Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Ελληνική Τράπεζα Σπόρων: Ένας ανεκμετάλλευτος θησαυρός


Πριν δυο χρόνια, στενός οικογενειακός φίλος αναζητά Ελληνικά φυτά ντομάτας για να τα φυτέψει στον μικρό κήπο του εξοχικού του.

Στα φυτώρια που πήγε εντός της Αττικής του λένε πως είναι δύσκολο να βρεθούν και με το που έρχονται, εξαφανίζονται αμέσως. Ότι πήρε, έβγαλε ντομάτες αλλά αυτές δεν μύριζαν σαν ντομάτες, ούτε είχαν γεύση ντομάτας…. Την επόμενη χρονιά με παρακαλά να του φέρω φυτά ντομάτας από το χωριό. Πράγματι, έτσι και έγινε. «Αυτό το καλοκαίρι φάγαμε πραγματικές ντομάτες» μου έλεγε. Τι τρώμε, λοιπόν;
Είμαστε από τις πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο από πλευράς βιοποικιλότητας και όμως, φαίνεται πως τελικά είναι δύσκολο να βρει κανείς σήμερα στην Ελλάδα ελληνικά φυτά, δηλαδή φυτά που προέκυψαν από σπόρους μοναδικών φυτών της ελληνικής γης για να τα καλλιεργήσει. Και ενώ υπάρχει η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού, ο μοναδικός επίσημος φορέας συλλογής και διατήρησης των σπόρων όλων των ελληνικών φυτικών ειδών –ακόμα και εκείνων που δεν καλλιεργούνται πια- ο οποίος συστάθηκε το 1981, από τότε καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έδειξε πραγματική διάθεση αξιοποίησης αυτού του τόσο πολύτιμου υλικού της.
Πολύτιμου από κάθε πλευρά, μιας και η Ελλάδα αποτελεί το κέντρο καταγωγής των περισσότερων ποικιλιών των Βαλκανίων και της Μεσογείου. Με άλλα λόγια, από την χώρα μας ξεκίνησαν και εξαπλώθηκαν χιλιάδες ποικιλίες και η διεθνής κοινότητα την έχει αναγνωρίσει ως σημαντικό κρίκο στην παγκόσμια προσπάθεια για γεωργική βελτίωση,  εξαιτίας αυτού του γενετικού πλούτου. Παρόλα αυτά, η διευθύντρια της Ελληνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού, Φωτεινή Μυλωνά, τονίζει πως «δεν αξιοποιούμε το γενετικό υλικό της Ελλάδας» και επιμένει πως δεν αρκεί μόνον η συλλογή και η διατήρησή του ώστε να είναι διαθέσιμο για τις μελλοντικές γενιές.
Η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού έχει αυτή την στιγμή γύρω στους 5.500- 6.000 σπόρους διαφορετικών φυτικών ειδών. Αν υπολογίσει κανείς, όμως, και το φυτικό υλικό που δεν είναι διαφορετικό αλλά έχει συλλεχθεί από διαφορετικά γεωγραφικά τμήματα της χώρας μας (π.χ. ένα μπρόκολο που καλλιεργείται στην Κρήτη και ένα μπρόκολο που καλλιεργείται στον Έβρο) τότε φθάνουμε συνολικά περίπου στους 15.000 φυλαγμένους σπόρους.
Οι σπόροι φυλάσσονται σε θαλάμους θερμοκρασίας 4 βαθμών Κελσίου. Για να διατηρηθούν, ωστόσο, μακροπρόθεσμα χρειάζεται βαθιά κατάψυξη στους -20 βαθμούς Κελσίου. Και για να πούμε ότι αξιοποιείται αυτό το υλικό με στόχο όχι μόνον την κληροδότησή του στις επόμενες γενιές αλλά και με στόχο την δημιουργία μιας ισχυρής μηχανής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σαφώς απαιτείται ο αναπολλαπλασιασμός του. Κάτι που σύμφωνα με την κ. Μυλωνά προσκρούει πάντα στο κόστος. Κοινώς, στην έλλειψη χρηματοδότησης.
Λεφτά δεν υπήρχαν ούτε πριν την κρίση
Με την κλιματική αλλαγή να είναι -όπως όλα δείχνουν- μη αναστρέψιμη, με την απειλή μιας διατροφικής κρίσης να είναι μεγαλύτερη από ποτέ (ο ΟΟΣΑ προβλέπει σε μια από τις εκθέσεις του ότι οι τιμές των τροφίμων θα αυξηθούν κατά 40% τα επόμενα δέκα χρόνια οδηγώντας σε νέα κρίση) και με τους κορυφαίους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εκατέρωθεν του Ατλαντικού να έχουν επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και δολάρια για την απόκτηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, έτσι ώστε να είναι «έτοιμοι για τρελά κέρδη» όταν η τροφή δεν θα φθάνει για όλους, ο ρόλος των τραπεζών γενετικού υλικού και ακόμα περισσότερο των κρατικών τραπεζών, λαμβάνει άλλη διάσταση. Για όσους τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται αυτό. Διότι πριν δύο χρόνια όλοι αναρωτιόντουσαν εάν η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού θα αποτελούσε ένα ακόμα θύμα της κρίσης.
Τελικά η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού δεν έκλεισε. Πλέον ανήκει στο Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων και αυτό με την σειρά του στον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ. Για οτιδήποτε την αφορά, το λόγο έχει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Συνεργάζεται στενά με τράπεζες σπόρων του εξωτερικού και από την στιγμή που η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ε.Ε. τηρούνται όλοι οι ευρωπαϊκοί κανόνες που αφορούν την βιοποικιλότητα αλλά και την διατήρηση γενετικού γενετικών πόρων στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, η ελληνική τράπεζα σπόρων συνεχίζει να υποχρηματοδοτείται. Στην κουβέντα με την υπεύθυνη ερευνήτρια της τράπεζας, κυρία Μυλωνά, γίνεται σαφές και με ισχυρή δόση απογοήτευσης πως η μη επαρκής χρηματοδότηση δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης αλλά υπήρχε από πάντα.
«Κινούμαστε καθαρά απαντώντας στα ερευνητικά μας ερωτήματα. Και όσον αφορά την κλιματική αλλαγή και την απειλή διατροφικής κρίσης, πιστεύω ότι υποχρεωτικά θα βρεθούν τρόποι και λύσεις ώστε να υπάρξουν διέξοδοι. Αλλά το κατά πόσον η ΕΤΓΥ θα μπορέσει να εναρμονιστεί με τον διεθνή βηματισμό μένει να φανεί» δηλώνει η κυρία Μυλωνά.