Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Editorial #1: μετα-αλήθεια – η πρωταπριλιά του νεοφιλελευθερισμού

truth

 

Μετα-αλήθεια – η πρωταπριλιά του Νεοφιλελευθερισμού

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, οδήγησαν μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωση να ανακαλύψουν (ή να εφεύρουν…) την έννοια της μετα-αλήθειας (post-truth).
Η άνοδος της λαϊκιστικής ακροδεξιάς σε όλο τον “δυτικό” κόσμο φαίνεται να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των δημοσιογράφων: η post-truth κοινωνία δοκιμάζεται από την ταχύτητα της πληροφορίας, τον άπειρο όγκο της και την αδυνατότητα ανακάλυψης μιας αντικειμενικής Αλήθειας. Οι κατηγορίες του Λόγου φαίνεται πως πνέουν τα λοίσθια μπροστά στην αυξανόμενη σύνδεση του κόσμου με τον …εαυτό του και την παραγωγή Θεάματος. Είναι έτσι; Πράγματι, μια σειρά δημοσιευμάτων, ρεπορτάζ, και άρθρων γνώμης τόσο στα εγχώρια όσο και στα διεθνή μίντια αλλά και σε αναγνωρισμένα λεξικά, όπως το παγκοσμίου φήμης Oxford, ανακηρύσσουν την έννοια της «μετα-αλήθειας» ως τη λέξη της χρονιάς. Η μετα-αλήθεια ορίζεται ως «οι συνθήκες υπό τις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμη από τις επικλήσεις προς το θυμικό και προς τις προσωπικές απόψεις», σύμφωνα με το βρετανικό λεξικό. Η έννοια της μετα-αλήθειας σηματοδοτεί το πέρασμα από τη νεωτερική παραγωγή ειδήσεων μέσω ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης και διαπιστευμένων δημοσιογράφων στη μετα-νεωτερική και αποκεντρωμένη ενημέρωση μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το πέρασμα αυτό συνοδεύτηκε και από μια βαθιά κριτική και καχυποψία προς τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης η οποία οδήγησε και στην απαξίωση τους. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με το αμερικάνικο ερευνητικό κέντρο γα τα μίντια και την δημοσιογραφία PEW, το έτος 2015 ο τομέας της έντυπης δημοσιογραφίας γνώρισε την απόλυτη καταστροφή ενώ και η ηλεκτρονική δημοσιογραφία δεν σημείωσε σημαντική οικονομική πρόοδο, χάνοντας μάλιστα 8% της διαφημιστικής πίτας μόνο στην Αμερική. Ταυτόχρονα, ο διαδικτυακός διαφημιστικός τζίρος διογκώθηκε κατά 20% το 2015, σύμφωνα πάντα με την ίδια έρευνα. Το 65% της διαφημιστικής πίτας το καρπώθηκαν εταιρίες διαδυκτιακής τεχνολογίας, όπως οι Facebook, Google, Yahoo και Twitter, που δεν είναι όμως δημοσιογραφικοί οργανισμοί αλλά συμμετέχουν στη βιομηχανία ενημέρωσης.
Η ραγδαία αύξηση της δημοφιλίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μοιραία τα κατέστησε τους κυρίαρχους παίκτες στα πεδία ενημέρωσης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (δες ενδεικτικά τα εκατοντάδες δημοσιογραφικά και ακαδημαϊκά άρθρα για το ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην εκλογή Ομπάμα αλλά και τις πρόσφατες δηλώσεις/«καταγγελίες» εγχώριων πολιτικών, τύπου Θεοδωράκη, για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ με την βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης). Και ενώ η σύγκλιση των σόσιαλ με την ενημέρωση πολύ γρήγορα δημιούργησε προσδοκίες για τη γέννηση μιας δημοσιογραφίας από τα κάτω για τους/τις από τα κάτω (δες σχετικό άρθρο στο provo), όταν η αδηφάγα καπιταλιστική μηχανή ή οι «νεοφιλελεύθεροι μηχανισμοί σχεδιασμού της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την ίδια την πραγματικότητα (δηλ. τα γεγονότα, δηλ. τα ρεαλιστικά δεδομένα), «αποφασίζουν» να την καταργήσουν» μέσω της χειραγώγησης, ή όπως θα έλεγαν οι Καταστασιακοί της επαναφομοίωσης ή ιδιοποίησης (récupération), των μέσων που τα αναπαράγουν. Κάπου σε αυτό το σημείο εισερχόμαστε στο twilight zone της μετα-αλήθειας.
Τί ακριβώς συμβαίνει; Ανακάλυψαν οι κυρίαρχοι έναν καινούργιο τρόπο να επανανοηματοδοτήσουν μια παλιά τακτική (να τελειώνουν με την Ιστορία; δες Φουκουγιάμα Φράνσις), ξεκίνησαν αυτοκριτική ή πριμοδοτούν άλλο ένα τρικ μάρκετινγκ; Πόσο καινούργια είναι τελικά αυτή η έννοια και πόσο διαφέρει από τις παραδοσιακές «ευκαιριακές εκδηλώσεις του πνεύματος του νεοφιλελευθερισμού» χειραγώγησης του πλήθους που καθιστούν χιλιάδες υποστηρικτές του έρμαια κενών επιστημολογικών υποκαμίσων και καταδικάζουν εκατομμύρια ανθρώπων στην εξαθλίωση; Μια κατηγορία πίσω λοιπόν, βρίσκεται η παλιά γνώριμη έννοια της προπαγάνδας. Ο σκοπός της κυρίαρχης προπαγάνδας είναι, κάθε φορά, ας πούμε, ίδιος: η συγκάλυψη της αλήθειας, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, η επίθεση στο εκάστοτε ριζοσπαστικό υποκείμενο και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Ωστόσο, η μορφή της είναι ιστορική και αναφέρεται στις εκάστοτε μορφές της ανθρώπινης επικοινωνίας και λογικής. Δηλαδή, η σύγχρονη προπαγάνδα διαφέρει στη μορφή αλλά και στο περιεχόμενο από την, ας πούμε, προπαγάνδα των καπιταλιστών ενάντια στο κλασσικό εργατικό κίνημα. Τόσο η ανθρώπινη επικοινωνία όσο και η υποκειμενικότητα είναι ριζικά διαφορετικές από εκείνης της περιόδου. Αυτό σημαίνει ότι οι έννοιες θα πρέπει να εξετάζονται στο ιστορικό τους πλαίσιο, εφόσον καταλήγουν να γίνονται αποδεκτές ως κατηγορίες αυτού του κόσμου.
Η έννοια της μετα-αλήθειας, αν υποθέσουμε προς στιγμήν πως υπάρχει μια τέτοια που αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα (αν δηλαδή είναι …αληθινή), δεν έπεσε από τον ουρανό. Πώς ακριβώς να ορίσουμε δηλαδή την στιγμή που ο υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ Κόλιν Πάουλ δήλωνε ευθαρσώς στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ ότι οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες διέθεταν ακλόνητα πειστήρια για την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής από την κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσείν τον Φεβρουάριο του 2003 , κάτι το οποίο αυτομάτως νομιμοποιούσε την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ; Τι είδους παράμετρος της αλήθειας αποτελεί η δήθεν επίθεση που υπέστη στις αρχές του Αυγούστου του 1964 το αμερικανικό αντιτορπιλικό Μάντοξ στον κόλπο του Τονκίν, από τορπιλάκατους του ναυτικού του Βόρειου Βιετνάμ, γεγονός που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ; Ήδη από το 1988, οι Χέρμαν και Τσόμσκι στο «Manufacturing Consent: The Political Economy of the Mass Media» εξηγούν το μηχανισμό μέσα από τον οποίο τα δυτικά ΜΜΕ εκφράζουν και εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εκάστοτε κυρίαρχης οικονομικής και πολιτικής ελίτ, οι οποίες αποτελούν και βασικοί χρηματοδότες των μέσων αυτών. Η δεξιά πνευματική βιομηχανία δεν επινόησε τόσα χρόνια κάποιο πιασιάρικο ερμηνευτικό σχήμα για να νοηματοδοτήσει την κραυγαλέα κατασκευή ειδήσεων και δεδομένων.
Η μετα-αλήθεια είναι προϊόν της κοινωνικής εξέλιξης και εμπεριέχει μια σειρά από καθορισμούς πριν αναδυθεί. Για παράδειγμα, προκειμένου η μετα-αλήθεια ως ανθρώπινη λογική να κυριαρχήσει οφείλει κάποιος να περάσει από το στάδιο όπου ‘’όλα είναι γνώμες’’, στο οποίο ο καθένας έχει την δική του και αποτελεί την προσωπική του …αλήθεια- ενώ ταυτόχρονα και κατά κύριο λόγο αυτή η προσωπική του αλήθεια είναι μια εκδοχή της κυρίαρχης προπαγάνδας. Κάτι εντελώς συνηθισμένο, σωστά; Ακόμα, το στάδιο αυτό, που περιγράφει την επικράτηση του υποκειμενικού λόγου, της υποκειμενικής λογικής, προϋποθέτει ιστορικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Επιγραμματικά θα αναφέρουμε την επικράτηση της βιομηχανίας στον 20ο αιώνα, την κυριαρχία του θετικιστικού τεχνοκρατικού πνεύματος υπό την έννοια ‘’Επιστήμη” σε όλα τα πεδία του ανθρώπινου και την ανάδυση της σύγχρονης ‘’επιστήμης της επικοινωνίας’’, μέσα από την επικράτηση της μαζικής κουλτούρας. Η ‘’κοινωνία της πληροφορίας’’ αποτελεί ένα σημείο ύστερο των παραπάνω, ίσως το σημείο καμπής να είναι τα χρόνια εκείνα που ο Ντεμπόρ έγραψε την ‘’Κοινωνία του Θεάματος’’. Μια δεκαετία αργότερα εφευρέθηκε το Ιnternet.
Την περίοδο του κλασσικού εργατικού κινήματος υπήρχε η Αλήθεια του Σοσιαλισμού που κάποιος μπορούσε να προτάξει απέναντι στην Αλήθεια του Καπιταλισμού. Με την επικράτηση της κοινωνικής ισορροπίας του νεοφιλελευθερισμού, οι κοινωνικές τάξεις απώλεσαν την πολιτική τους αναπαράσταση και τα διανοητικά εργαλεία της αντικειμενικής Αλήθειας. Καθότι, η αλήθεια είναι ένα κοινωνικό ζήτημα και δεν έχει σχέση με τεχνοκρατικές επιβεβαιώσεις και υπολογισμούς. Την επικράτηση της αλήθειας ως πραγματισμός (: αληθές ειναι ό,τι φέρνει πρακτικά, μετρήσιμα αποτελέσματα) το κατάφερε ο νεοφιλελευθερισμός αποδιαρθρώνοντας τη συλλογικότητα, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, η οποία αποτελούσε το αντίπαλο δέος στους ισχυρισμούς του Κεφαλαίου.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον ορισμό της η μετα-αλήθεια θυμίζει δυο πράγματα: από την μια την ‘’αισθητικοποίηση της πολιτικής’’, οντολογικό χαρακτηριστικό του κλασσικού φασισμού, αλλά και του λαϊκισμού, και από την άλλη τη θρησκευτική πίστη. Η δημιουργία πίστης/πεποίθησης μέσω αισθητικών εικόνων αποτελεί ένα τελετουργικό που ενσωματώνει στοιχεία τόσο του μύθου όσο και της αισθητικοποίησης της πολιτικής, χωρίς τα ιερά τελετουργικά της θρησκείας ή τη σχέση μάζας-ηγέτη του φασισμού. Όλα εικονοποιούνται. Ο σύγχρονος μύθος της μετα-αλήθειας δεν εξηγεί τον κόσμο ρομαντικά, δεν μορφοποιεί την ανθρώπινη κραυγή μπροστά στο άγνωστο αλλά, θεωρεί την εικόνα της ως τον κόσμο τον ίδιο, ενώ η εικόνα αυτή είναι η άπειρη παραγωγή και κυκλοφορία της πληροφορίας και όχι ένα σταθερό σύστημα αξιών και αφηγήσεων. Από την άλλη, η σύγχρονη αισθητικοποίηση της πολιτικής δεν αποτελεί το αισθητικό αποτέλεσμα των κοινωνικών τελετουργικών των μαζών που ο καθ’εικόνα και ομοίωση ηγέτης τους χρησιμοποιεί προκειμένου να τις χειραγωγήσει (κάτι που ο έκανε ο Τράμπ) αλλά, τη βασική μορφή της σύγχρονης ανθρώπινης επικοινωνίας ως market-ing. Έτσι, η μετα-αλήθεια, αν είναι να δεχτούμε τον όρο, οφείλουμε από την μια να την θέσουμε στην ιστορικότητα της και από τη άλλη να δείξουμε αυτή την ιστορικότητα στην ενσωμάτωση προηγούμενων μορφών ανθρώπινης επικοινωνίας.
Στο οντολογικό πεδίο, διακριτή είναι η σύνδεση του «καινούργιου» φαινομένου της μετα-αλήθειας αφενός με τη νίκη του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και, κυρίως, μετά τη νίκη του Τράμπ στις ΗΠΑ. Κατά την διάρκεια των προεκλογικών καμπανιών και στις δύο περιπτώσεις έγιναν σοβαρές καταγγελίες ότι λέχθηκαν πολλά ψέματα, διαδόθηκαν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σκοπίμως ψευδείς ειδήσεις και κατασκευάστηκαν ως πραγματικά γεγονότα αναληθείς φήμες και δεδομένα που βοήθησαν στην επικράτηση συντηρητικών πολιτικών, ρατσιστικών αντιλήψεων, και της ξενοφοβίας. Με αφετηρία τα δύο αυτά πολιτικά γεγονότα, σύμφωνα με το Oxford Dictionary, η έννοια της μετα-αλήθειας έγινε το 2016 «ένας πυλώνας του πολιτικού σχολιασμού» και η χρήση της αυξήθηκε κατά 2.000% σε σχέση με την περασμένη χρονιά. Η επικράτηση της έννοιας αυτής ουσιαστικά δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να κανονικοποιεί την προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή τον κανόνα της χειραγώγησης και της καταπάτησης οποιασδήποτε μορφής δημοσιογραφικής, πολιτικής ή ιστορικής εγκυρότητας.
Το κείμενο αυτό καταπιάνεται με την ελληνική περίπτωση και θα εστιάσει επιλεκτικά σε συγκεκριμένες περιόδους που τις θεωρούμε κρίσιμες για τη συγκρότηση της ελληνικής μετα-αλήθειας.
 Από το κρυφό σχολειό στον καιρό των μνημονίων
Αυθόρμητα μας έρχονται στο μυαλό μερικές αρμόζουσες ατάκες για το ρόλο της εγχώριας μιντιακής νομενκλατούρας: «όταν οι κουτόφραγκοι έτρωγαν βελανίδια, εμείς στην Ελλάδα ταΐζαμε μετα-αλήθεια» ή «στην Ελλάδα παράγαμε μετα-αλήθεια before it was cool». Η συλλογικότητα Μπάσταρδες με Μνήμη στο έντυπο που εξέδωσαν το φθινόπωρο του 2011 με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, αναδεικνύουν τους διαχρονικούς μηχανισμούς μετα-αλήθειας του ελληνικού κράτους για την συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας/συνείδησης οι οποίοι συνεπικουρούν στον μετασχηματισμό υπαίθρου και μητροπόλεων σε εθνικά ομογενοποιημένα ελληνικά αρρενωπά καπιταλιστικά τοπία. Κομβικό σημείο στην παραγωγή της ελληνικής κρατικής εθνικής μετα-αλήθειας είναι αρχικά η καταστροφή της μπάσταρδης μνήμης. Στην Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, οι υλικές καταστροφές (γκρέμισμα μιναρέδων και τεμενών το το 1912, η καταστροφική πυρκαγιά στην εβραϊκή συνοικία το 1917, η αντιπαροχή ως απάντηση στα κομμουνιστικά οράματα μετά τον εμφύλιο που θα μετατρέψει τους Θεσσαλονικείς σε μικροϊδιοκτήτες και θα τους προσδέσει στο άρμα του καπιταλισμού) σβήνουν τα υλικά αποτυπώματα μιας πολυπολιτισμικής και πολυεθνικής κοινωνίας και αφήνουν πεδίο λαμπρό σε μια μετα-αληθινή εθνική ιστοριογραφία. Ο εθνικός ιστορικός Παπαρρηγόπουλος και θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα, και ο μεταγενέστερος Καργάκος, συνιδρυτής τος Δικτύου 21, πρωτοστατούν στην εθνική προπαγάνδα για το πώς δημιουργήθηκε το έθνος-κράτος, «διανθισμένη με μύθους, ήρωες και σπουδαίους πολιτικούς» (Μπάσταρδες με Μνήμη 2012, σελ. 21). Το κυρίαρχο σχήμα του σύγχρονου εθνικού Μύθου, ξεκινούσε από την «εθνική παλιγγενεσία» (1821) και τελείωνε με τον εμφύλιο και το έπος της αντίστασης κατά των «εαμοβούλγαρων».
Ενδεικτικό παράδειγμα της μετα-αληθινής ιστοριογραφίας είναι ο μύθος του κρυφού σχολειού. Δεν υπάρχει ιστοριογράφος, περιηγητής, Έλληνας ή Ευρωπαίος, που να κατέγραψε από πρώτο χέρι μαρτυρία για την ύπαρξη τέτοιων σχολείων. Υπάρχουν κάποιες αμφισβητούμενες μαρτυρίες μετεπαναστατικά, όπως του εθνικιστή Δραγούμη. Διαβάζουμε στο άρθρο του Πέτρου Τσάγκαρη «Η εκκλησία και το κρυφό σχολειό» :
«Όμως ακόμη κι αν υπήρξαν τέτοια «σχολεία», στους νάρθηκες των εκκλησιών, δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι κρυφά: Η οθωμανική εξουσία αγνοούσε παντελώς την πολιτική σημασία της γλώσσας και πολύ περισσότερο τη σημασία της εθνογένεσης. Δεν αισθανόταν καμία απειλή από τα «γράμματα» και γι’ αυτό δεν είχε κανένα λόγο να τα απαγορεύσει –είναι χαρακτηριστικό όλες οι γλώσσες της αυτοκρατορίας μιλούνταν και γράφονταν ελεύθερα. Η γελοιότητα της θεωρίας περί ύπαρξης κρυφών σχολείων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που –υποτίθεται ότι–  τα παιδάκια έτρεχαν σε σκοτεινά υπόγεια για να μάθουν υπό το φως του λυχναριού, οι σουλτάνοι επέτρεπαν τη λειτουργία –στο φως της ημέρας, στις μεγαλύτερες πόλεις της αυτοκρατορίας αλλά και στο εσωτερικό ξακουστών μονών– των διάσημων Σχολών, από τις οποίες βέβαια ήταν πολύ πιο πιθανό να αποφοιτήσουν οι μελλοντικοί διανοούμενοι που θα έμπαιναν επικεφαλής μιας ενδεχόμενης εξέγερσης».
kryfo-sxoleio2
Ο μύθος του κρυφού σχολειού βοήθησε πολύ την προσέγγιση κράτους και εκκλησίας. Οι σχέσεις ελληνικού κράτους και εκκλησίας ήταν για πολλές δεκαετίες εχθρικές. «Ωστόσο στα τέλη του 19ου αιώνα η ελληνική άρχουσα τάξη και το κράτος της είχαν δυναμώσει εντυπωσιακά και ξεκινούσαν τις μεγάλες κατακτητικές τους προσπάθειες προς τα Βαλκάνια (και αργότερα προς τα βάθη της Ανατολής). Είχαν ανάγκη να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι και προστάτες όλων των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών που βρίσκονταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Αν η θρησκεία αποτελούσε όπλο για αυτές τις εκστρατείες, γινόταν απαραίτητη η επαναπροσέγγιση και η συμμαχία με την εκκλησία». Αυτό αυτομάτως σήμαινε ότι έπρεπε να αποκρυφτεί ο αντιδραστικός ρόλος που έπαιξε συνολικά η εκκλησία στην επανάσταση του 1821 και η μετέπειτα διένεξη με το κράτος. Και ο μύθος του «κρυφού σχολειού» βόλευε εξαιρετικά αυτή την ιστορική αναθεώρηση (Τσάγκαρης 2015).
Ακόμη ένα παράδειγμα μετα-αλήθειας που συγκροτεί την εθνική αφήγηση και ενισχύει την ελληνική ταυτότητα είναι η ιστορική καταγραφή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, η οποία καθόρισε τη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας για αρκετές δεκαετίες. Ως γνωστόν, την ιστορία γράφουν οι νικητές και όχι «συμμορίτες» και «κατσαπλιάδες». Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, η επιβολή της ιστορικής αφήγησης των νικητών συνδυάστηκε με την απαξίωση των ηττημένων, την αποκατάσταση φασιστών και συνεργατών των Ναζί, εξομοίωση ναζισμού και κομμουνισμού, και την μετατροπή των θυτών σε θύματα. Η επίσημη ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου θυμίζει την επιβολή της καθαρεύουσας. Για πολλά χρόνια, η αποσιώπηση μιας διαφορετικής ιστοριογραφικής προσέγγισης δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ της επίσημης εκδοχής της ιστορίας του ελληνικού έθνους και της ευρέως διαδεδομένης.
Κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα προς τα εμπρός, ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα παραγωγής μετα-αλήθειας στην ελληνική περίπτωση είναι η κάλυψη του πολέμου στην Γιουγκοσλαβία από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Αφού κατασκεύασαν μια δήθεν προαιώνια ελληνοσερβική φιλία, εξυπηρετώντας τον εγχώριο και τον σέρβικο εθνικισμό, έγραψαν μία από τις πιο μαύρες και χυδαίες σελίδες της ελληνικής δημοσιογραφίας. Διαβάζουμε από την εξαιρετική εργασία στο ερευνητικό πολιτικο-ιστορικό ιστολόγιο XYZ Contagion:
«Το γεγονός πως ακόμη και σήμερα, 20-25 χρόνια μετά, ο μέσος Ελληνας ακόμα πιστεύει ότι η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε από τους δυτικούς, ότι οι κακοί Κροάτες Ουστάσι και οι διαβολικοί Βόσνιοι τζιχαντιστές μαζί με τη Γερμανία, το Βατικανό, τις ΗΠΑ με την Αλ-Κάιντα και την Σαουδική Αραβία, και τον ‘Σιωνισμό’ (αργότερα προστέθηκαν και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί τρομοκράτες) επιτέθηκαν στους καλούς ορθόδοξους και αμυνόμενους Σέρβους, ότι ο Μιλόσεβιτς ήταν σοσιαλιστής και αντιιμπεριαλιστής που μαχόταν για να μην διαλυθεί η χώρα του και ότι στη Σρεμπρένιτσα δεν έγινε καμία ανθρωποσφαγή αμάχων, όλα αυτά -και πολλά ακόμη-, οφείλονται στην στάση που κράτησαν σχεδόν σύσσωμα τα ελληνικά ΜΜΕ. Παροιμιώδης παραμένει η απαξίωση στα μάτια των ξένων συναδέλφων τους των Ελλήνων ανταποκριτών στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ομολογούσαν ανοιχτά ότι μετέδιδαν μόνον ειδήσεις φιλτραρισμένες από την σερβική προπαγάνδα, και πέραν τούτου ουδέν. Ελάχιστοι και μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν όσοι προσπαθούσαν να δώσουν μια αντικειμενική εικόνα των γεγονότων και όσοι δεν έψελναν εθνικιστικά τσέτνικ τραγούδια. Ποιος θυμάται τα παιχνίδια των ΜΜΕ τότε;».
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία εκτυλίσσεται το ελληνομακεδονικό δράμα για την ονομασία του κράτους (της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας) της Μακεδονίας. Το ελληνικό κράτος στις αρχές του 1990 με την βοήθεια της προπαγάνδας των μίντια κατασκευάζει μύθους και αναγάγει σε εθνική κρίση την ονομασία ενός μικρού κράτους στα βόρεια της ελληνικής επικράτειας εν μέσω νεοφιλελεύθερης επέλασης και βίαιου μετασχηματισμού του ελληνικού καπιταλισμού. Το ελληνικό κράτος το 1991-92 παράγει μετα-αλήθεια προκειμένου να συσπειρώσει μια κοινωνία που βράζει. Οι μύθοι αυτοί όμως είναι σφυρηλατημένοι με μεθόδους «Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης» και στηρίζονται σε «ανιστόρητα στερεότυπα» κι «ένα μείγμα από παραχαραγμένα ιστορικά στοιχεία και μισές αλήθειες, «με αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα οποιασδήποτε πραγματιστικής πολιτικής ή ακόμα και τη διεθνή γελοιοποίηση» (ΙΟΣ 2005, Οι δέκα μύθοι του «Σκοπιανού» – πως κατασκευάστηκε η κοινή γνώμη).
Η ελληνική παραγωγή μετα-αλήθειας έφτασε στο αποκορύφωμα της αλαζονείας της όταν το «έγκριτο» Κυριακάτικο ΒΗΜΑ (πρώτο σε πωλήσεις Κυριακάτικων εφημερίδων μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Το Βήμα πουλούσε κατά μέσο όρο 84.035 φύλλα, χάνοντας 57.461, που συνιστούν το 41% της κυκλοφοριακής του δύναμης, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2013 τον Οκτώβριο του 2014) κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ από την συνάντηση Καραμανλή-Ερντογάν στις 21 Ιουνίου 2009. Στην πραγματικότητα όμως, η συνάντηση αυτή δεν έγινε ποτέ. Την επόμενη μέρα το Βήμα εξέδωσε απολογητική επιστολή σημειώνοντας εκτός των άλλων:
«Λόγω του μεγάλου αριθμού φύλλων κυκλοφορίας, αρχίζουν να εκτυπώνονται από το πρωί του Σαββάτου. Ετσι, πολλές φορές αναφέρονται σε συναντήσεις και άλλες δραστηριότητες ως εάν επρόκειτο για γεγονότα. Τέτοια περιστατικά έχουν συμβεί πολλές φορές και δυστυχώς τα παθήματα δεν έχουν γίνει μαθήματα. Η γκάφα του «Βήματος» ήταν μεγαλύτερη καθώς δημοσιεύθηκε και «ρεπορτάζ» για το τι (θα) έλεγαν μεταξύ τους οι δύο πρωθυπουργοί. Δεν είναι παράδοξο να γράφεται προκαταβολικώς ένα κείμενο για τη συνάντηση ηγετών κρατών, καθώς οι ανεπίσημες αλλά έγκυρες πηγές (δηλ. άτομα του επιτελείου των ηγετών) αφήνουν να διαρρέουν προς τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους πληροφορίες για τη συνάντηση και τις εκατέρωθεν θέσεις. Συνήθως αρκετοί δημοσιογράφοι συντάσσουν βάσει αυτών των πληροφοριών τα κείμενά τους και τα παραδίδουν προς δημοσίευση προτού λήξει η συνάντηση… Αυτή η πρακτική οδηγεί σε γκάφες, όπως η τελευταία του Βήματος».
to-vima-1
Πέρα από την ιλαρότητα που προκαλούν οι δικαιολογίες αυτές, η απολογητική επιστολή του Βήματος αποτελεί και την πρώτη επίσημη παραδοχή από καθεστωτικό μέσο για την χρησιμοποίηση από μέρους του «δημοσιογραφικών» μεθόδων παραγωγής μετα-αλήθειας. Παραδέχεται το Βήμα ότι οι συντάκτες του δουλεύουν με διαρροές από κέντρα εξουσίας και ανεπίσημες πληροφορίες, ενώ συντάσσουν τα κείμενα τους πριν καν ολοκληρωθούν ή πραγματοποιηθούν συναντήσεις. Επαναλαμβάνουμε, το Βήμα παρουσιαζόταν από την εγχώρια αστική ελίτ αλλά και τον λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο, ως ένα από τα πιο έγκριτα και έγκυρα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα. Ουδεμία σχέση έχει με το λαϊκίστικο και άκρως συντηρητικό FOX news στις ΗΠΑ.
Η ελληνική βιομηχανία μετα-αλήθειας έχει προσφέρει και ιδιαίτερα κωμικές στιγμές. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια είναι και η επί καθημερινής βάσεως ζωντανή τηλεοπτική συζήτηση του «δημοσιογράφου» Γιώργου Αυτιά με τον πρώην νομάρχη Θεσσαλονίκης Πάνο Ψωμιάδη. Ωστόσο οι δηλώσεις ήταν σε μαγνητοσκόπηση. Με το θέμα δεν ασχολήθηκε ποτέ το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και η EΣΗΕΑ με την επιτροπή δεοντολογίας της.
Η παραγωγή μετα-αλήθειας δεν παράγει απλά fake news (ψευδείς ειδήσεις) αλλά και αδηφάγους παφλωφικούς Έλληνες τηλε-πολίτες. Ο συνδυασμός αυτός θα χρησιμοποιηθεί στο έπακρο για την διατήρηση της εγχώριας κοινωνικής ειρήνης και κατά την περίοδο επιβολής των μνημονίων. Η περίοδος αυτή μονοπωλείται από έναν συνεχή βομβαρδισμό «ειδήσεων» μέσω των δελτίων των 20.00 για την ανάγκη των μνημονιακών μέτρων, την ενοχοποίηση κοινωνικών ομάδων (ποιός/α μπορεί να ξεχάσει πχ. την χυδαία επίθεση κοινωνικού αυτοματισμού στους ανάπηρους με την ρατσιστική κατασκευή των «ανάπηρων μαϊμού»;) για τον τρόπο ζωή τους, και την οργάνωση κράτους και κοινωνίας. Η μετα-αλήθεια που τόσο έχει συντελέσει στη συγκρότηση και τη διατήρηση του ελληνικού κράτους μέσω της κατασκευής εθνικών μύθων στρέφεται εναντίον του. Βέβαια αυτό συμβαίνει μόνο φαινομενικά. Ο πραγματικός στόχος είναι ο κόσμος της εργασίας, οι μικρομεσαίοι, οι ευάλωτοι πληθυσμοί, οι νέοι/ες, όσες και όσοι έθεσαν τον εαυτό τους απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα.
Η παραγωγή μετα-αλήθειας στα χρόνια των μνημονίων είναι business as usual για τον ελληνικό κρατικοκαπιταλισμό. Αυτή τη φορά όμως δεν επαφίεται αποκλειστικά στην δεκτική ευχέρεια καθεστωτικών μέσων αλλά οργανώνεται μέσω ενός τριγώνου ακαδημίας-κράτους-μίντια. Έγκριτοι (ντόπιοι και ξένοι) ακαδημαϊκοί νομιμοποιούν με την ειδημοσύνη τους την ανάγκη λήψης βίαιων οικονομικών μέτρων, τα οποία υλοποιεί το ελληνικό κράτος, και ξεπλένει μια ελίτ επαγγελματιών τηλεπαπαγάλων της μετα-αλήθειας. Ούτε και αυτό γίνεται όμως τυχαία. Υπάρχουν μαρτυρίες (δες Παναγιώτης Ρουμελιώτης, πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ) για την διεξαγωγή ειδικών σεμιναρίων τα οποία οργανώνουν οι δανειστές (κυρίως το ΔΝΤ) στα οποία έγκριτοι κοντυλοφόροι και τηλεαστέρες εκπαιδεύονται στην παραγωγή μετα-αλήθειας. Η αλαζονεία πιάνει κορυφή όταν κάποιοι/ες από αυτούς παραδέχονται δημόσια ότι αναπαρήγαγαν ψευδείς ειδήσεις. Για την συνεισφορά της αυτή, η Μαρία Σπυράκη (πρώην ρεπόρτερ της ΝΔ στο Μέγκα) πριμοδοτείται με την αναβάθμισή της σε ευρωβουλευτή για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ενώ ο Γιάννης Πρετεντέρης που κραύγαζε κάθε βράδυ ότι η κοινωνία ζει παραπάνω από τις δυνατότητες της, παραδέχεται ότι δεν έλεγε την αλήθεια για το χρέος. Αντί ποινικής δίωξης και διαγραφής από την ΕΣΗΕΑ, γράφει βιβλίο και απολαμβάνει της εκτιμήσεως της πολιτικής ελίτ (κυρίως της σημητικής εκσυγχρονιστικής τάσης που φλερτάρει πλέον ανοιχτά με τον νεοφιλελευθερισμό του Μητσοτάκη).
Πέρα βέβαια από τους εκπαιδευμένους δημοσιογράφους έχουμε και παραδοχές πολιτικών για την αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων όσον αφορά τη χρησιμότητα των μνημονίων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός γνήσιου εκπροσώπου της μετα-αλήθειας και του κοινοβουλευτισμού της ανακυβίστησης, Άδωνι Γεωργιάδη.
Να σημειώσουμε ότι όλες αυτές οι δηλώσεις δημοσιογράφων και πολιτικών υπέρ την ανάγκης επιβολής των μνημονιακών μέτρων συνεχίστηκαν και αφού το ΔΝΤ παραδέχθηκε σε επίσημη έκθεση του ότι το πρώτο μνημόνιο στην Ελλάδα απέτυχε. Η εξέλιξη αυτή αναφέρεται ως μετα-μετα-αλήθεια (sic) και χρίζει ξεχωριστού άρθρου.
Ως «παράπλευρη απώλεια» της μετα-μνημονιακής-αλήθειας, συλλαμβάνονται και διαπομπεύονται πριν τις εθνικές εκλογές του 2012, 11 οροθετικές γυναίκες. Μπροστάρης σε αυτή τη χυδαία εκδήλωση μισογυνισμού και ρατσισμού εναντίον τοξικοεξαρτημένων ατόμων είναι ο φαν του «αυθεντικού κινήματος της Χρυσής Αυγής» Ανδρέας Λοβέρδος. «Οι γυναίκες αυτές συνελήφθησαν σε μια επιχείρηση «σκούπα» της αστυνομίας με την κατηγορία ότι «εκδίδονταν και μετέδιδαν τον ιό του HIV/ AIDS» με την κατηγορία δηλαδή της σκοπούμενης σωματικής βλάβης, ως εκδιδόμενες οροθετικές». Οι κατηγορίες κατέπεσαν, καθώς αποδείχτηκε ότι μόνο μία γυναίκα βρισκόταν σε οίκο ανοχής και ήταν θύμα δουλεμπορίου. Ο διασυρμός των γυναικών αυτών, που ξεκίνησε με την υπογραφή μιας διάταξης στο αρμόδιο Υπουργείο με την συνδρομή και του Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ήρθαν και ολοκλήρωσαν τα ΜΜΕ. Για μέρες ολόκληρες δελτία ειδήσεων και ενημερωτικές εκπομπές έδειχναν ξανά και ξανά τις φωτογραφίες τους, γίνονταν συζητήσεις επί συζητήσεων, ενώ το γεγονός πως είχαν δημοσιευτεί ακόμα και οι διευθύνσεις διαμονής των οροθετικών γυναικών έθετε σε άμεσο κίνδυνο ακόμα και τα μέλη της οικογένειας τους. Ως αρμόδιος Υπουργός τότε ο Λοβέρδος δήλωνε σε ομιλία του στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ ότι «για το AIDS ευθύνονται οι γυναίκες από την υποσαχάρια Αφρική, που εξαναγκάζονται στην πορνεία». Τι κι αν, όπως αποδείχτηκε από την ανάκριση, στην πλειονότητα τους οι οροθετικές ήταν Ελληνίδες; Η παραγωγή μετα-αλήθειας προσέφερε πολιτική υπεραξία σε κυβερνητικούς οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν πελατειακή πολιτική λόγω μνημονίων και αναζητούσαν άλλους τρόπους κατευνασμού της λαϊκής οργής, κλείνοντας το μάτι στην αυξανόμενη ακροδεξιά στροφή του εκλογικού σώματος.
Η πιο ακραία μορφή παραγωγής μετα-αλήθειας ήταν φυσικά η περίοδος πριν το δημοψήφισμα του 2015. Καταπατώντας και την τελευταία υποψία αστικής δημοσιογραφικής δεοντολογίας, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης προέβησαν σε μια επαίσχυντη επίδειξη μεροληπτικής ενημέρωσης που προσβάλλει ακόμη και τους πιο φανατικούς οπαδούς της αστικής δημοκρατίας.
mega
Ο αναρχικός χώρος στο στόχαστρο της μετα-αλήθειας
Αναπόφευκτα η παραγωγή μετα-αλήθειας είναι ένα όπλο που ανέκαθεν χρησιμοποίησε το ελληνικό κράτος για να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό εχθρό. Ήδη από την κατασκευή των «επικίνδυνων πολιτών» (Πανουργιά 2009) την περίοδο του εμφυλίου, στόχος της μετα-αλήθειας είναι τελικά η «αποπολιτικοποίηση της συλλογικής μνήμης και ο εξοβελισμός του επαναστατικού φαινομένου και της πολιτικής αντι-βίας που το συνοδεύει, τόσο από την ιστορική αφήγηση όσο και από την ιστορική μνήμη, αλλά πρωτίστως και κυρίως, από την σύγχρονη πολιτική πρακτική» (Σπάρτακος 2005). Το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Το κράτος διαρρέει και τα μίντια διαδίδουν. Η υπόθεση των ληστών με τα μαύρα, ένα από τα μεγαλύτερα κρατικομιντιακά κατασκευάσματα μετα-αλήθειας διατηρήθηκε για πάνω από μια δεκαετία, ταΐζοντας μέσω τρομολαγνικών τηλεοπτικών ρεπορτάζ εκατομμύρια τηλε-πολίτες. Για την ιστορία, όλοι οι κατηγορούμενοι για την υπόθεση έχουν αθωωθεί. Οι μιντιακοί φορείς μετα-αλήθειας και οι εντολείς τους δεν λογοδότησαν ποτέ.
Το κράτος έχει ανάγκη την παραγωγή προπαγάνδας που εκλογικεύει το αφήγημα του. Η αποστολή «ανώνυμης» επιστολής που κατονόμαζε τον σύντροφο Θ.Σ. για την υπόθεση ΜΑΡΦΙΝ ή η εκκένωση της Βίλας Αμαλίας μετα από «ανώνυμες» καταγγελίες για δήθεν διακίνηση ναρκωτικών στο χώρο της ιστορικής κατάληψης προδίδουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς μετα-αλήθειας του κράτους. Αλλά και όταν το κράτος δεν επιτίθεται στον εσωτερικό εχθρό, προστατεύει τον εαυτό του και τους μηχανισμούς του μέσω της μιντιακής μετα-αλήθειας. Ποιός/α μπορεί να ξεχάσει την αλλοίωση του βίντεο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου με την προσθήκη ηχητικών εφέ που παρέπεμπαν σε δήθεν επίθεση σε ένστολους από αναρχικούς, αμέσως πριν την εκτέλεση Γρηγορόπουλου από τον Κορκονέα;  Ή το αρχικό ξέπλυμα των ναζί της Χρυσής Αυγής από το κανάλι του ΣΚΑΙ για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα με τη λεζάντα «τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο»;
fysas
Επίλογος
«Η αντίληψη ότι κάποιος έχει εξουσία πάνω σε κάτι σήμαινει επίσης οτι αυτός αποφασίζει για τον εαυτό του και χρησιμοποιοεί την εξουσία για δικούς του σκοπούς. Όμως η κυριαρχία πάνω στη φύση δεν ασκείται σύμφωνα με κάποιο σχέδιο και σκοπό, αλλά απλώς χρησιμεύει ως μέσον σε άτομα, ομάδες και έθνη, μέσον το οποίο χρησιμοποιούν κατά τον μεταξύ τους αγώνα, αναπτύσσοντάς το και ταυτόχρονα καθορίζοντάς το αμοιβαία και στρέφοντάς το προς καταστροφικούς σκοπούς. Έτσι, οι φορείς αυτού του πνεύματος, με την κριτική τους ικανότητα και την ανεπτυγμένη σκέψη, δεν γονται πραγματικά κυρίαρχοι, αλλά οδηγούνται από τους μεταβαλλόμενους αστερισμούς ενός γενικότερου αγώνα ο οποίος, ακόμη κι αν τον επικαλούνται οι ίδιοι οι άνθρωποι, τους θεωρεί ως απρόβλεπτες δυνάμεις του πεπρωμένου. Αυτή η φαινομενικά αναγκαία εξάρτηση, η οποία καρποφορεί όλο και περισσοερο σε περιόδους διαλυτικών εντάσεων και κρίσεων, γενικής εξαθλίωσης και παρακμής, καθίσταται για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας μια ακατανόητη μοίρα. Αλλά στον βαθμό που η μεταβολή βασικών σχέσεων αποκλείεται στην πράξη, προκύπτει η ανάγκη μιας ερμηνείας η οποία βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στην πίστη» Max Horkheimer ~ Το πρόβλημα της αλήθειας
Η μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση ως προϋπόθεση αυτής της ανάπτυξης. Όπως σημειώνει, όμως, και ο Max Horkeimer, κάτι τέτοιο δεν έγινε με έλλογα μέσα για έλλογους σκοπούς αλλά εξυπηρέτησε τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ ατόμων, ομάδων και εθνών, οδηγώντας σε πρωτοφανή παραλογισμό τα αποτελέσματα του οποίου, τόσο σε κοινωνικό οσο και σε περιβαλλοντικό επίπεδο, αναδεικνύονται εδώ και αρκετά χρόνια.
Από την άλλη, η βιομηχανική ανάπτυξη και κυριαρχία του ανθρώπου αποτελεσε, ταυτόχρονα, καθυπόταξη του ίδιου του ανθρώπινου γένους στις επιταγές του κέρδους και της ανάπτυξης. ‘Ολα μοιάζουν να αναφέρονται σε ένα φανταστικό υποκείμενο, την Αξία, η οποία καθορίζει τι θα γίνει και πως για το σύνολο της ανθρωπότητας χωρίς η τελευταία να αποφασίζει πραγματικά για την τύχη της.
Αντίστοιχα, η ανθρώπινη λογική με την άνοδο της μαζικής κουλτούρας, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, προετοίμασε το λογικό των ανθρώπων για την ολική επικράτηση των επιταγών του μετα-νεωτερικού καπιταλισμού ενώ, ταυτόχρονα, εξέφραζε την αρχή αυτής της επικράτησης. Ο ανθρώπινος λόγος όφειλε να μετασχηματιστεί ποιοτικά για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του παράλογου συστήματος. Έτσι, τα άλλοτε οράματα της ανθρωπότητας για δικαιοσύνη, ελευθερία και ισότητα βυθίστηκαν στη βιομηχανικά παραγώμενη λήθη της ομογενοποιητικής κουλτούρας ενώ, η ανθρώπινη φαντασία, αναφορικά με τις κοινωνικές δυνατότητες για μια δίκαιη κοινωνία καθώς και η κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας αναφορικά με τον παραλογισμό του κεφαλαίου, αποτραβήχτηκαν μπροστά στην κυριαρχία του απόλυτου ατομικιστικού πνεύματος και των επιταγών της αντίστοιχης “διασκέδασης”.
Ωστόσο, ακριβώς για όλα αυτά, ο άνθρωπος έφτασε να αδυνατεί να συλλάβει και να κατανοήσει την πολυπλοκότητα του κόσμου που ο ιδιος με την πράξη του δημιουργεί και αναπαράγει ενώ, ελλείψει μιας νέα θρησκείας που να οργανώνει μια μυθική αφήγηση, ένα σύστημα αξιών και μια πορεία προς έναν τελικό σκοπό της ανθρωπότητας, το σημερινό υποκείμενο αναζητεί τον διάχυτο μύθο στις κοινωνικές σφαίρες προκειμένου να ικανοποιήσει την ανάγκη του για πίστη, με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Η κραυγή απόγνωσης και τρόμου του πρωτόγονου ανθρώπου μπροστά στην ανεξήγητη φύση, επανέρχεται στο τέλος του διαφωτισμού, στον σύγχρονο καπιταλισμό, ως κραυγή απόγνωσης απέναντι στην ακατανόητη κοινωνία. Η μετα-αλήθεια, αν εν τέλει δεχτούμε την έννοια, αποτελεί το σύμπτωμα αυτής της παράλογης διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Μέσα από αυτή την ανάλυση προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τόσο την ιστορική εξέλιξη όσο και τη λογική της σύγχρονης μορφής επικοινωνίας και όχι απλά ένα φαινόμενο του 2017. Οι απολογητές του καπιταλισμού χρησιμοποιούν την μετα-αλήθεια προκειμένου να κανονικοποιήσουν την υπάρχουσα λογική δομή δίνοντάς της μια “κατανοητή” εξήγηση, έναν μαθηματικό ορισμό (η μετα-αλήθεια είναι ‘’αυτό”). Ωστόσο, η μετα-αλήθεια είναι η δημοσιογραφική trendy έκφραση ιστορικών εξελίξεων στην πορεία του ανθρώπινου λογικού και σίγουρα συνδέεται με την επικράτηση του Νεοφιλελευθερισμού. Βρίσκεται ήδη στον πυρήνα των συνωμοσιολογιών που, παρά την αλματώδη άνοδο της επιστήμης και της τεχνικής, επικρατούν ως βασική λογική δομή του πολιτικού σκέπτεσθαι. Ενώ, όπως δείχτηκε, η έννοια προκειμένου να γίνει κατανοητή πρέπει να αναπτυχθεί το ίδιο το περιεχόμενο της. Σε ό,τι μας αφορά, αυτό έγινε με πολεμική πρόθεση. Με την διάθεση να στρέψουμε την έννοια νομιμοποίησης της υπάρχουσας θλιβερής συνθήκης ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό και τους απολογητές της. Αυτός είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος να μην χάσουμε τα μυαλά μας, κάτι εξαιρετικά βασικό.
H Συντακτική Ομάδα του Provo