Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις κατά το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της εργασίας

Το ζήτημα των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων είναι εξαιρετικής σημασίας για να καταλάβει κανείς τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της εργασίας στα σοσιαλιστικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, και –τηρουμένων των αναλογιών– σε δυνητικά σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 21ου.


Το ερώτημα για τη διατήρηση και τον χαρακτήρα των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων στη Σοβιετική Ένωση δεν είναι μόνο ιστορικής σημασίας, αλλά αφορά κι οποιονδήποτε σήμερα ενδιαφέρεται για την ανίχνευση δυνατοτήτων χειραφέτησης της εργασίας, με τρόπο μη αναστρέψιμο αυτή τη φορά. Το παρακάτω άρθρο του επίκουρου καθηγητή του ΑΠΘ Περικλή Παυλίδη καταπιάνεται με αυτό ακριβώς το θέμα, ιχνηλατώντας κατ’ αρχάς τις -αναπόφευκτα λιγοστές- σχετικές αναφορές που συναντώνται στους θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, Μαρξ και Ένγκελς, και την επίδραση των αντιλήψεών τους στις πρώτες απόπειρες μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση για άμεση υπέρβαση των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων. Ο συγγραφέας εντοπίζει στην αδυναμία επίτευξης του σταθερού μετασχηματισμού αυτών των σχέσεων το βασικότερο ίσως λόγο της ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά στα αίτια και τους τρόπους δυναμικής και εκτενούς ανάπτυξης των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων μετά τη δεκαετία του ’60, υπό τη μορφή της σκιώδους οικονομίας, και στο πώς αυτό τροφοδότησε τη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού και την ανάδυση κοινωνικών δυνάμεων που ήταν εχθρικές προς το σοσιαλιστικό καθεστώς. Τέλος, αναλύει τους παράγοντες που καθορίζουν τη διατήρηση των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, αποδομεί το ιδεολόγημα του “σοσιαλισμού της αγοράς” και διατυπώνει ορισμένες σκέψεις αναφορικά με τη δυνατότητα και προοπτική υπέρβασης των παραπάνω σχέσεων στο πλαίσιο του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της εργασίας.
Οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις στην πρώτη σοσιαλιστική κοινωνία
Το ζήτημα των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων είναι εξαιρετικής σημασίας για να καταλάβει κανείς τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της εργασίας στα σοσιαλιστικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, και –τηρουμένων των αναλογιών– σε δυνητικά σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 21ου.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν ήταν σε θέση, ούτε αποπειράθηκαν ποτέ, να κάνουν κάποια εκτενή αναφορά στα χαρακτηριστικά μιας μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας και τις διαδικασίες της οικοδόμησής της. Για το λόγο αυτό δεν άφησαν κάποια συνεκτική θεωρία σχετικά με τη διαδικασία υπέρβασης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Ωστόσο, σε κάποιες αποσπασματικές δηλώσεις που έκαναν για το θέμα, φαίνεται να υπερεκτιμούν τις δυνατότητες που προσφέρει η εκμηχάνιση των μέσων παραγωγής με τη μορφή της μεγάλης βιομηχανίας για την κατάργηση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων.
Ο Μαρξ για παράδειγμα, στο έργο του «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» γράφει ότι: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας».[1]
Σε αυτό το έργο ο Μαρξ θεωρεί δεδομένη την κατάργηση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων ήδη στην κατώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας, η οποία αναπτύσσεται σε κληρονομημένη από το παρελθόν υλική βάση, όπου, όπως ο ίδιος σημειώνει, διατηρείται η αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, μαζί με την ανισότητα στην κατανομή των καταναλωτικών αγαθών, ως συνέπεια της προσφοράς στην κοινωνία από τον κάθε εργαζόμενο άνισης εργασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ δεν συνειδητοποιεί ότι ένας τέτοιος τρόπος κατανομής του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση προϊόντος αναπόφευκτα ενέχει στοιχεία ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν διασφαλίζεται η βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών τους ποιοτικά και ποσοτικά, γεγονός που οδηγεί επίσης στην αναπότρεπτη επιβίωση σε ορισμένη κλίμακα των εμπορευματικών-χρηματικών.
Ο Ένγκελς αναφέρεται στο ζήτημα των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων με αρκετά αφηρημένο τρόπο:
«Με την κατάληψη των μέσων παραγωγής από την κοινωνία παραμερίζεται παραγωγή εμπορευμάτων και, μαζί μ’ αυτή, και η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς. Η αναρχία μέσα στην κοινωνική παραγωγή αντικαθίσταται από μια σχεδιασμένη, συνειδητή οργάνωση».[2]
«Μόλις η κοινωνία γίνει κάτοχος των μέσων παραγωγής και τα χρησιμοποιεί για την παραγωγή κοινωνικοποιώντας τα άμεσα, η εργασία του καθενός, όσο διαφορετικός κι αν είναι ο ιδιαίτερα χρήσιμος χαρακτήρας της, γίνεται ευθύς εξαρχής και άμεσα κοινωνική εργασία. Τότε, η ποσότητα κοινωνικής εργασίας, που είναι ενσωματωμένη σ’ ένα προϊόν, δε χρειάζεται να διαπιστωθεί έμμεσα: η καθημερινή πείρα δείχνει άμεσα πόση απ’ αυτή την ποσότητα χρειάζεται κατά μέσον όρο. Η κοινωνία μπορεί απλά να υπολογίζει πόσες ώρες εργασίας είναι ενσωματωμένες σε μια ατμομηχανή, σ’ ένα εκατόλιτρο σιταριού της τελευταίας συγκομιδής, σε εκατό τετραγωνικά μέτρα υφάσματος μιας ορισμένης ποιότητας».[3] Όπως σημειώνει ο Β.Α Βαζιούλιν, δεδομένου ότι  τον 19ο αιώνα δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη σοσιαλιστικές κοινωνίες, ο Μαρξ (το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Ένγκελς) αναπόφευκτα εκλάμβανε τον κομμουνισμό ως άμεση άρνηση του καπιταλισμού, ως κοινωνία απλώς αντίθετη στον καπιταλισμό.[4] Έτσι, οι αναφορές του Μαρξ και του Ένγκελς στην  κομμουνιστική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, έχουν αναπόφευκτα σχηματικό χαρακτήρα και στην καλύτερη περίπτωση υποδεικνύουν πολύ γενικά κάποια ορισμένα χαρακτηριστικά του τελικού κομμουνιστικού στόχου, χωρίς ωστόσο να αναφέρονται στις ενδιάμεσες μεταβατικές φάσεις από τις οποίες πρέπει να διέλθει μια κομμουνιστική κοινωνία. Για το λόγο αυτό κάθε παρατήρηση του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με τον κομμουνισμό, όπως αυτές που αναφέραμε παραπάνω, βρίσκονταν σε τεραστία αναντιστοιχία  προς τις υλικές συνθήκες του 20ού αιώνα, στις οποίες εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν τα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Δυστυχώς, ωστόσο, αυτό δεν έγινε αντιληπτό από τους ηγέτες της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης με αποτέλεσμα, ως συνέπεια της δογματικής κατανόησης των δηλώσεων του Μαρξ και του Ένγκελς,  να επιχειρηθεί η γρήγορη συρρίκνωση αν όχι η πλήρης εξάλειψη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων.  Όπως είναι γνωστό, κατά την περίοδο του αποκαλούμενου «Πολεμικού κομμουνισμού» στην ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε η κρατικοποίηση σχεδόν του συνόλου της βιομηχανικής παραγωγής (όχι μόνο της μεγάλης, αλλά και της μικρομεσαίας) η επιβολή κρατικού μονοπωλίου σε πολλά αγροτικά προϊόντα, η απαγόρευση του ιδιωτικού εμπορίου και η κρατική διανομή τροφίμων σε διάφορες κατηγορίες πληθυσμού σύμφωνα με συγκεκριμένες ποσοστώσεις.
Η παραπάνω πολιτική, παρότι περιλάμβανε κάποια αναγκαία μέτρα εξαιτίας του πολέμου, κατέληξε σε πλήρη αποτυχία, προκαλώντας ισχυρή δυσαρέσκεια σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αναγνωρίζοντας το ιδεολογικό και πρακτικό της αδιέξοδο, ο Λένιν δήλωσε με έντονα αυτοκριτικό τόνο:
«κάναμε το λάθος να αποφασίσουμε να περάσουμε αμέσως στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή των προϊόντων».[5]
«Στο οικονομικό μέτωπο, προσπαθώντας να περάσουμε στον κομμουνισμό, πάθαμε την άνοιξη του 1921 μια ήττα πιο σοβαρή απ’ όλες τις ήττες που μας προξένησε ο Κολτσάκ, ο Ντενίκιν είτε ο Πιλσούδσκι, μια ήττα πολύ πιο σοβαρή, πολύ πιο ουσιαστική κι επικίνδυνη».[6]
Μιλώντας γενικά, στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες, η κυρίαρχη αντίληψη σχετικά με τις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις κινούνταν χοντρικά σε δύο ακραία αντιτιθέμενους άξονες: α) προς την θεωρητική τους απόρριψη και την ακραία συρρίκνωση και καταστολή τους στην οικονομία, κάτι που ήταν ασύμβατο με τις υλικές συνθήκες των κοινωνιών αυτών, β) προς τη θεωρητική τους εξιδανίκευση και ευρεία διάδοση στις σχέσεις παραγωγής, κάτι που οδήγησε τελικά στην κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αποτυχία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών να επιτύχουν την υπέρβαση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, ή, πιο συγκεκριμένα, τη σταθερή διαδικασία μετασχηματισμού τους, ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς (αν όχι ο σημαντικότερος) παράγοντες που συνέβαλαν στην ήττα τους.
Οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις αναπτύχθηκαν δυναμικά στη Σοβιετική Ένωση από το 1960 κι εξής. Κομβική ήταν σε αυτή τη διαδικασία η διαβόητη «Μεταρρύθμιση Κοσίγκιν», την οποία δρομολόγησε το Σεπτέμβριο του 1965 η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ και κατόπιν το 23ο συνέδριο του κόμματος. Στην περίπτωση των βιομηχανικών επιχειρήσεων η ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων εκφράστηκε με την ενίσχυση της διευθυντικής και λογιστικής τους αυτονομίας και την διεύρυνση των δυνατοτήτων τους να αποφασίζουν μόνες τους για ευρύ φάσμα επενδυτικών και παραγωγικών ζητημάτων, όπως η σύναψη συμφωνιών με άλλες επιχειρήσεις, η λήψη πιστώσεων για τρέχουσες ανάγκες, η απόφαση για το ποια προϊόντα θα παρήγαν. Εκφράστηκε επίσης με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους με βάση το κέρδος που απέφερε η πώληση των προϊόντων τους.
Ήταν μια περίοδος στην οποία κατέστη εμφανής η ανάγκη  μετάβασης της σοβιετικής οικονομίας από την εκτατική στην εντατική μορφή ανάπτυξης, κάτι που προϋπέθετε τη συνεχή βελτίωση των παραγωγικών διαδικασιών μέσω της δυναμικής ενσωμάτωσης σε αυτές των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας. Για το λόγο αυτό στις σοβιετικές επιχειρήσεις προσφέρθηκε μεγαλύτερος βαθμός κίνητρων και ευελιξίας, ενώ  παροτρύνθηκαν στην επιδίωξη πιο δυναμικής ανάπτυξης και την πρωτόβουλη ενσωμάτωση επιστημονικών-τεχνολογικών καινοτομιών στη λειτουργία τους.
Δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε η ανάπτυξη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων μεταξύ των σοβιετικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, ακριβώς ως σχέσεων που αδιάκριτα αγκάλιαζαν τη μεγάλη πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων, δίνοντας στη σοβιετική οικονομία εμπορευματικό προσανατολισμό, οδήγησε σε πολύ αρνητικά αποτελέσματα, όπως η καθυστέρηση στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους, η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου εργασιακού κόστους, ο περιορισμός παραγωγής βασικών, χαμηλού κόστους προϊόντων, η έξαρση του πληθωρισμού, η καλλιέργεια εγωιστικών συμφερόντων και στάσεων μεταξύ των εργατικών κολεκτίβων. Μάλιστα, η γενίκευση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων στα χρόνια της «Περεστρόικα» αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα προς την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια ανάπτυξη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων στη σοβιετική οικονομία ήταν ως ένα βαθμό απαραίτητη, με δεδομένες τις δυσκολίες του κεντρικού σχεδιασμού των επιχειρήσεων, των οποίων η σχετική απομόνωση συνέχιζε κι αυξανόταν, κι επίσης λόγω της σημαντικής ανομοιογένειάς τους όσον αφορά το τεχνολογικό τους επίπεδο και τις συνθήκες παραγωγής.
Για όσο η σοβιετική βιομηχανία (κυρίως πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) περιλάμβανε σχετικά περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, η διεύθυνσή της μπορούσε  σε ορισμένο βαθμό να πραγματοποιείται από ένα ενιαίο  κέντρο. Ωστόσο, όταν αυτή αναπτύχθηκε σε μεγάλη κλίμακα και  βάθυνε  ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας με την εμφάνιση πολλών κλάδων, πληθώρας διαφορετικών προϊόντων,  διαφορετικών τεχνολογιών και παραγωγικών διαδικασιών, τα κεντρικά όργανα οικονομικής σχεδίασης βρίσκονταν σε ολοένα και πιο δύσκολη θέση στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις εκάστοτε παραγωγικές δυνατότητες και ανάγκες κάθε επιχείρησης και να ρυθμίσουν τις αλληλεπιδράσεις της με άλλες παραγωγικές μονάδες.
Ο λόγος για αυτό ήταν η ανεπαρκής ακόμα ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων και διαδικασιών παραγωγής, που δεν τους επέτρεπε να υποβληθούν σε ακριβή οικονομικό υπολογισμό, πρόγνωση και σχεδιασμό. Στις σοβιετικές επιχειρήσεις, παρά την τεχνολογική πρόοδο που επετεύχθη και την εμφάνιση ακόμη και αυτοματοποιημένων γραμμών παραγωγής, διατηρούνταν μεγάλος αριθμός ελλιπώς εκμηχανισμένων ή κατεξοχήν χειροκίνητων μέσων παραγωγής. Η χειρωνακτική εργασία διατηρούνταν επίσης σε σημαντικό βαθμό στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό σήμαινε ότι τόσο η ποιότητα, όσο και η ποσότητα του τελικού κοινωνικού προϊόντος εξαρτιόταν κατά πολύ από τις ατομικές ικανότητες και προσπάθειες των εργατών κι ως εκ τούτου από τα προσωπικά τους κίνητρα προς εργασία. Τα κίνητρα αυτά, λόγω του σκληρού, μονότονου και ανθυγιεινού χαρακτήρα της βιομηχανικής εργασίας, ήταν από τη φύση τους εξωτερικά προς την ίδια την εργασία, κι αφορούσαν την επιδίωξη αύξησης της αμοιβής και της καταναλωτικής ικανότητας του εργάτη.
Δεδομένου ότι η προβλεψιμότητα της λειτουργίας των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ακόμα περιορισμένη, οι οικονομικοί στόχοι και οι απαιτήσεις των κεντρικών διευθυντικών οργάνων πολύ συχνά δεν εξέφραζαν την αντικειμενική πραγματικότητα και αδυνατούσαν να κατευθύνουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητες των παραγωγικών μονάδων.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η προσπάθεια των οργάνων του κεντρικού σχεδιασμού να συγκεντρώσουν ακριβείς πληροφορίες για τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες κάθε επιχείρησης υπονομευόταν επίσης από την επιδίωξη της διεύθυνσης των επιχειρήσεων να αποκρύψει αυτές τις δυνατότητες,  ώστε να λάβει σχέδια-στόχους πιο εύκολα επιτεύξιμους, διασφαλίζοντας έτσι διάφορα βραβεία για την κάλυψη του πλάνου.[7]
Μια συχνή αρνητική πρακτική στην πρώην ΕΣΣΔ ήταν αυτή των «pripiski» (προσθηκών), δηλαδή της συνειδητής παραποίησης από πλευράς αξιωματούχων των στοιχείων αναφορικά με την υλοποίηση του πλάνου, αυξάνοντας για παράδειγμα πάνω από το πραγματικό επίπεδο το ποσοστό κάλυψης των στόχων, προκειμένου να λάβουν αδικαιολόγητους πόρους και εισοδήματα.[8]
Συνεπώς, οι ανισορροπίες και αρρυθμίες στη λειτουργία της βιομηχανίας εξαιτίας των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού ήταν σύνηθες φαινόμενο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της «Sturmovschina» (η «μέθοδος της εφόδου»), δηλαδή της μετάβασης μιας επιχείρησης από καταστάσεις υπολειτουργίας και υποαπασχόλησης του προσωπικού, ως συνέπεια  της μη έγκαιρης εκπλήρωσης των προβλεπόμενων υποχρεώσεων  των συνδεόμενων μαζί της άλλων  επιχειρήσεων, σε φρενήρη υπερωριακή εργασία στο τέλος του μήνα της περιόδου σχεδιασμού, συχνά με τη χρήση διάφορων υποκατάστατων στη θέση των μη παραδοθέντων προϊόντων, προκειμένου να υλοποιηθούν οι προβλεπόμενοι από το πλάνο παραγωγικοί στόχοι.[9]
Προσπαθώντας να αποφύγουν διάφορες δυσκολίες οι επιχειρήσεις συνήθιζαν να αναπτύσσουν μεταξύ τους άτυπες συναλλαγές για την εύρεση και ανταλλαγή χρήσιμων υλικών, ανταλλακτικών και εργαλείων.
Υπήρχε μάλιστα μια ειδική κατηγορία προσωπικού, οι «tolkachi» (ωθητές), οι οποίοι με ανεπίσημους τρόπους βοηθούσαν την επιχείρηση να υλοποιήσει τους στόχους παραγωγής, προσπαθώντας κυρίως να επιτύχουν τη μείωση των απαιτήσεων του πλάνου ή τη διασφάλιση των πόρων που χρειαζόταν κάθε επιχείρηση.  Οι «ωθητές» πληρώνονταν για τη σημαντική δουλειά που έκαναν, και παρότι λειτουργούσαν ανεπίσημα, αντιμετωπίζονταν από τη διοίκηση με ανοχή, δεδομένης της σιωπηρής αποδοχής της ουσιώδους δουλειάς τους.[10]
Πέραν της λειτουργίας τους εντός της νόμιμης οικονομίας, οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις αναπτύχθηκαν δυναμικά και σε ένα ευρύ πεδίο παράνομων δραστηριοτήτων, συγκροτώντας την αποκαλούμενη σκιώδη οικονομία.
Στον τομέα των υπηρεσιών, πληθώρα επαγγελματιών πρόσφερε συγκεκριμένες υπηρεσίες στον πληθυσμό (τεχνική υποστήριξη, κατασκευές, επισκευές, μεταφορές, ιατρική φροντίδα, εκπαιδευτικές υπηρεσίες) εκτός του πλαισίου της επίσημης απασχόλησής τους, λαμβάνοντας αμοιβές που το κράτος δεν μπορούσε να ελέγξει.  Αρκετά συχνά, υλικά και υποδομές της κρατικής οικονομίας χρησιμοποιούνταν γι’ αυτού του τύπου την ιδιωτική δραστηριότητα.[11]
Επιπλέον, αναπτύχθηκαν σε μεγάλη κλίμακα άτυπες διαπροσωπικές σχέσεις με στόχο την πρόσβαση σε σπάνια ή ιδιαιτέρως πολύτιμα προϊόντα και υπηρεσίες, παρακάμπτοντας το επίσημο σύστημα κατανομής τους. Αυτές ήταν γνωστές ως «blat» (χάρες) και, όπως υπονοεί ο όρος, περιλάμβαναν την προώθηση μέσω δικτύων γνωριμιών (συγγενών-φίλων), προϊόντων και υπηρεσιών που βρίσκονταν σε έλλειψη στην επίσημη σοβιετική οικονομία.[12]
Οι μεγάλες ανισορροπίες που υπήρχαν στον εφοδιασμό του πληθυσμού με καταναλωτικά αγαθά έδωσαν επίσης ώθηση σε μεγάλο αριθμό κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων προώθησης στη μαύρη αγορά προϊόντων που βρίσκονταν σε έλλειψη, τα οποία συχνά είχαν κλαπεί από δημόσιες επιχειρήσεις και καταστήματα.
Αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά αυτές οι σκιώδεις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις άρχισαν να διεισδύουν στην παραγωγική δραστηριότητα των δημόσιων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αρκετές από αυτές, παράλληλα με την υλοποίηση των στόχων του κεντρικού σχεδιασμού, να παράγουν προϊόντα ειδικά για τη μαύρη αγορά, χρησιμοποιώντας παραγωγικές δυνατότητες που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Οι εκτιμώμενες πωλήσεις προϊόντων από αυτή την παράνομη παραγωγική δραστηριότητα ανέρχονταν στα 15 ως 20 δισ. ρουβλίων  κατ’ έτος.[13]
Η σκιώδης οικονομία, το μέγεθος της οποίας στην ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άγγιζε περίπου το 20-25% του εθνικού εισοδήματος, δημιουργώντας 150 δισ. ρουβλίων παράνομων εισοδημάτων το χρόνο,[14] συνδεόταν με τη δημιουργία ισχυρών εγκληματικών οργανώσεων και τη συσσώρευση μεγάλου πλούτου σε χέρια ιδιωτών, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τη διαφθορά και τον έλεγχο τμημάτων του διοικητικού μηχανισμού. Συνδέθηκε επίσης με τη δημιουργία μιας συμμαχίας κοινωνικών δυνάμεων, των οποίων τα ταξικά συμφέροντα ήταν εχθρικά προς το σοβιετικό σύστημα εξουσίας.[15]
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ύπαρξη σκιώδους οικονομίας συνδεόταν κυρίως με το γεγονός πως το προοριζόμενο για ατομική κατανάλωση κοινωνικό προϊόν ήταν ποιοτικά και ποσοτικά ανεπαρκές για να καλύψει σε βέλτιστο βαθμό τις ατομικές ανάγκες του πληθυσμού, ενώ οι ίδιοι οι παραγωγοί δεν γνώριζαν εκ των προτέρων κρίσιμες ποιοτικές και ποσοτικές διαστάσεις αυτών των αναγκών. Συνεπώς, η πρόσβαση των πολιτών στα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες αναπόφευκτα λάμβανε χώρα μέσω εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων (των επίσημων, εντός της κρατικής και συνεταιριστικής αγοράς και των παράνομων, εντός της μαύρης αγοράς)  και ενείχε στοιχεία ανταγωνισμού ανάμεσά τους, με στόχο την απόκτηση περισσότερων και καλύτερων καταναλωτικών αγαθών. Έτσι, παρά τον κρατικό έλεγχο του εμπορίου και των τιμών, ήταν αυτός ακριβώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των καταναλωτών για μεγαλύτερη πρόσβαση σε απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες τα οποία σπάνιζαν ή δεν επαρκούσαν για όλους, που οδηγούσε σε κερδοσκοπία και πρακτικές μαύρης αγοράς.
Το μέτρο της διατήρησης και η δυνατότητα υπέρβασης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων κατά το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της εργασίας
Ο σοσιαλισμός μπορεί θεωρητικά να γίνει αντιληπτός ως η κατώτερη-μεταβατική φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, κατά την οποία όλοι οι παράγοντες της εργασίας (τα μέσα και οι συνθήκες εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, ο κυρίαρχος τύπος εργαζομένου), όπως έχουν κληρονομηθεί από το ιστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας, μετασχηματίζονται σταδιακά.
Δεδομένου ότι οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής αρχικά εγκαθιδρύονται σε μια αναντίστοιχη προς αυτές υλική βάση (μη αυτοματοποιημένη παραγωγή), η σοσιαλιστική οικονομία δεν μπορεί να αποφύγει την ύπαρξη σε ορισμένο ή σε σημαντικό βαθμό των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Για το λόγο αυτό στο σοσιαλισμό οι σχέσεις κομμουνιστικού σχεδιασμού και οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις αναπόφευκτα συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με αντιφατικό τρόπο. Ωστόσο, οι σχέσεις κομμουνιστικού σχεδιασμού και η κοινωνική ιδιοκτησία στα  μέσα παραγωγής θα πρέπει  προφανώς να υπερισχύουν.
Έχοντας κάνει αυτή την επισήμανση θα ήθελα να σχολιάσω αναφορικά με τις διάφορες εκδοχές της θεωρίας του «σοσιαλισμού της αγοράς» ότι, σε γενικές γραμμές, βλέπουν τις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις ως κάτι στατικό, δεδομένο, αναπόφευκτο και, για το λόγο αυτό, μόνιμο. Η προσέγγιση του «σοσιαλισμού της αγοράς» αγνοεί το γεγονός ότι η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της αυθόρμητης λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς, αλλά αντιθέτως απαιτεί μια συνολική κοινωνική στρατηγική και σχεδιασμό.
Επιπροσθέτως, η έννοια του «σοσιαλισμού της αγοράς» υποτιμά το γεγονός ότι η αυξανόμενη ωρίμαση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, η οποία επιτυγχάνεται κατά την υλοποίηση της κομμουνιστικής στρατηγικής, καθιστά τη σταδιακή υπέρβαση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία για την παραπέρα ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ο βαθμός διατήρησης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων και συνάμα ο βαθμός ανάπτυξης των σχέσεων κεντρικού σχεδιασμού και διοίκησης, όπως και οι αντίστοιχες μορφές ιδιοκτησίας (η μικρή και μεσαία ιδιωτική και συνεταιριστική ιδιοκτησία, οι διάφορες μορφές κρατικής ιδιοκτησίας) πρέπει πρωτίστως να καθορίζονται από το βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα των υλικών παραγόντων της παραγωγής (των μέσων και των αντικείμενων της παραγωγής) και από το αν η χρήση τους απαιτεί ατομικές ή ομαδικές προσπάθειες, ή προσπάθειες όλης της κοινωνίας. Σε περιπτώσεις όπου η χρήση των μέσων και αντικειμένων παραγωγής εξαρτάται κυρίως από την εργασία μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων, η διατήρηση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων ως συνεκτικού δεσμού με τους καταναλωτές και άλλους παραγωγούς κρίνεται αναπόφευκτη.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής είναι ανεπτυγμένος σε μέγιστο βαθμό σε εκείνα τα μέσα που μπορούν να λειτουργήσουν εντός ενιαίου αυτοματοποιημένου παραγωγικού συστήματος, βάσει προσχεδιασμένων προδιαγραφών, και τα οποία μπορούν να παράγουν εξαιρετικά προβλέψιμα, από ποσοτική και ποιοτική σκοπιά, αποτελέσματα.
Το επίπεδο διατήρησης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων εξαρτάται επίσης από το είδος της εργασιακής προσπάθειας που οι υλικοί παράγοντες της παραγωγής απαιτούν από τους εργάτες και το είδος της επίδρασης που ασκούν πάνω τους. Η επίδραση του χαρακτήρα των υλικών παραγόντων της εργασίας στον εργάτη (και, τοιουτοτρόπως, στις σχέσεις παραγωγής) μπορεί να είναι ευεργετική ή δυσμενής. Όταν η επίδραση είναι δυσμενής (στην περίπτωση της κουραστικής, ανθυγιεινής εργασίας), οι άνθρωποι προσπαθούν να την αποφύγουν. Όταν όμως δεν είναι εφικτή η αλλαγή της εργασιακής διαδικασίας, ώστε να εξαλειφθεί η δυσμενής επίδραση, τότε μεταξύ των εργατών αναπτύσσονται σχέσεις αντιπαλότητας. Όταν αυτό συμβαίνει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, οι σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να απαλλαχθούν από στοιχεία εμπορευματικού ανταγωνισμού και υλικών κινήτρων για τη βελτίωση της παραγωγικής προσπάθειας.
Αντιθέτως, όταν η επίδραση στους ανθρώπους των υλικών παραγόντων της εργασίας είναι ευεργετική (εργασία ξεκούραστη, αισθητικά ευχάριστη και δημιουργική), τότε ο ανταγωνισμός υποχωρεί και αντίστοιχα καθίσταται εφικτή η εγκαθίδρυση συντροφικών σχέσεων παραγωγής.
Ο βαθμός διατήρησης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων σε μια σοσιαλιστική κοινωνία επηρεάζεται επίσης κατά πολύ από το αποτέλεσμα της παραγωγής, δηλαδή από το κοινωνικό προϊόν που προορίζεται για ατομική κατανάλωση και τη σχέση του με τις ανάγκες των μελών της κοινωνίας. Πρόκειται για το βαθμό στον οποίο το προϊόν αυτό μπορεί να καλύψει τη σχετική ζήτηση κατά βέλτιστο από ποσοτική και ποιοτική σκοπιά  τρόπο.
Σχετικά με αυτό το ζήτημα μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη, η ποσότητα και η ποιότητα των προϊόντων επαρκούν για την ελάχιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών ή ξεπερνούν αυτό το ελάχιστο όριο, αλλά δεν επαρκούν για τη βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών. Στη δεύτερη, η ποσότητα και ποιότητα των προϊόντων επαρκούν για τη σταθερή βέλτιστη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Στην πρώτη περίπτωση, η προαναφερθείσα ανεπάρκεια σαφώς οδηγεί σε διάφορες μορφές ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών για την απόκτηση όχι μόνο ενός επαρκούς, αλλά και ενός ποιοτικά καλύτερου τμήματος του κοινωνικού προϊόντος. Στη δεύτερη περίπτωση, εξαλείφονται οι συνθήκες που οδηγούν σε οποιοδήποτε τέτοιο ανταγωνισμό.
Η επίδραση, δυσμενής ή ευεργετική, που ασκούν στους εργάτες οι υλικοί παράγοντες της εργασίας, η επάρκεια ή ανεπάρκεια του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση κοινωνικού προϊόντος, όσον αφορά τη βέλτιστη από ποσοτική και ποιοτική σκοπιά ικανοποίηση των ατομικών αναγκών, και οι αντίστοιχες αυθόρμητα αναπτυσσόμενες  στάσεις προς την κοινωνία, που προκύπτουν ως συνέπεια των παραπάνω παραγόντων, επηρεάζουν αποφασιστικά και διαμορφώνουν τα κίνητρα βάσει των οποίων εργάζεται κάθε εργάτης.
Τα κίνητρα αυτά μπορεί να περιορίζονται μόνο στην εργασία για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών των εργατών και των οικογενειών τους. Σε αυτή την περίπτωση, η ίδια η εργασιακή δραστηριότητα αποτελεί κυρίως ένα εξωτερικό κίνητρο, είναι δηλαδή αναγκαία προκειμένου να υπηρετηθεί ένας κατεξοχήν καταναλωτικός τρόπος ζωής. Οι εργάτες που εμφορούνται από μια τέτοια αντίληψη για την εργασία και τη ζωή ρέπουν διαρκώς προς τον παρασιτισμό και για το λόγο αυτό μορφές εξαναγκασμού, διοικητικού ή οικονομικού, είναι αναπόφευκτες, προκειμένου να  διεκπεραιώνουν με υπευθυνότητα τα καθήκοντά τους, να αυξάνουν την παραγωγικότητα και να βελτιώνουν το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Η κατάσταση αλλάζει όταν στην υλική παραγωγή κυρίαρχο κίνητρο  εργασίας γίνεται η ικανοποίηση της εσωτερικής ανάγκης των εργαζομένων για εργασία, της ανάγκης για απόλαυση της ίδιας της διαδικασίας της εργασίας και, συνεπώς, της ανάγκης να βελτιώνουν και να τελειοποιούν διαρκώς αυτή τη διαδικασία. Όταν οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν την εργασία τους και την αντιμετωπίζουν ως αυτοσκοπό, τότε κινητήριος δύναμη αύξησης της παραγωγικότητας και βελτίωσης των αποτελεσμάτων της δραστηριότητάς τους γίνεται η ίδια η επιθυμία τους να εργαστούν. Σε αυτή την περίπτωση το κίνητρο για τη διαρκή βελτίωση της εργασιακής προσπάθειας είναι εσωτερικό και, συνεπώ,ς  εξαλείφεται κάθε ανάγκη εξαναγκασμού –διοικητικού ή οικονομικού– των εργαζομένων.
Ο βαθμός διατήρησης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων συνδέεται επίσης με τους τύπους εργαζομένου που κυριαρχούν σε μια σοσιαλιστική οικονομία, με το αν δηλαδή και κατά πόσον κυρίαρχοι τύποι είναι αυτοί των χειρωνακτών εργατών, φορέων φυσικής δύναμης, βιωματικών δεξιοτήτων και εμπειρικών γνώσεων ή εργαζομένων  που έχουν υψηλή επιστημονική ειδίκευση και πολυσχιδείς διανοητικές ικανότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κυρίαρχος τύπος εργαζόμενου στις διάφορες μονάδες και κλάδους της παραγωγής είναι εξαιρετικά σημαντικός σε ό,τι αφορά την εγκαθίδρυση των σχέσεων παραγωγής σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, καθώς και το βαθμό στον οποίο οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις μπορούν να ξεπεραστούν.
Στη σοσιαλιστική και αναρχική σκέψη αρκετά συχνά συναντάμε την ιδέα της εργατικής αυτοδιαχείρισης, της άμεσης μετατροπής των εργατών σε διαχειριστές του συστήματος παραγωγής και της κοινωνικής ζωής. Συνήθως όμως, αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι ότι ο εν λόγω στόχος δεν μπορεί να αφορά οποιονδήποτε τύπο εργάτη και σίγουρα δεν μπορεί να αφορά χειρώνακτες εργάτες, έστω και εργάτες-χειριστές εκμηχανισμένων μέσων παραγωγής.
Για να γίνουν οι εργάτες πραγματικοί συλλογικοί διαχειριστές της εργασίας, και συνεπώς για να καταστεί εφικτή η ευρεία ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, θα πρέπει να έχουν βαθιά επιστημονική κατανόηση των μέσων, των αντικειμένων και των  μεθόδων της εργασίας και εξαιρετικά ανεπτυγμένες γνωστικές ικανότητες, υψηλά ανεπτυγμένη ικανότητα για διαρκή αυτομόρφωση και δημιουργία νέων γνώσεων. Επιπλέον, θα πρέπει σίγουρα να είναι ικανοί να θέτουν τους στόχους της παραγωγικής δραστηριότητας και μάλιστα να θέτουν καινοτόμους στόχους, βασισμένους στην κατανόηση των τάσεων και προοπτικών της επιστημονικής-τεχνολογικής και κοινωνικής προόδου. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να έχουν ολόπλευρα ανεπτυγμένη συνείδηση, στην ηθική, αισθητική και φιλοσοφική μορφή της.
Ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για την πρόοδο κάθε σοσιαλιστικού εγχειρήματος είναι η διαρκής διασφάλιση της μέγιστης αντιστοιχίας μεταξύ, αφενός, της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και των σχέσεων κομμουνιστικού σχεδιασμού και, αφετέρου, του επιπέδου ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων αυτών.
Η παραβίαση αυτής της αντιστοιχίας, που εκφράζεται είτε με τη μορφή της ανεπαρκούς εγκαθίδρυσης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής σε σύγκριση με το επίπεδο της ανάπτυξης των μέσων παραγωγής, είτε με τη μορφή της υπερβολικής εγκαθίδρυσης τέτοιων σχέσεων επί μέσων παραγωγής εξαιρετικά κατώτερου επιπέδου ανάπτυξης, μπορεί να υπονομεύσει επικίνδυνα την πρόοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Η πραγματική υπέρβαση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, ως σχέσεων παραγωγής, προϋποθέτει την αλλαγή στα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των παραγόντων της παραγωγής (των μέσων και του αντικείμενου της παραγωγής, των συνθηκών της παραγωγής, του κοινωνικού προϊόντος και του κυρίαρχου τύπου εργαζομένου), έτσι ώστε η λειτουργία τους στο πλαίσιο των κομμουνιστικών διοικητικών-σχεδιαστικών σχέσεων να επιτρέπει την πιο δυναμική ανάπτυξή τους, σε σχέση με τη λειτουργία τους στο πλαίσιο των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων.
Ορισμένα θεμελιώδη στοιχεία αυτής της κατάστασης, τα οποία συνιστούν επίσης θεμελιώδεις στόχους του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της εργασίας, αποτελούν:
  1. Η ευρέως αναπτυγμένη αυτοματοποίηση της παραγωγής, στην κλίμακα επιχειρήσεων, επιμέρους κλάδων, της κοινωνίας (η κυριαρχία τεχνολογιών παραγωγής αυτομάτων από αυτόματα) συνοδευόμενη από την αυτοματοποίηση του ελέγχου και της ρύθμισης των παραγωγικών διαδικασιών. Επιπλέον, η εξαιρετικά ανεπτυγμένη ικανότητα ακριβούς σχεδίασης των παραγωγικών διαδικασιών, με δεδομένη την υψηλή προβλεψιμότητα των αποτελεσμάτων τους  από ποσοτική και ποιοτική σκοπιά. Ο μετασχηματισμός της υλικής παραγωγής σε κατεξοχήν τεχνολογική εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης.
  2. Η δραστική μείωση ή ακόμα και πλήρης εξάλειψη της μονότονης, κουραστικής, ανθυγιεινής εργασίας. Η κυριαρχία της εργασίας ως αυτοσκοπού, ως δημιουργικής, επιστημονικής, διοικητικής-οργανωτικής δραστηριότητας, η οποία προσφέρει στους εργαζόμενους αισθητική, διανοητική και ηθική ικανοποίηση.
  3. Η δυνατότητα παραγωγής πληθώρας προϊόντων υψηλής ποιότητας, που θα ανταποκρίνονται κατά βέλτιστο τρόπο στις ποιοτικές και ποσοτικές παραμέτρους των ατομικών αναγκών. Η κυριαρχία της εξατομικευμένης παραγωγής, σε συνάρτηση με την αυτοματοποίηση-ψηφιοποίηση της επικοινωνίας μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών.[16]
  4. Η κυριαρχία εργαζομένων-φορέων υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης και ολόπλευρα καλλιεργημένων διανοητικών-πολιτισμικών ικανοτήτων, ικανών να δημιουργούν επιστημονικές γνώσεις και να διαχειρίζονται συλλογικά το σύστημα της υλικής παραγωγής. Η κυριαρχία ενός τέτοιου τύπου εργαζομένου σε μια σοσιαλιστική κοινωνία είναι εξαιρετικά αναγκαία για τη μη αναστρέψιμη πορεία της προς τον κομμουνισμό.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι αλλαγές που συντελούνται στο πεδίο της υλικής παραγωγής, ως συνέπεια της σύγχρονης δυναμικής επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, μας δίνουν περισσότερες δυνατότητες, προκειμένου να τεκμηριώσουμε το εφικτό και αναγκαίο της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής. Η θεωρητική εργασία σε αυτή την κατεύθυνση είναι ζωτικής σημασίας για την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.

[1] Κ. Μαρξ, (1994) Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ. 21.
[2] Φ. Ένγκελς, (2001) Αντί-Ντίρινγκ, Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, σ. 436-437.
[3] Στο ίδιο, σ. 470.
[4] V.A. Vazjulin, (2005) «Ο neobhodimosti dialekticheskogo snjatija klassicheskoj formy marksizma», Marksizm i sovremennost’, 1-2 (31-32), σ. l03.
[5] Β.Ι. Λένιν, (1985)  «Η νέα οικονομική πολιτική και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης», στο: Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 44. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, σ. 157.
[6] Στο ίδιο, σ. 159.
[7] M. Lebowitz, (2012) The Contradictions of “Real Socialism”: The Conductor and the Conducted. Νέα Υόρκη: Month1y Review Press, σ. 44-45
[8] Α.Α. Sergeev (1990) «Pir sostojat’sja ne do1zhen. Perestroika uprav1enija i gorizonty rynka», στο: V.N. Bobkov & Α.Α. Sergeev (eds), Al’ternativa: vybor puti. Μόσχα: Mys1′, σ. 60.
[9] Lebowitz, ό.π., σ. 43.
[10] A. Ledeneva, (1998) Russίa’s Economy of Favours. Blat, Networkίng and Informal Exchange. Κάιμπριτζ: Cambridge University Press, σ. 25-27.
[11] R. Keeran & T. Kenny (2010) Socialism Betrayed: Behind the Collapse of the Soviet Union. Νέα Υόρκη: iUniverse, σ. 68-70.
[12] Ledeneva, ό.π., σ. 27-38.
[13] Sergeev, ό.π., σ. 57.
[14] Στο ίδιο, σ. 52.
[15] Keeran & Kenny, ό.π., σ. 78-85.
[16] Αξίζει να αναφερθεί εδώ η ιδέα του «παραγωγαναλωτή» (prosumer) του Άλβιν Τόφλερ, δηλαδή η προοπτική συγχώνευσης του καταναλωτή με τον παραγωγό διαμέσου της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής. Η «παραγωγανάλωση» (prosuming) σημαίνει ότι ο πελάτης χρησιμοποιώντας    τεχνολογίες Παραγωγής με τη Βοήθεια Υπολογιστή (CAM) μεταφέρει τις απαιτούμενες προδιαγραφές του προϊόντος απευθείας στον κατασκευαστή, συμμετέχοντας έτσι στην παραγωγική διαδικασία. Όπως συμπεραίνει ο Άλβιν Τόφλερ, «[η αγορά] είναι μια άμεση, αναπόφευκτη συνέπεια του διαχωρισμού του παραγωγού από τον καταναλωτή. Οπουδήποτε συμβεί αυτός ο διαχωρισμός εμφανίζεται η αγορά. Και οπουδήποτε στενέψει το χάσμα σε καταναλωτή και παραγωγό, τίθεται υπό αμφισβήτηση η όλη λειτουργία, ο ρόλος και η δύναμη της αγοράς».  Α. Τόφλερ (1982) Το Τρίτο Κύμα, Αθήνα: Κάκτος, σ. 330.
Periklis Pavlidis “Commodity-money relations in the socialist transformation of labour” in: Grupo de Estudos Marxistas, II Congresso Internacional Marx em Maio 2014, Lisbon, 2015, 387-400, μετάφραση στα ελληνικά Κατερίνα Μπραστιανού.