Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Once upon a time in the West: Η αυγή της μεταδημοκρατίας

  • 0
Του Πάνου Χριστοδούλου.Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου που έτσι κι αλλιώς ξεσυνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό σ’ ένα αιώνια ποτισμένο απ’ το κρασί καπηλειό, μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ’ όνειρό μου. Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου που `ναι σαν να συνέβη χθες και ορκίσου αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς πουθενά να μη τη πεις.
(Καλώς ήρθες παράξενε στον τόπο μου, Active Member)
Πριν το 2003 ήταν η γενιά του καναπέ και του φραπέ. Το 2004 έγινε η γενιά των 800 ευρώ, στη συνέχεια των 700, μέχρι που πρόσφατα έγινε η γενιά των 300 ευρώ και της μετανάστευσης. Σε κάθε περίπτωση μια γενιά που αντιμετωπιζόταν (και αντιμετωπίζεται) με απαξίωση και χλευασμό στην Ελληνική κοινωνία. Ίσως επειδή μεγάλωσε στα χρόνια της ευημερίας. Ίσως επειδή η εκφυλισμένη μεσοαστική τάξη την έβλεπε σαν μια επένδυση, ανάλογη του χρηματιστηρίου.
Παρόλα αυτά την ίδια ώρα που η εκφυλισμένη αυτή τάξη πανηγύριζε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και την ανάπτυξη, η γενιά αυτή ξεκίνησε να διεκδικεί ένα καλύτερο μέλλον. Το 2006 λοιπόν το κίνημα ενάντια στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων κατάφερε να νικήσει. Κάτι που έκανε τη γενιά αυτή να ελπίζει ότι μπορούσε στην πραγματικότητα να αλλάξει το  κόσμο. Ενώ τα ευρώ που την προσδιόριζαν πλέον έπεφταν, ήρθε και ο Δεκέμβρης του 08. Και στη συνέχεια οι πλατείες.
Σε αυτό το σημείο πλέον η γενιά των 800 ευρώ φαίνεται μακρινή ανάμνηση. Και είναι αν σκεφτεί κανείς ότι πέρασαν 15 χρόνια, η μισή ζωή αυτής της γενιάς. Δεκαπέντε ιστορικά πυκνά χρόνια. Με ένα κοινό όμως χαρακτηριστικό: η σύγχρονη αστική δημοκρατία ποτέ δεν έμεινε ικανοποιημένη από τους νέους. Στην αρχή ήταν μια γενιά που έπινε φραπέ στον καναπέ και στις καφετέριες, χωρίς να διεκδικεί όπως διεκδίκησε η γενιά της μεταπολίτευσης. Στη συνέχεια έγινε μια γενιά ταραχοποιών (όπως τους είχε αποκαλέσει το καλό παιδί Κώστας Καραμανλής) και μπαχαλάκιδων, ακριβώς επειδή άρχισαν να διεκδικούν ένα διαφορετικό αύριο.
Ο παραλογισμός αυτός πιθανά έγκειται στο γεγονός ότι η γενιά της μεταπολίτευσης έκρινε τη γενιά αυτή με μέτρο το δικό της μπόι, το οποίο στην εξέλιξη της ιστορίας αναγνώριζε μόνο ένα κριτήριο: τον ωφελιμισμό. Έναν  ωφελιμισμό που όπως τραγούδαγε ο μακαρίτης Τζίμης Πανούσης έκανε ανταλλακτική κάθε αξία χρήσης. Όποιος ή όποια δεν ευνουχιζόταν, έπρεπε να εξαφανιστεί. Μόνο οι πρόθυμοι θα μπορούσαν να αναλάβουν τα ηνία του άρματος της ανάπτυξης. Βλέπετε εκτός από το άβατο των Εξαρχείων, είχαν δημιουργηθεί μια σειρά από άλλα άβατα, με προεξέχων το άβατο του Πανεπιστημίου.
Και κάπου εκεί εμφανίσθηκε η οικονομική κρίση. Πολλοί εν δυνάμει υποτακτικοί έφυγαν για το εξωτερικό και πολλοί άλλοι επέλεξαν να αντισταθούν. Εξοργιστικό πράγμα για ένα σύστημα που απαιτεί τυφλή υποταγή και τη βαφτίζει σεβασμό. Ένα σύστημα που απεχθάνεται την κριτική και την αμφισβήτηση. Βέβαια όλα αυτά θυμίζουν περισσότερο φεουδαρχία και όχι δημοκρατία, ή μήπως όχι;
Η αστική δημοκρατία υπήρξε ένα ριζοσπαστικό πολίτευμα που έφερε σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το μεσαίωνα. Μέσα από την εξέλιξη του όμως δημιούργησε και μια αδηφάγα αστική τάξη, η οποία με πρόσχημα την ψήφο έφτασε να κατακρεουργεί οποιαδήποτε διαφωνία δε μπορούσε να διαχειριστεί. Και γι αυτό το λόγο χρειαζόταν και μια αντίστοιχα αδηφάγα πολιτική θεώρηση την οποία τους προσέφερε απλόχερα ο νεοφιλελευθερισμός.
Ο νεοφιλελευθερισμός λοιπόν δημιούργησε μια οργουελική κατάσταση: αντέστρεψε τα νοήματα των λέξεων και των εννοιών, ενώ την ίδια στιγμή τα δικαιώματα τα οποία υποσχόταν από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης δεν ίσχυαν το ίδιο και για όλους: ορισμένοι, ανάλογα με τη θέση τους, έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους άλλους. Πρόκειται για ένα σύστημα μεταδημοκρατίας όπου άλλο λέγεται και άλλο πράττεται, η γνώμη θεωρείται επικίνδυνη, η επιστήμη υποταγμένη στις ανάγκες της άρχουσας τάξης και η εκπαίδευση αναπαράγει πειθήνιους υποτακτικούς.
Στην περίοδο της μεταδημοκρατίας το λογικό γίνεται παράλογο και το συλλογικό υποτάσσεται στο ατομικό και αυτό ονομάζεται ελευθερία. Τα προοδευτικά φιλελεύθερα δικαιώματα στην ουσία είναι συντηρητικά καθώς η ελευθερία του ατόμου που επαγγέλουν αγνοεί ή καταπατά  την ελευθερία του συνόλου. Τα παραπάνω συνιστούν το σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής ο οποίος κατάφερε να επιβληθεί στο ανατολίτικο κράμα, το οποίο ήταν πάντα πιο φιλικό στον κολεκτιβισμό. Στην Ελλάδα το πεδίο της μάχης υπήρξε έντονο, με τη μεταδημοκρατία να επικρατεί τα τελευταία χρόνια.
Στην Ελλάδα της μεταδημοκρατίας λοιπόν όλοι οφείλουν να καταδικάζουν τη βία, εκτός από αυτούς που την ασκούν περισσότερο από όλους. Όλοι είναι υποχρεωμένοι να εξεγείρονται όταν ακροδεξιοί χτυπάν έναν ηλικιωμένο δήμαρχο, αλλά όχι όταν τα εξυγχρονιστικά ΜΑΤ χτυπούν ηλικιωμένους συνταξιούχους. Όλοι είναι υποχρεωμένοι να θεωρούν φασίστα όποιον δεν νοιάζεται για τις σφαγές των Εβραίων, ενώ φασίστας επίσης γίνεσαι όταν σε ενδιαφέρουν και οι γενοκτονίες των Ποντίων ή των Αρμενίων. Επιχειρείται με αυτό τον τρόπο να δημιουργηθεί ένα και μόνο κεντρικό αφήγημα, στο οποίο η μεγάλη εικόνα απαλείφεται: ο κόσμος δεν αλλάζει, κοίτα την πάρτη σου και όλα θα πάνε καλά.
Περιθώρια αντίδρασης απέναντι σε αυτό το κεντρικό αφήγημα: κανένα. Αν χρησιμοποιείς τη νομική οδό για να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου, τότε απειλείς και δε σέβεσαι. Αν χρησιμοποιείς την ακτιβιστική οδό για να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου, τότε απειλείς και δε σέβεσαι. Ο μόνος τρόπος να σέβεσαι είναι να σκύβεις το κεφάλι και να υποτάσσεσαι. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα νέο ιερατείο, αποτελούμενο από καθηγητές πανεπιστημίου, επιχειρηματίες, τεχνοκράτες, δημοσιογράφους και όπως και το ιερατείο του Μεσαίωνα απαιτεί τυφλή υπακοή, όλοι υποχρεούνται να ασπάζονται το χέρι των εξαρχόντων αυτών. Η θέση δίνει δικαιώματα και σεβασμό, και όχι το έργο. Και οποιαδήποτε αντίδραση είναι αδιανόητη για όσους μένουν στους σύγχρονους πύργους. Κανείς δε νοείται να τους ακουμπήσει. Και όταν αυτό συμβαίνει, είναι εξοργιστικό.  Για τους αιρετικούς στήνεται η νέα πυρά των ιεροεξεταστών της μεταδημοκρατίας, κάθε βράδυ στα δελτία των 8, κάθε πρωί στους επαγγελματικούς χώρους και τα πανεπιστήμια.
Απαγορεύεται λοιπόν να αγανακτείς. Και γι αυτό όλα τα παλιά ιερατεία πρέπει να πεθάνουν. Ο Θεός πρέπει να πεθάνει. Η ιδεολογία πρέπει να πεθάνει. Οποιαδήποτε φιλοσοφία έχει αναφορά σε συλλογικό όραμα πρέπει να πεθάνει. Το όραμα είναι προνόμια των σύγχρονων ηγεμόνων, όπως και η πώληση του. Τα πάντα είναι εμπόρευμα. Ακόμα και τα όνειρα. Και η νεοφιλελεύθερη αγορά δεν δέχεται ανταγωνιστές που δεν παίζουν με τους όρους της.
Θεματοφύλακας, ή καλύτερα μαντρόσκυλο, της μεταδημοκρατίας των ημερών είναι η πολιτική ορθότητα. Η πολιτική ορθότητα συνιστά τον νέο Ιαβέρη της περιόδου. Γι αυτό πιθανότατα η ταινία Deadpool έχει αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση. Ο Deadpool, ένας σύγχρονος Γιάννης Αγιάννης, σηκώνει με θράσος και παρρησία το μεσαίο δάκτυλο του χεριού του σε όλο το καθωσπρεπισμό και την υποκρισία του κατεστημένου. Ένας ήρωας αντισυμβατικός και ανατρεπτικός, δημιουργώντας το σκοτεινό παραμύθι που χρειάζεται η εποχή μας.
Βέβαια συνέχεια το αφήγημα διαψεύδεται, και όχι μόνο στον κινηματογράφο. Συνέχεια δημιουργούνται εστίες αντίστασης. Όσο και αν στήνονται διώξεις, συνέχεια δημιουργούνται αναταράξεις. Και αντίθετα με ότι λέει το αφήγημα, όλα αυτά δε γίνονται για τα λεφτά. Το οικονομικό δεν καθορίζει το αριστερό και το δεξιό, το προοδευτικό και το συντηρητικό. Το οικονομικό είναι η απόληξη του υπόλοιπου εποικοδομήματος. Και όσο η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται σε αυτό, τόσο θα συνεχίζει να διεκδικείται στο δρόμο, από μια γενιά που μόνο χαμένη δεν είναι.
λες τι να κάνω δε γαμιέσαι ξεφορτώσου, λέω τη ζώνη να φορέσεις θα σε λιώσουν, λες ειρωνεύεσαι τσογλάνι και δεν ξέρεις, λέω δεν έχεις χρόνο μιζέρια περιφέρεις
(Με λες επίθεση, Ωχρά Σπειροχαίτη)
ΠΗΓΗ