε στο βίντεο, στο δεξί χέρι έφερε γάντι. Ο δράστης με το καουμπόικο καπέλο, κατά τον μάρτυρα, συνεπλάκη με τον Μίχα που τον έπιασε από πίσω από τον λαιμό και έκανε μία κίνηση με το χέρι του. Ωστόσο, όπως δήλωσε και ο ίδιος και η εισαγγελέας, δεν μπορούσε να έχει οπτική στους πυροβολισμούς οπότε δεν είναι σε θέση να γνωρίζει από ποιον πυροβολήθηκε ο Μίχας! Χαρακτηριστικά κατέθεσε: «δεν μπορώ να προσδιορίσω ποιος πυροβολισμός έπεσε από ποιο όπλο». Συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να δει από ποιον ακριβώς πυροβολήθηκε ο θανών Μίχας.
Τον Θεοφίλου ως δράστη ούτε αυτός τον αναγνώρισε, αναφέροντας απλώς την  ομοιότητα ως προς το ύψος, τα χρώματα και την ηλικία.
Ο Σπύρος Φυτράκης πολύ εύστοχα ρώτησε αν μετά την δημοσίευση των στοιχείων του Θεοφίλου μπορεί να επηρεάστηκε από αυτά και ο μάρτυρας απάντησε πως ποτέ δεν ήταν 100% σίγουρος. Ερωτήματα τέθηκαν από την υπεράσπιση και για τον λόγο που, ενώ ο Σάμιος απεικονίζεται στο βίντεο να βρίσκεται στην πόρτα, ο Παντελαίος δεν φαίνεται πουθενά. Για το μείζον ζήτημα του καπέλου, δεν το αναγνώρισε, κατόπιν επίδειξης φωτογραφίας, απαντώντας σχετικά πως ποτέ δεν το είδε μπροστά του, παρά μόνο από απόσταση σε μία σακούλα τύπου σουπερμάρκετ, δεμένη με φιόγκο από πάνω.
Από την κατάθεση του Παντελαίου αναδείχθηκαν άλλα δύο εξόχως σημαντικά ζητήματα. Το ένα αφορά την εμφάνιση του δράστη, το άλλο αφορά το ζήτημα ποιος πυροβόλησε τον Μίχα.
Περί της εμφάνισης, όπως αναφέραμε και πριν, κατέθεσε πως ο δράστης με το καουμπόικο καπέλο δεν είχε τρίχες στα χέρια, ενώ ο Θεοφίλου στη φωτογραφία της σύλληψής του φαίνεται να έχει τρίχες! Παράλληλα, ούτε για το χρώμα ήταν σίγουρος, ούτε για τα γένια που έφερε ο Θεοφίλου κατά την σύλληψή του, ότι μπορούν να αναπτυχθούν μέσα σε οχτώ μέρες, καθώς ο δράστης τη μέρα της ληστείας ήταν ξυρισμένος. Εξ ίσου σοβαρό είναι και το ζήτημα της συμπλοκής. Από μία ιδιότυπη κινησιολογική αναπαράσταση του Παντελαίου φαίνεται πως το χέρι του δράστη εφάπτεται στην δεξιά κοιλία του Μίχα. Εντούτοις, με βάση αυτήν την παράσταση, δεν καθίσταται δυνατό να πυροβολήθηκε ο Μίχας στην αριστερή κοιλία, στον αριστερό ώμο και στα άλλα σημεία, που αναδείχθηκαν ως πύλες εισόδου των σφαιρών με βάση την πραγματογνωμοσύνη! Πολλώ δε μάλλον, καθίσταται πασίδηλο πως δεν μπορεί ο Μίχας να πυροβολήθηκε στα σημεία αυτά από απόσταση δέκα εκατοστών, όπως αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση, κατά τα περιγραφέντα.
Μετά την μαρτυρία των τριών μαρτύρων, υπαλλήλων της Alpha Bank, ξεκίνησε η διαδικασία του σχολιασμού της κατάθεσης του Παντελαίου. Η πολιτική αγωγή, θεωρώντας δεδομένα πράγματα που δεν λέχθηκαν, ανέφερε πως δεν έχει τόσο σημασία που δεν έβλεπε ο Παντελαίος, καθώς αφού οι άλλοι δύο προπορεύονταν τουλάχιστον 10 μέτρα, όπως επανειλημμένα τόνισαν, αναγκαστικά θα μπορούσε να τον πυροβολήσει μόνον αυτός που συνεπλέκετο μαζί του. Επίσης, ανέφεραν πως το βίντεο η πολιτική αγωγή το εισέφερε στο δικαστήριο, πράγμα που όπως τόνισαν οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρωτοδίκως, πρώτη φορά σε βίντεο αναφέρθηκε η Πέππα και εκ των υστέρων αναγκάστηκε η τράπεζα να το φέρει για προβολή.
Στο δικό του σχολιασμό, ο Κώστας Παπαδάκης ανέφερε πως κατ’ αρχήν η κατάθεση του Παντελαίου δεν ενδυναμώνει τον ισχυρισμό ότι ο Θεοφίλου είναι ένοχος, αντιθέτως εγείρει αμφιβολίες, καθώς ο μάρτυρας δεν αναγνώρισε τον κατηγορούμενο και υφίστανται διαφορές ανάμεσα στις εξετασθείσες φωτογραφίες (γένια, χρώμα, τρίχες). Ανέδειξε επίσης την αυτονόητη αντίφαση των λεγομένων των μαρτύρων, ότι ο Παντελαίος κατευθύνθηκε στην πόρτα, και του βίντεο, που καταγράφει μόνο τον πελάτη Σάμιο να βρίσκεται εκεί. Ακόμα κι αν αρθεί αυτή η αντινομία, ο Παντελαίος δεν είχε οπτική για να δει ποιος πυροβόλησε τον Μίχα, ιδίως αφού με την κίνηση που περιέγραψε ο δράστης με το καουμπόικο καπέλο δεν θα μπορούσε να έχει πλήξει τον Μίχα στα σημεία που εντοπίστηκαν τα τραύματα. Για άλλη μία φορά επισημάνθηκε η έλλειψη αξιοπιστίας ως πειστηρίου του καπέλου, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φάντασμα».
Η Άννυ Παπαρρούσου εστίασε στη ζημιά που έκανε η Alpha Bank στην ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας, με το φροντιστήριο που έκανε στους μάρτυρες και την παντελώς αντιεπιστημονική μέθοδο που ακολουθήθηκε.
Ως απόρροια τούτου, δημιουργήθηκε μία εικονική πραγματικότητα που συμπλέκεται με την πραγματική περί των γεγονότων παράσταση των μαρτύρων, γεγονός που αλλοιώνει την αυθεντική μνήμη και καταλήγει σε αυτοαναιρούμενες πληροφορίες. Ο Σπύρος Φυτράκης έθιξε το ζήτημα του ανώνυμου τηλεφωνήματος και το πώς αυτό ενδεχομένως διαμόρφωσε την όλη κατάσταση εκ των υστέρων. Ουδείς ασχολήθηκε με το ουσιώδες ζήτημα του ποιος έδωσε την πληροφορία ότι ο Θεοφίλου είναι ένοχος και δημιουργήθηκε όλη αυτή η σεναριολογία, που λαμβάνει εξ αρχής ως δεδομένο το αιτούμενο. Δηλαδή, θεωρεί –ελέω τηλεφωνήματος- ένοχο τον Θεοφίλου, για να διερευνήσει και να καταλήξει πάλι στο ίδιο συμπέρασμα. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο συνήγορος, αυτή είναι μία μέθοδος που δεν εξυπηρετεί και παρεμποδίζει τη σε βάθος διερεύνηση.
Έπειτα κατέθεσε ο Αντώνιος Μπαφίτης, ταξιτζής από την Πάρο και φίλος του θανόντος Μίχα.
Ο εν λόγω μάρτυρας εισέφερε μία διαφορετική εκδοχή για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα έξω από την τράπεζα. Κατά τη μαρτυρία του, ο Μίχας έπιασε αρχικά αυτόν με το καουμπόικο καπέλο και συνεπλάκη μαζί του, ενώ οι άλλοι δύο προπορεύονταν για δύο μέτρα περίπου και επέστρεψαν για να απεμπλέξουν τον τρίτο. Αφού ελευθερώθηκε ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο, πυροβόλησε για εκφοβισμό, χωρίς ανθρωποκτόνο δόλο δηλαδή, στον αέρα και προς τα ταξί, ενώ ο Μίχας συνεπλέκετο με τους άλλους δύο. Σε εκείνο το σημείο ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί, χωρίς ο μάρτυρας να μπορεί να διακρίνει ποιος από τους άλλους δύο πυροβόλησε, ο Μίχας έπεσε νεκρός και οι τρεις διέφυγαν.
Για να καταστεί παντελώς σαφές, ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο, τον οποίο τα μυθεύματα της Αντιτρομοκρατικής παρουσιάζουν ως τον Θεοφίλου, δεν είναι δυνατό να έχει πυροβολήσει τον Μίχα, καθώς βρισκόταν σε απόσταση δύο τουλάχιστον μέτρων. Επίσης, κατέθεσε πως κάτω, μετά την συμπλοκή, βρέθηκε ένα κινητό τηλέφωνο και ένα καπέλο γκρι καουμπόικο, το οποίο το έπιασε κάποιος από τους παρευρισκόμενους. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: όπως δήλωσε ο Χαρδαλιάς στην προηγούμενη συνεδρίαση, στο καπέλο βρέθηκε μόνο το γενετικό υλικό του Θεοφίλου. Εφόσον αληθεύει αυτό που κατέθεσε ο μάρτυρας (που ουδέν λόγο να αμφισβητούμε την αλήθεια των λεγομένων του έχουμε) γιατί δεν βρέθηκε άλλο γενετικό υλικό πάνω στο καπέλο;
Η εισαγγελέας έκανε μετά ερωτήσεις στον μάρτυρα, για να καταστήσει απολύτως σαφή τα  λεγόμενά του. Παράλληλα, ζητούσε από τον μάρτυρα να αξιολογήσει τη συμπεριφορά των δραστών, λόγου χάριν ρωτώντας «γιατί οι άλλοι δύο δεν διέφυγαν;» και ούτω καθεξής. Μάλλον, οι απαντήσεις που έλαβε την ενόχλησαν, καθώς άρχισε να εξανίσταται κατά του μάρτυρα ότι δεν είναι σαφής. Ο Σπύρος Φυτράκης παρενέβη λέγοντας πως «μια χαρά τα λέει, απλά δεν μας αρέσουν»! Η πολιτική αγωγή κατέβαλε προσπάθειες να μειώσει την αξιοπιστία του μάρτυρα, θέτοντας μεταξύ άλλων παραπειστικές ερωτήσεις, σε ευθεία παράβαση του άρθρου 223 παράγραφος 5 του ΚΠΔ. Κατά την εξέταση του μάρτυρα από την υπεράσπιση, τέθηκε και το ερώτημα αν το καπέλο που είδε ο μάρτυρας είναι το ίδιο με το «πειστήριο», όπως απεικονίζεται στις φωτογραφίες.
Η απάντησή του ήταν ρητή: «δεν είναι, δεν είδα αυτό το πράγμα κάτω».
Η πολιτική αγωγή πήρε το λόγο για να σχολιάσει την κατάθεση του μάρτυρα, διαβάζοντας μία περικοπή της προανακριτικής κατάθεσης που κατά την άποψή τους βρίσκεται σε αντίφαση με την κατάθεση του μάρτυρα στη δευτεροβάθμια δίκη. Ο Κώστας Παπαδάκης έθεσε ζήτημα διαδικασίας, καθώς σύμφωνα με το 357 παράγραφος 4 ΚΠΔ η ανάγνωση περικοπών από προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα επιτρέπεται μόνο κατά την κατάθεση και όχι κατά τον σχολιασμό. Η συνήγορος Άννυ Παπαρρούσου αντέκρουσε την κίνηση της πολιτικής αγωγής, υπενθυμίζοντας δύο θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης, την αρχή της άμεσης προσωπικής επαφής του δικαστή και την αρχή του εγγύτερου αποδεικτικού μέσου, κατά την οποία τα άμεσα αποδεικτικά μέσα προηγούνται του απώτερου, και επεσήμανε πως «με χαρτάκια δεν βγάζουμε άκρη».
Κατόπιν, η εισαγγελέας ζήτησε να κάνει ερωτήσεις στον μάρτυρα, φωνάζοντας ότι «θέλω να ρωτήσω πριν φύγει και δεν ξανάρθει», ρωτώντας έπειτα ποια κατάθεσή του ισχύει, καθώς η μία αναίρει την άλλη κατά την άποψή της. Ο Σπύρος Φυτράκης επεσήμανε πως εντοπίζεται το προφανές να ασκείται κριτική στην κατάθεση του μάρτυρα και κατ’ αυτόν ουδεμία αντίφαση υπάρχει. Μάλιστα, χαρακτήρισε ρεαλιστική την κατάθεση, καθώς αποδίδει την αντικειμενική πραγματικότητα και περνάει στην περιγραφή των γεγονότων. Συν τοις άλλοις, τόνισε πως δεν υπάρχει καμία αντίφαση, απλώς δεν άρεσαν τα λεγόμενά του.
Ο Κώστας Παπαδάκης ανέπτυξε τη θέση πως ο μάρτυρας είναι καθ’ όλα αξιόπιστος, τόσο υποκειμενικά, καθώς όντας φίλος του θανόντος δεν έχει κανένα λόγο να συσκοτίσει την υπόθεση, όσο και αντικειμενικ,ά καθώς από κανέναν εργοδότη (βλ. τράπεζα) και καμία Αντιτρομοκρατική εξαρτάται. Τόνισε επίσης ότι ο μάρτυρας απάντησε αυθόρμητα, ενώ ουδεμία αντίφαση εντοπίζεται, καθώς και προανακριτικά ο Μπαφίτης ουδέποτε είπε ότι πυροβόλησε τον Μίχα αυτός με το καουμπόικο καπέλο, όπως του καταλογίζει η πολιτική αγωγή.
Εύστοχα παρατήρησε ο Κώστας Παπαδάκης πως «η κυρία εισαγγελέας έχει έρθει δύο μέτρα πιο κοντά στην πολιτική αγωγή». Πράγματι, η εισαγγελέας επέδειξε έναν ανεξήγητο εκνευρισμό, που δεν συνάδει με τη θέση της. Στην ποινική δίκη, ο εισαγγελέας οφείλει να μην λειτουργεί μονομερώς προς υποστήριξη της κατηγορίας, καθώς δεν είναι αντίδικος και σκοπός του είναι να είναι αρωγός στην διαλεύκανση της αλήθειας.