Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Οι Ρίζες του Τουρκικού Φασισμού και Γιατί Είναι Απειλή

Όχι πολύ καιρό πριν η Τουρκία ήταν η αγαπημένη του Δυτικού κόσμου. Αγαπημένος τουριστικός προορισμός για Ευρωπαίους και Ρώσους, τόπος μιας από τις παλαιότερες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό, και κορυφαίος αποδέκτης δανείων του ΔΝΤ/Παγκόσμιας Τράπεζας,
 η χώρα που γεφυρώνει Ασία και Ευρώπη κάποτε είχε μια γενικά θετική φήμη μεταξύ όλων, από αξιωματικούς των ΗΠΑ μέχρι κερδοσκόπους. Η εικόνα αυτή έχει χαλάσει σε μεγάλο βαθμό από την τελευταία εισβολή του τούρκικου στρατού στη Βόρεια Συρία, η οποία προκάλεσε ευρεία αποδοκιμασία από διάφορους πολιτικούς όπως και διεθνή κοινωνικά κινήματα.
Αν και η εισβολή ήταν ξαφνική για πολλούς ανθρώπους, η ίδια η Τουρκία ήταν πάντοτε διαμορφωμένη από ένα μίγμα φασισμών – ένα εθνοκράτος βασισμένο στην σφαγή των Αρμενίων και τον εκτοπισμό των Ελλήνων όπως και την αποικιοκρατική ενσωμάτωση του ντόπιου κουρδικού πληθυσμού. Κατά την ίδρυση του, η εθνική τουρκική ταυτότητα δημιουργήθηκε προς όφελος του μουσουλμανικού πληθυσμού, δάνειο από το «εθνικό σύστημα» με το οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία χώριζε το πληθυσμό ανάλογα με τη θρησκεία.
Για τα 27 πρώτα της χρόνια, ξεκινώντας από το 1923, το τουρκικό κράτος διοικούνταν από μονοκομματικό κορπορατιστικό σύστημα που μπορεί να περιγραφεί εύστοχα ως φασιστικό. Μετά το 1950, επιπλέον πολιτικά κόμματα επιτράπηκαν να μπουν στο κοινοβουλευτικό σύστημα – μέχρι το πραξικόπημα του 1960 βέβαια.
Τα επόμενα χρόνια η Τουρκία επηρεάστηκε από το παγκόσμιο επαναστατικό αριστερό κύμα. Αυτή η σχετικά ανεκτική περίοδος έληξε με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980· το φασιστικό νεοφιλελεύθερο καθεστώς που ακολούθησε ήταν παρόμοιο με αυτό του Pinochet στη Χιλή. Ο πόλεμος εναντίον των κουρδικών κινημάτων εντάθηκε στη δεκαετία του 1990 μαζί με την πολιτική αστάθεια, με την μια κυβέρνηση συνασπισμού να καταρρέει μετά την άλλη. Στις αρχές του 2000, όταν Recep Tayyip Erdoğan κυριάρχησε στη σκηνή, έμοιαζε ως απομάκρυνση από την κλασική τουρκική πολιτική, μια φιλελεύθερη δημοκρατική στροφή – αλλά ο μήνας του μέλιτος έληξε σταδιακά καθώς αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός αναμίχθηκε με παραδοσιακό τουρκικό φασισμό. Η τελευταία εκδοχή του τουρκικού φασισμού, που ενσαρκώνεται από τον πρόεδρο Erdoğan, αντιπροσωπεύει την συγχώνευση ενός βαθιά ριζωμένου εθνικισμού με το το πιο πρόσφατο πολιτικό Ισλάμ.
Στην επιφάνεια, αυτή η ιδεολογική ένωση αποτελεί έκπληξη, καθώς τα δυο ρεύματα βρίσκονταν σε αντίθεση μεταξύ τους. Οι ιδρυτικές αρχές του Τουρκικού κράτους όπως εκφράστηκαν από τον Mustafa Kemal Atatürk τόνιζαν πως θα ήταν κοσμικό κράτος. Αυτή η κοσμικότητα, αν και καταπιεστική με κάποιους τρόπους – για παράδειγμα, η απαγόρευση της δημόσιας εμφάνισης με θρησκευτική ενδυμασία – επίσης ήταν κάθε άλλο παρά πλήρης. Από την ίδρυση του κράτους, το υπουργείο θρησκευτικών υποθέσεων επανειλημμένως προσπάθησε να ρυθμίσει και να επιβάλει σουνιτικό ισλάμ σε όλη τη Τουρκία. Πολύ πιο σημαντικό, πολύ πιο σημαντικό, ανάμεικτα σώματα τουρκικών δυνάμεων και σουνιτικών πολιτοφυλακών έχουν πραγματοποιήσει περιοδικές σφγές εναντίον του πληθυσμού των Αλεβιτών της Τουρκίας – το 1938 στο Ντερσίμ εναντίον Αλεβιτών Κούρδων, το 1978 στις πόλεις Μαράς και Μαλάτια, στο Κορούμ το 1980, στο Σίβας το 1993.
Παρά τις εθνικιστικές ρίζες του κράτους και τη περιοδική στρατολόγηση του Ισλάμ στην υπηρεσία του τουρκικού εθνικισμού, αυτή η μορφή ηγεμονικού φασισμού κυρίως τόνιζε τις τούρκικες ρίζες στις στέππες της Κεντρικής Ασίας, παρά με το μίγμα του οθωμανικού ιμπεριαλισμού και ισλαμικού φονταμενταλισμού που προωθεί σήμερα ο Erdoğan. Αυτή η μορφή φασισμού χρησιμοποιήθηκε ως όπλο εναντίον του αριστερού φοιτητικού κινήματος των τελών της δεκαετίας του 1960 και του 1970, στο οποίο οι αρχικοί ιδρυτές και επιτελεία του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (Partiya Karkerên Kurdistanê, PKK) πήρε το βάπτισμα του πυρός, μεταξύ τους και ο πολύ γνωστός ηγέτης του Abdullah Öcalan. Και το κράτος και οι σχετιζόμενοι με αυτό φασιστικοί παραστρατιωτικοί σχηματισμοί πραγματοποίησαν σφαγές, όπως η διαβόητη επιδρομή στην Άγκυρα το 1978 στην οποία εφτά νεαρά μέλη του Τουρκικού Εργατικού Κόμματος (Türkiye İşçi Partisi, TİP) δολοφονήθηκαν. Κάποιοι από τους δράστεςαυτής της συγκεκριμένης σφαγής αργότερα έγιναν στελέχη της Επιχείρησης Gladio, την διεθνή παραστρατιωτική οργάνωση της CIA και του ΝΑΤΟ που ήταν υπεύθυνη για την υλοποίηση της «στρατηγικής της έντασης» (strategia della tensione) εναντίον του Αυτονομιστικού κινήματος του 1970. Οι πράξεις τους απλώνονταν σε διάρκεια δεκαετιών. Αυτοί οι κρατικοί πράκτορες οργάνωσαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις που στόχευαν τα μέλη του PKK και τους Κούρδους χρηματοδότες τους σε ολόκληρη τη Τουρκία στη δεκαετία του 1990.
Η Άνοδος του Πολιτικού Ισλάμ
Στο μεταξύ, μέσα στη βίαιη σύγκρουση μεταξύ αριστερών φοιτητών και κρατικά υποστηριζόμενων φασιστών παραστρατιωτικών, οι ιδρυτές του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ οργανώνονταν διακριτικά. Μεταξύ τους ο Fetullah Gülen, ένας Τούρκος ισλαμιστής κληρικός που τώρα είναι εξόριστος στα Όρη Πόκονο της Πενσυλβάνια. Η μακρά σχέση του Gülen με το AKP και τον Erdoğan τον ίδιο είναι τουλάχιστον ταραχώδης. Ξεκινώντας από την πόλη Ερζουρούμ της ανατολικής Τουρκίας ως μέλος μιας ομάδας που ακολουθούσε τα διδάγματα του Said Nursi, ο Gülenέγινε ο κληρικός ενός μικρού αριθμού ακόλουθων στη δυτική πόλη Ισμίρ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970. (Ο Said Nursi, φανατικός αντικομουνιστής, ήταν επίσης διωκόμενος από το τουρκικό κράτος μέχρι το θάνατό του το 1960· η δική του εκδοχή του Ισλάμ θεωρήθηκε απειλή για τους κεμαλιστές επειδή ενσωμάτωνε καπιταλισμό και μοντερνισμό)
Οι ρίζες του Erdoğan μπορούν να εντοπιστούν σε ένα αντίπαλο ισλαμιστικό κίνημα, το Κίνημα Εθνικής Οπτικής (Milli Görüş, μια αναφορά στο σύνδεσμο μεταξύ τουρκικού έθνους και Ισλάμ) που ιδρύθηκε από τον Necmettin Erbakan. Ο Gülen και ο Erbakan διέφεραν στη στρατηγική. O Erbakan προτιμούσε ένα πολιτικό κίνημα για την κατάληψη κοινοβουλευτικών εδρών και τελικά την κυβέρνηση, ενώ ο Gülen προωθούσε μια πιο δόλια προσέγγιση που συνδύαζε χτίσιμο επιχειρήσεων και την εισχώρηση σε διάφορα κρατικά όργανα, κυρίως το στρατό και το δικαστικό σώμα, μεταξύ τους και τις αστυνομικές δυνάμεις.
Συχνά ανταγωνιστικά μεταξύ τους τα δύο αυτά ρεύματα του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ ήρθαν στο προσκήνιο στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτέμβρη 1980. Το πραξικόπημα έφερε στην εξουσία την στρατιωτική κυβέρνηση του Kenan Evren, η οποία συνέλαβε σχεδόν 650000 ανθρώπους – κυρίως αριστερούς επαναστάτες. Πίσω από κλειστές πόρτες, 171 εκτελέστηκαν στη διάρκεια βασανιστηρίων και ανακρίσεων· 49 εκτελέστηκαν άμεσα. Αυτό το βάναυσο κύμα καταστολής άνοιξε το δρόμο για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, κυρίως ως αντίβαρο στο αριστερό κύμα που σάρωνε μέσα στην τουρκική νεολαία και στα εργατικά σωματεία. Η διαδικασία επιταχύνθηκε από τον πρόεδρο Turgut Özal ο οποίος έφερε την τουρκική οικονομία στο παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σύστημα με την μείωση των δημόσιων επενδύσεων, παίρνοντας μέτρα για την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου, πραγματοποιώντας σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, και μεταβαίνοντας σε μια εξαγωγική οικονομία.
Ο Öcalan είχε φύγει από τη χώρα πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Στη δεκαετία του 1980, από τη Συρία, άρχισε να οργανώνει το PKK πιο σοβαρά, οργανώνοντας κανονικές εκπαιδεύσεις ανταρτών και εισάγοντας τις ιδέες του στη κουρδική κοινωνία στα χωριά και στις πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Τελικά, και τα δυο ρεύματα του πολιτικού Ισλάμ – το γκιουλενικό και το ερμπακανικό – πέτυχαν στις στρατηγικές τους. Οι οπαδοί του Gülen εισχώρησαν βαθιά στο στρατό και τη δικαιοσύνη, ενώ το Κόμμα Ευημερίας του Erbakan (Refah Partisi) έγινε μέλος συνασπισμού στις εκλογές του 1996 με τον ιδρυτή του να γίνεται πρωθυπουργός. Η αρχική άνοδος του Erdoğan στην τουρκική πολιτική, ως δήμαρχος της Ιστανμπούλ από το 1994 ως το 1998, έγινε χάρη στο ότι ήταν μέλος του Κόμματος Ευημερίας του Erbakan. Μετά την απαγόρευση του Κόμματος Ευημερίας από Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας και την σύντομη τετράμηνη φυλάκιση του Erdoğan για την απαγγελία ισλαμιστικού ποιήματος, δημιουργήθηκε το 2001 το Κόμμα Δικαιοσύνης και Προόδου (AKP).
Το AKP ανέβηκε στην εξουσία στις γενικές εκλογές του 2002 με μια σαρωτική νίκη, σχηματίζοντας μια μονοκομματική κυβέρνηση για πρώτη φορά μετά την κυριαρχία του Özal τη δεκαετία του 1980. Κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν την αγανάκτηση των ψηφοφόρων για την νεοφιλελεύθερη απάντηση στην τουρκική οικονομική κρίση του 2001. Μια συμμαχία με το γκιουλενικό κίνημα επίσης βοήθησε στην γρήγορη άνοδο στην εξουσία. Το γκιουλενικό επιτελείο έπαιξε σημαντικό ρόλο, γιατί ως τότε τα ισλαμιστικά κόμματα και κυβερνήσεις αποκλείονταν από τα δικαστήρια ή το στρατό. Στηρίζοντας το ένα το άλλο, τα δυο προηγουμένως αποκλίνοντα ρεύματα μέσα στο πολιτικό Ισλάμ κατάφεραν να στραφούν εναντίον των παγιωμένων εθνικιστικών στρατιωτικών επιτελείων της Τουρκίας μέσω διάφορων συνωμοτικών επιχειρήσεων και ερευνών.
Ωστόσο, αυτή η αδύναμη συμμαχία κατέρρευσε περίπου το 2011. Τα αίτια του σχίσματος είναι περίπλοκα. Στην επιφάνεια, ο καταλύτης ήταν οι συνομιλίες ειρήνευσης μεταξύ PKK και AKP που πραγματοποιούνταν στη Νορβηγία. Η προσωρινή προσέγγιση ήταν αγκάθι στο πλευρό των φανατικών αντι-PKK γκιουλενιστών. Το ρήγμα επίσης επιταχύνθηκε από την απόκλιση μεταξύ τουρκικής και αμερικάνικης πολιτικής προς τη σύγκρουση στη Συρία, καθώς ο Gülen ταυτίζονταν με την αμερικάνικη πολιτική. Το κυριότερο, η άνοδος του Erdoğan και του AKP έγινε υπαρξιακή απειλή για τους γκιουλενιστές, καθώς οι πρώτοι ήταν σε θέση να κρατήσουν για τον εαυτό τους ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της καπιταλιστικής πίτας για τον εαυτό τους. Στη διάρκεια της περιόδου του AKP, ο όγκος των ιδιωτικοποιήσεων – δηλαδή, η μεταφορά πλούτου από τον δημόσιο τομέα σε ιδιώτες – έφτασε τα 60 δισεκ. $, σχεδόν δέκα φορές περισσότερο από ότι με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών μαίνονταν για έξι χρόνια καταλήγοντας στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016 από τα γκιουλενικά στοιχεία μέσα στο στρατό.
Το Αποτυχημένο Πραξικόπημα
η απόπειρα πραξικοπήματος πρόσφερε την τέλεια αφορμή στον Erdoğan για να εδραιώσει την εξουσία του. Κατόρθωσε να εκκαθαρίσει τους παλιούς γκιουλενικούς συμμάχους του, που είχαν γίνει απειλή για την εξουσία του και εξαπέλυσε ένα κύμα καταστολής εναντίον κάθε αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανόμενων του κουρδικού κινήματος και διάφορων αριστερών οργανώσεων και ακτιβιστών. Ο Erdoğan ανέφερε κάποτε στον Gülen με σεβασμό ως Hodja του, ή δάσκαλο· πλέον αναφέρεται σε αυτόν απαξιωτικά με την τοποθεσία που ο Gülen ζει εξόριστος στις ΗΠΑ, “Πενσυλβάνια”. Μαζί με την πρακτική του να αναφέρεται στο YPG με το να προφέρει το ακρωνύμιο στα αγγλικά, δείχνει πως ο Erdoğan εσκεμμένα παρουσιάζει τον εαυτό του στο τουρκικό πληθυσμό και στο μουσουλμανικό umma γενικότερα (όλοι οι μουσουλμάνοι ως μια μοναδική κοινότητα συνδεδεμένη από τη θρησκεία) σαν ένα είδος αντιιμπεριαλιστή.
Η ανακήρυξη κατάστασης ανάγκης στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματο0ς έδωσε στον Erdoğan την εξουσία να εκδίδει επείγοντα διατάγματα. Αυτό οδήγησε στην φυλάκιση περισσότερων από 8000 μελών του υπό κουρδική ηγεσία Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP), την απόλυση περισσότερων από 6000 ακαδημαϊκών από πανεπιστήμια για αντιπολιτευτικές απόψεις, και μια πολιτική μηδενικής ανοχής για κάθε δημόσια διαδήλωση επικριτική για το AKP – ακόμη και αν καμιά από αυτές τις ομάδες ανθρώπων δεν είχε κάποια σχέση με το πραξικόπημα. Στην κλίμακα της, αν όχι στη βιαιότητα της, η καταστολή που εξαπέλυσε ο Erdoğan μετά την απόπειρα πραξικοπήματος συγκρίνεται με εκείνη που πραγματοποιήθηκε μετά το επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980.
το αποτυχημένο πραξικόπημα επίσης πρόσφερε μια νέα «ιστορία γένεσης» στο AKP, το οποίο είχε βρεθεί με τη πλάτη στο τοίχο μετά την εξέγερση στο Γκεζί το 2013.
στο τέλος του Μαϊου του 2013, μονάδες της αστυνομίας έδιωξαν με βάναυσο τρόπο καταληψίες που υπερασπίζονταν το Πάρκο Γκεζί στην Πλατεία Ταξίμ στο κέντρο της Ισταμπούλ. Άνθρωποι με διαφορετικές καταγωγές και αγώνες αντέδρασαν, διώχνοντας την αστυνομία από την περιοχή και χτίζοντας οδοφράγματα γύρω από την γειτονιά. Για δέκα μέρες, η κατάληψη που ακολούθησε διατήρησε μια απελευθερωμένη και απαλλαγμένη από την αστυνομία ζώνη στη καρδιά της Ιστανμπούλ, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι – μεταξύ τους και αντίπαλα ποδοσφαιρικά σωματεία, διάφορες αριστερές οργανώσεις, και αναρχικοί διαδήλωναν εναντίον της κυβέρνησης σε ολόκληρη τη Τουρκία. Εκ των υστέρων αυτή ήταν ένα από τα τελευταία ξεσπάσματα εξέγερσης στο κύμα των εξεγέρσεων που ξεκίνησαν με την εξέγερση στην Ελλάδα το Δεκέμβρη του 2008 και ολοκληρώθηκε με τους φασίστες να αποκτούν πάτημα στην ουκρανική εξέγερση του 2014.
η εξέγερση του Γκεζί ήταν η η μεγαλύτερη σε διάρκεια, η πιο ευρεία, και πιο συμμετοχική εξέγερση σε επίπεδο δρόμου μέχρι σήμερα στη Δυτική (δηλαδή μη κουρδική) Τουρκία. Οι κοινοτικές δομές που προέκυψαν στην κατάληψη του πάρκου έδωσαν μια φευγαλέα εικόνα των μελλοντικών επαναστατικών κοινωνικών σχέσεων. Μετά την εκκένωση της κατάληψης, η ορμή του κινήματος συνεχίστηκε, αν και χάνοντας σε δύναμη, για ακόμη ένα χρόνο.
Ωστόσο στο τέλος, το κίνημα απέτυχε να επανεγκαθιδρύσει τον εαυτό του αφού η αστυνομία πήρε τον έλεγχο στο δρόμο. Αυτό ήταν εν μέρη ζήτημα κούρασης. Με τον ίδιο τρόπο, η αυθορμητότητα του κινήματος – δίχως αμφιβολία ένα από τα πιο ισχυρά του σημεία – τελικά δεν κατάφερε να προσφέρει ένα ξεκάθαρο τρόπο για να ενώσει ξανά όσους συμμετείχαν μετά την έξωση τους από την Πλατεία Ταξίμ. Οι διάφορες πολιτικές φράξιες αποσύρθηκαν ξανά στα ιδεολογικά τους γκέτο. Όμως ακόμη η εξέγερση του Γκεζί παραμένει ζωντανή στις αναμνήσεις πολλών ανθρώπων, ακόμη και αν ο περιορισμός δημόσιας πολιτικής που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος έχει κάνει δύσκολες τις αναφορές σε αυτή δημόσια.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Erdoğan έφτασε σε σημείο να περιγράψει την εξέγερση του Γκεζί ως ένα ακόμη αποτυχημένο πραξικόπημα. Ενώ έγινε αδύνατο να οργανωθεί σύμφωνα με τα ιδανικά της εξέγερσης του Γκεζί, η απόπειρα πραξικοπήματος επέτρεψε στον Erdoğan να δημιουργήσει μια νέα αφήγηση στην οποία αυτός και η κυβέρνηση του προστάτευαν την Τουρκία από απειλές , τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές . Οι δημόσιες εκδηλώσεις που δόξαζαν τους “μάρτυρες” πολίτες που πέθαναν αντιστεκόμενοι στο στρατό και η αλλαγή ονόματος σε γέφυρες, πάρκα, δρόμους και πολλών άλλων δημόσιων χώρων για να αντικατοπτρίζουν τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016 κρατά το αποτυχημένο πραξικόπημα ζωντανό στη ψυχή Τούρκων, δημιουργώντας μια αίσθηση εθνικής ενότητας μπροστά στους “ξένους εχθρούς”.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος ο Erdoğan έσφιξε την πολιτική του λαβή πάνω στη χώρα. Την ιδια στιγμή, αυτό τον έκανε πιο απομονωμένο και ευάλωτο, αναγκάζοντας τον να αναζητήσει νέους πολιτικούς συμμάχους – ειδικά προς το υπερεθνικιστικό Κόμμα του Εθνικιστικού Κινήματος (MHP), το οποίο τώρα έχει μια αδύναμη συμμαχία με το AKP. Η συμμαχία αυτή έχει φτάσει να ενσαρκώνει την μακρόχρονη προσπάθεια να δημιουργηθεί μια σύνθεση του τουρκικού εθνικισμού με το Ισλάμ. Αυτή είναι η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία του καθεστώτος Erdoğan σήμερα· φαίνεται καλύτερα από τις συμβολικές χειρονομίες που φαίνονται τόσο στις πολιτικές συγκεντρώσεις του AKP όσο και μεταξύ των τζιχανιστών συμμάχων της Τουρκίας που δρουν στην Ροζάβα. Από τη μια πλευρά είναι το σύμβολο του λύκου των φασιστών Γκρίζων Λύκων (η οργάνωση νεολαίας του MHP), από την άλλη τα τέσσερα δάχτυλα της Rabia, η οποία διαδόθηκε από τον Erdoğan σε αλληλεγγύη με την Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου. Αντιπροσωπεύει τους τέσσερις πυλώνες του φασισμού του AKP: ένα έθνος, μια σημαία, μια πατρίδα, ένα κράτος.
Πριν την εισβολή, η εξουσία είχε αρχίσει να γλιστρά από τα χέρια του Erdoğan. Παρά το γεγονός πως ο Erdoğan επέβαλε επαναληπτική ψηφοφορία, το γεγονός ότι ένας υποψήφιος του κεντροαριστερού εθνικιστικού Λαϊκού Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος (CHP) κέρδισε τις δημοτικές εκλογές – δυο φορές, και με μεγαλύτερη διαφορά την δεύτερη φορά – στην Ιστανμπούλ, χάρη στην στήριξη του σκληρού εθνικιστικού κόμματος της Καλής Θέλησης (IYI) και την έμμεση στήριξη του HDP, αποτελούσε πλήγμα για το AKP. Στο μεταξύ, κάποια παλιά μέλη του AKP, μεταξύ τους και κάποια ιδρυτικά του μέλη, απομακρύνθηκαν από τον Erdoğan και σχεδιάζουν την δημιουργία ενός νέου κόμματος ή κόμματα. Το ίδιο είδος εσωτερικής ρήξης έχει δημιουργηθεί από πρώην μέλη του MHP.
Κοιτώντας όλους απολυτάρχες σε όλο το κόσμο – Bolsonaro, Duterte, Trump, Putin, Xi, Sisi και Orban, για να μην αναφέρουμε τους φιλόδοξους δημαγωγούς που δεν έχουν βρεθεί ακόμη στην εξουσία – κάποιος θα μπορούσε να πει πως ο Erdoğan είναι ο αυθεντικός τύραννος, με εξαίρεση τον Putin. Ο Erdoğan και οι άλλοι δεσπότες επιχειρηματολογούν με το να δοξάζουν ο ένας τον άλλο: ο Orban φωνάζει για το πως «η Τουρκία έχει ηγέτη με ισχυρή νομιμοποίηση», ενώ ο Trump σημειώνει σε σχέση με την ισόβια θητεία του Xi Jinping , «Ίσως έχουμε και ‘μεις πρέπει να το δοκιμάσουμε κάποια μέρα».
Με τον ίδιο τρόπο, επαναστάτες από τις ΗΠΑ ως τις Φιλιππίνες πρέπει να μάθουν από ότι συνέβη στην Τουρκία. Θα πρέπει να αναλύσουμε τις συμμαχίες , ακόμη και αν είναι εμφανώς εύθραυστες, μεταξύ των δεξιών οργανώσεων μέσα σε μια χώρα· πρέπει να εξετάσουμε τις πολιτικές ιδεολογίες των διάφορων φραξιών που αποτελούν το κράτος· και το σημαντικότερο, πρέπει να ανακαλύψουμε πως να διευρύνουμε τα ρήγματα μεταξύ τους ώστε να ανατρέψουμε την δομή που αποτελούν όλοι μαζί. Από την μια, πρέπει να κατανοήσουμε πως ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν αμφίδρομα ο ένας τον άλλο, ώστε εμείς να μπορέσουμε να υποσκάψουμε αυτές τις συμμαχίες πριν το κάνουν αδύνατο να οργανωθούμε και να δράσουμε. Από την άλλη, πρέπει να επικοινωνήσουμε ένα διαφορετικό όραμα για την κοινωνία στα κομμάτια του πληθυσμού που είναι πιο επιρρεπή σε αυτό το μείγμα εθνικισμού και του φονταμενταλισμού.
Ο Κουρδικός Αγώνας Αντέχει
Το κουρδικό κίνημα στην Τουρκία και πέρα από τα σύνορα με τη Συρία έχει αποδείξει πολλές φορές πως είναι ικανό να επανεφεύρει τον εαυτό του για να ξεπεράσει τους εχθρούς του. Η πιο πρόσφατη έκφραση του νόμιμου πολιτικού κόμματος του κινήματος, το HDP, συνέλαβε την φαντασία μεγάλων κομματιών της αριστεράς σε ολόκληρη την δυτική Τουρκία, δημιουργώντας, για πρώτη φορά, κάτι σαν ενιαίο μέτωπο με τις προοδευτικές δυνάμεις πέρα από τις παραδοσιακά κουρδικές περιοχές της χώρας. Αν και περιορισμένη, οι σχετικές πολιτικές επιτυχίες του κόμματος αποτελεί σοβαρή απειλή στην κυριαρχία του AKP. Το μεγαλύτερο κέρδος όμως που αποκτήθηκε πρόσφατα από το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα πραγματοποιήθηκε μέσα στα βόρεια μέτωπα του Εμφυλίου Πολέμου της Συρίας στη Ροζάβα.
Όταν το AKP ήρθε για πρώτη φορά στην εξουσία, υπήρχε αρχικά μια κάποια λανθασμένη ελπίδα μεταξύ τμημάτων του κουρδικού κινήματος όπως και στην προοδευτική αριστερά πως ίσως να διάβρωνε επιτέλους την εθνικιστική κληρονομιά του τουρκικού κράτους. Η άνοδος του Erdoğan αποτελούσε απομάκρυνση από την παραδοσιακή τουρκική πολιτική· ήταν κατανοητό πως μια ιστορικά καταπιεσμένη ομάδα όπως οι Κούρδοι, στους οποίους αρνούνταν για πολύ καιρό βασικές ελευθερίες υπό μια επίσημη πολιτική βίαιης εθνικιστικής ενσωμάτωσης, θα ήταν επιφυλακτικά αισιόδοξη. Επιπλέον, άρχισε μια ειρηνευτική διαδικασία που αναγνώριζε τον Abdullah Öcalan ως κομμάτι της διαδικασίας από την νησιωτική φυλακή στο οποίο κρατούνταν σε απόλυτη απομόνωση. Αυτές οι αχτίδες οπτιμισμού εξαφανίστηκαν γρήγορα καθώς το AKP θεώρησε το HDP ως πολιτική απειλή στην ηγεμονία του μετά την ήττα τους στις εκλογές του τον Ιουνίου του 2015. σε αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη, ο Erdoğan ανέπτυξε μαχητές μέσω ενός καλά γνωστού διαύλου τζιχαντιστών στη Βόρεια Συρία για την αντιστάθμιση το κουρδικού κινήματος στην Τουρκία.
Η κοινωνική επανάσταση που πραγματοποιήθηκε από το κουρδικό κίνημα στη Ροζάβα έχει χαιρετιστεί ευρέως σε διάφορα ριζοσπαστικά ειδησεογραφικά μέσα· περισσότερο καθιερωμένα και εταιρικά μέσα έχουν επαινέσει τόσο πολύ την στρατιωτική του ικανότητα που δεν είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί εδώ. Το σημαντικό πράγμα είναι να κατανοήσουμε το ότι η τουρκική πολιτική συνδέεται στενά με την κρίση στη Συρία. Όχι μόνο η επανάσταση στην Ροζάβα έδωσε νέα πνοή στο κουρδικό κίνημα στη Τουρκία, οδήγησε επίσης το τουρκικό κράτος να εντατικοποιήσει την καταστολή του. Από τη μια πλευρά των συνόρων με την Συρία, το τουρκικό κράτος διευκόλυνε την ροή όπλων και μελών προς στο ISIS. Από την άλλη, το όνειρο της κουρδικής αυτονομίας στη Τουρκία αναζωογονήθηκε· οι ιδέες που πήραν ζωή στην Ροζάβα συνεχίζουν να εμπνέουν επαναστάτες σε όλο το κόσμο. Αυτός ο ενθουσιασμός φαίνεται καλύτερα από τους εθελοντές από όλο το κόσμο που μάχονται δίπλα από το YPG και το YPJ και το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης σε αντίδραση στην εισβολή στη Ροζάβα.
Η ισλαμιστική ιδεολογία, που εισάχθηκε αρχικά στις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις μέσω των γκιουλενικών επιτελείων, έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο μέσω των νέων σχέσεων με οργανώσεις που είναι ενεργές στο πόλεμο στη Συρία. Η παρουσία αυτών των οργανώσεων έγινε εμφανής σε όλους με τις πολύμηνες εισβολές στη διάρκεια του καλοκαιριού του 2015. τα ισλαμιστικά γκράφιτι που άφησε πίσω του ο τουρκικός στρατός αρκεί να πείσει όποιον έχει αμφιβολίες γύρω από αυτό.
Βομβιστές αυτοκτονίες στόχευαν ειδικά εκείνους που αποπειράθηκαν να χτίσουν αλληλεγγύη μεταξύ Τούρκων και Κούρδων που βίωναν την τουρκική στρατιωτική κατοχή. Η πρώτη τέτοια βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2015 στοχεύοντας την αντιπροσωπεία μιας αριστερής νεολαίας στην πόλη Σουρούτς που προσπαθούσαν να ταξιδέψουν στο Κομπάνι, για να πάνε παιχνίδια στα παιδιά της κατεστραμμένης από το πόλεμο πόλη. Εκείνη η επίθεση σκότωσε 33 ανθρώπους. Με χυδαίο τρόπο, το κράτος χρησιμοποίησε την επίθεση ως δικαιολογία για να εξαπολύσει την προηγουμένως αναφερθείσα επίθεση το καλοκαίρι του 2015. ακόμη πιο φονική ήταν η βομβιστική επίθεση σε μια πορεία διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου στις κουρδικές περιοχές· αυτή έγινε στην Άγκυρα, στις 0 Οκτωμβρίου του 205, σκοτώνοντας 09 ανθρώπους. Και στις δυο περιπτώσεις, οι επιτιθέμενοι ήταν τουρκικοί πυρήνες συμμάχων του ISIS που ήταν γνωστοί και κατά περίπτωση διευκολύνονταν από το κράτος. Το αστυνομικό τμήμα της πόλης από όπου ήταν οι βομβιστές το Αντιγιαμαν, και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (MIT), τους είχε υπό σταθερή παρακολούθηση – και δεν τους συνέλαβε ή τους κράτησε παρά το ότι υπήρχαν εντάλματα για τη σύλληψη τους.
Το AKP έκανε μερικές μικρές παραχωρήσεις στο κουρδικό πληθυσμό, όπως ένα κρατικό κουρδικό τηλεοπτικό σταθμό και μια μερική χαλάρωση των περιορισμών στην της ομιλίας και των τραγουδιών στην κουρδική γλώσσα. Αλλά τα ψίχουλα αυτά ήταν σκορπισμένα πάνω από τις στάχτες όποιας πολιτικής αυτονομίας που οι Κούρδοι είχαν καταφέρει να κερδίσουν για τους εαυτούς τους. Ακόμη και η συμμετοχή στην τυποποιημένη κοινοβουλευτική ή δημοτική πολιτική έχει γίνει πρακτικά αδύνατη. Τουλάχιστον μια δεκάδα εκλεγμένων μελών του κοινοβουλίου έχουν φυλακιστεί μαζί με δεκάδες συνδημάρχους δήμων. Από τις τελευταίες δημοτικές εκλογές την άνοιξη του 2019, οι ηγέτες του HDP έχουν εξαναγκαστεί εκτός αξιώματος σε 15 δήμους, και αντικαταστάθηκαν από δημάρχους διορισμένους από την Άγκυρα.
Οι Τούρκοι εθνικιστές είναι πρόθυμοι να δείξουν Κούρδους που απολάμβαναν προνομιακές θέσεις στην τουρκική κοινωνία, όπως και οι αντίστοιχοι στις ΗΠΑ ισχυρίζονται πως η προεδρία του Obama δήλωνε τον ερχομό της μεταφυλετικής Αμερικής. Η εξέχουσα θέση μερικών ατόμων δεν εξαλείφει το γεγονός πως οι Κούρδοι ως λαός, υπήρξαν ιστορικά εσωτερική αποικία της Τουρκίας. Στην τουρκική οικονομία, ο κουρδικός λαός χρησιμεύει ως μια φτηνή, υπερεκμεταλεύσιμη εργατική δύναμη τόσο στην γεωργία όσο και στην βαριά βιομηχανία. Περιβαλλοντικά και πολιτιστικά καταστροφικά μεγάλης κλίμακας αναπτυξιακά έργα, όπως μεγάλα φράγματα που έχουν κτιστεί στις κουρδικές περιοχές στην ανατολή για να παρέχουν ηλεκτρισμό στην δυτική Τουρκία. Οι δημόσιες υπηρεσίες και επενδύσεις είναι ελάχιστες στις κουρδικές περιοχές. Οι Κούρδοι έχουν αντισταθεί σκληρά τις προηγούμενες δεκαετίες , αλλά σήμερα, τουλάχιστον στην Τουρκία, κάθε αυτονομία που κέρδισαν διαβρώνεται, και συμπίπτει με την παρούσα αύξηση σε ρατσιστικέ επιθέσεις εναντίον Κούρδων σε ολόκληρη τη χώρα.
Δεν χρειάζεται να αναφερθεί πως οι Κούρδοι δεν έχουν ηγεμονικό σύστημα απόψεων: κάποιοι είναι πιο πολιτικοί από άλλους, κάποιοι πιο αριστεροί, και, με όρους θρησκείας κάποιοι είναι αυστηρά θρήσκοι, ενώ άλλοι δεν είναι. Ένας παράγοντας που συνεισέφερε στις εκλογικές επιτυχίες του HDP είναι πως παραμέρισε μέρος της ρητορικής του PKK για την εθνική απελευθέρωση και το μαρξισμό ώστε να προσελκύσει ένα μεγαλύτερο εύρος Κούρδων ψηφοφόρων. Υπάρχουν Κούρδοι που υποστηρίζουν το AKP, αλλά η μεγαλύτερη υπαρξιακή απειλή στο κίνημα απελευθέρωσης των Κούρδων είναι το όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού των Κούρδων που αισθάνεται εξουθενωμένο από αυτό που μοιάζει με μια δίχως τέλος σύγκρουση. Ακόμη και αν δεν υποστηρίζουν το AKP, ανησυχούν για το πόλεμο, και σε κάποιες περιπτώσεις, αποκαρδιωμένοι από ή αγανακτισμένοι με το PKK λόγω των στρατηγικών αστοχιών του.
Η αναδιάρθρωση του τουρκικού στρατού μετά την απόπειρα πραξικοπήματος επίσης συνέβαλε στην κρίση που πλήττει τους Κούρδους. Στη πράξη, πολλοί από τους υψηλόβαθμους διοικητές που εμπλέκονταν στο πραξικόπημα ήταν επίσης πίσω από τις βάρβαρες στρατιωτικές εισβολές και απαγορεύσεις κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν σε όλες τις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας το καλοκαίρι του 2015, που κατέληξαν στην σφαγή περισσότερων από 4000 ανθρώπων. Η εμπλοκή αυτών των αξιωματούχων στο πραξικόπημα επέτρεψε στον Erdoğan να αποποιηθεί την ευθύνη για τις σφαγές, θέτοντας τους ίδιους δικαστές και εισαγγελείς που είχαν μόλις ηγηθεί της καταστολής εναντίον Κούρδων και αριστερών ακτιβιστών στην ίδια πλευρά της κρατικής καταστολής με τους πρώην αντιπάλους τους. Πρακτικά, το σύνολο του δικαστικού και αστυνομικού μηχανισμού, που είχε στελεχωθεί από το επιτελείο των γκιουλενικών, έχει αποδιοργανωθεί στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος.
Οι θέσεις στην στρατιωτική ηγεσία που μέχρι το 2015 καταλαμβάνονταν από γκιουλενικούς πέρασαν ξανά στο χέρια του παραδοσιακού εθνικιστικού χώρου, όταν οι πρώτοι εκκαθαρίστηκαν με την βοήθεια του AKP. Αυτά τα στελέχη είναι τουλάχιστον εξίσου εχθρικά απέναντι στο κουρδικό κίνημα όσο και οι προκάτοχοι τους. Από την άποψη αυτή. Είναι πολύ πιθανό πως οι ίδιοι Τούρκοι εθνικιστές που μόλις ανέβηκαν σε αυτές τις στρατιωτικές θέσεις να έχουν παίξει ρόλο στην ενθάρρυνση της πιο πρόσφατης εισβολής στη Ροζάβα.
Η εισβολή στη Ροζάβα και η στρατιωτική κινητοποίηση που ακολούθησε έχει φιμώσει ουσιαστικά κάθε υπόνοια πολιτικής αντίθεσης στη κεντρική πολιτική σκηνή. Μια πρόσφατη κοινοβουλευτική απόφαση να εγκρίνει την εισβολή στηρίχθηκε από όλα τα κόμματα εκτός από το υπό κουρδική ηγεσία HDP. Μεμονωμένοι πολιτικοί του CHP ή άλλες πολιτικές φιγούρες που εκφράζουν την αντίθεση τους στις αποικιοκρατικές βλέψεις του Erdoğan είναι αντικείμενο ομαδικών επιθέσεων από τα μέσα και το δικαστικό μηχανισμό.
Μέσα στη μεγαλομανία του ο Erdoğan συχνά προσομοιάζει τον εαυτό του με ένα είδος νέο-Οθωμανού σουλτάνου με αυτοκρατορικές βλέψεις στην περιοχή. Αυτό απαιτεί ένα συγκεκριμένο βαθμό επίδειξης δύναμης ακόμη και αν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος στόχος από πίσω. Η στρατηγική όμως μεταμόρφωσης της Βόρειας Συρίας σε ένα είδος εξαρτημένης περιοχής από την Τουρκία προσφέρει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα στον Erdoğan. Για πολύ καιρό, η τουρκική οικονομία και νόμισμα είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η πολεμική οικονομία και κατασκευή και ανάπτυξη σχεδίων στην Βόρεια Συρία μπορεί να απομακρύνει το αναπόφευκτο, έστω και προσωρινά.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία είναι το σπίτι τριών εκατομμυρίων Σύριων προσφύγων και άγνωστου αριθμού τζιχαντιστών που στεγάζονται και εκπαιδεύονται επίσημα σε στρατόπεδα που διοικούνται από το τουρκικό κράτος τόσο σε Τουρκία όσο σε Συρία. Όλα τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα θρέφουν το ρατσισμό εναντίον των Σύριων προσφύγων για να κερδίσουν ψήφους. Το AKP επίσης κατηγορεί τους Σύριους πρόσφυγες για την ύφεση της οικονομίας – τα τελευταία στοιχεία δείχνουν 14% ανεργία στην Τουρκία. Η εγκατάσταση στη Ροζάβα προσφύγων από άλλες περιοχές της Συρίας θα απομακρύνει τον κουρδικό πληθυσμό, επίσης θα ικανοποιούσε τον ρατσισμό εναντίον των Σύριων που αυξάνεται στις δυτικές πόλεις της Τουρκίας όπως η Ιστανμπούλ, ένα ρατσισμό για τον οποίο η αντιπολίτευση έχει ευθύνες.
Η βασική αιτία της εισβολής είναι η βαθιά ριζωμένη εχθρότητα μεταξύ του τουρκικού κράτους – στη βάση του, ανεξάρτητα από το κυβερνών κόμμα – και του κουρδικού λαού που μάχεται για αυτονομία και αναγνώριση ως εθνική οντότητα. Έχοντας πρόσφατα εξουδετερώσει ουσιαστικά το PKK μέσα στα σύνορα της Τουρκίας, ήρθε ο καιρός για τον Erdoğan να μεταφέρει το πόλεμο εκεί που το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα είναι ισχυρότερο, τις απελευθερωμένες περιοχές της Ροζάβα.
Αντιπολιτευτικές Πολιτικές στη Τουρκία και Αλληλεγγύη Σήμερα
Η απότομη αλλά παρατεταμένη αποχώρηση των ΗΠΑ άνοιξε το χώρο για τη Ρωσία να πάρει σχεδόν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης στη Συρία στη πράξη. Αν η Τουρκία επιθυμεί ακόμη να έχει λόγο, τώρα εξαρτάται από το ρωσικό ιμπεριαλισμό. Ο Erdoğan ήδη προσπαθεί να ισορροπήσει ένα συμβόλαιο για μαχητικά F35 από τις ΗΠΑ – έχει ακυρωθεί – με ένα πυραυλικό αμυντικό σύστημα εδάφους-αέρος S 400 από τη Ρωσία – ήδη τοποθετημένο αλλά μη λειτουργικό. Με δεδομένο πως η Τουρκία είναι ακόμη μέλος του ΝΑΤΟ, φέρει ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη να πραγματοποιήσει μια επισφαλή εξισορρόπηση με το ρωσικό της αντίστοιχο. Η παρούσα μετατόπιση δυνάμεων στο έδαφος της Συρίας απλά περιπλέκει το θέμα ακόμη περισσότερο.
Τελικά, η Τουρκία θα πρέπει να αναγνωρίσει εκ νέου το καθεστώς Assad δίχως την ρωσική μεσολάβηση που για την ώρα επιτρέπει να σώσει τα προσχήματα. Από την άλλη πλευρά των γραμμών της σύγκρουσης, η επιβίωση των επαναστατικών κερδών των τελευταίων πέντε χρόνων στη Ροζάβα θα εξαρτηθεί από το πως θα μπορέσει να αναπροσανατολιστεί σε ένα δύσκολο γεωπολιτικό έδαφος και την ίδια στιγμή να δημιουργεί αλληλεγγύη. Μέχρι στιγμής, οι κουρδικές οργανώσεις έχουν δείξει μια εκπληκτική κατανόηση της συνεχώς μεταβαλλόμενης γεωπολιτικής δυναμικής, επιβιώνοντας τα πάν και τα κάτω και σταδιακά ερχόμενες στο διεθνές προσκήνιο. Βραχυπρόθεσμα, η κατάσταση είναι απελπιστική, αλλά ίσως μακροπρόθεσμα να μην είναι τόσο καταστροφική. Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να κάνουμε τέτοιες προβλέψεις με την όρασή μας να συσκοτίζεται από τη σκόνη του πολέμου.
Πόσες δυνατότητες υπάρχουν για εγχώρια αντιπολίτευση στον Erdoğan; Σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές εξουσίες που είναι συγκεντρωμένες στη προεδρία του, το μετά-πραξικοπηματικό πολιτικό, κοινωνικό και ψυχολογικό περιβάλλον έχει επιτρέψει στην καταστολή να κυριαρχήσει σε όλη την Τουρκία. Ακόμη και η περιγραφή αυτού που συμβαίνει στη Συρία ως «εισβολή» ή «πόλεμος» αρκεί για να σου δημιουργήσει προβλήματα με τις αρχές. Το να πεις πως είσαι εναντίον της τελευταίας εισβολής στη Ροζάβα και υπέρ της ειρήνης αρκεί για να συλληφθείς. Η ελευθερία του λόγου είναι ανύπαρκτη· το διαδίκτυο λογοκρίνεται σε μεγάλο βαθμό. Δημοσιογράφοι με αντιπολιτευόμενες απόψεις μαζεύουν τις μυνήσεις με τις ντουζίνες – αν είναι τυχεροί. Εξίσου συχνά, φυλακίζονται, μερικές φορές ακόμη και δίχως κατηγορίες.
Αναρχικοί και ριζοσπάστες πρόσφατα κατάφεραν να δημιουργήσουν κάποιο χώρο στη Τουρκία, ακόμη και να οργανώσουν πετυχημένες πορείες – για παράδειγμα, εναντίον πρόσφατων σχεδίων εξόρυξης χρυσού. Το γυναικείο κίνημα έχει παραμείνει ακλόνητο στην οργάνωση των μαζικών ετήσιων διαδηλώσεων στις 8 Μαρτίου. Υπάρχει ακόμη ένας μικρός βαθμός εργατικής μαχητικότητας. Αλλά κάθε θεωρητική «ανεκτικότητα» φεύγει από το παράθυρο όταν ερχόμαστε στην αλληλεγγύη με τους Κούρδους. Στη πράξη, το κράτος πρόσφατα απελευθέρωσε μερικούς αστούς δημοσιογράφους και διανοούμενους με αντιπολιτευτικές θέσεις από τη φυλακή και φαινομενικά αποδέχτηκε την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου για την απόσυρση των κατηγοριών εναντίον 1000 κυρίως μη Κούρδων ακαδημαϊκών που υπέγραψαν ένα αίτημα για ειρήνη κατά τη κατοχή και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 2015 εναντίον κουρδικών πόλεων. Αυτή η «συγχώρεση» από τον πατριάρχη λειτουρχεί ως προειδοποίηση προς κάθε πιθανή αντίθεση καθώς επικεντρώνεται στην κουρδική απειλή.
Δυστυχώς, για την ώρα, το μόνο που έχει γίνει για την αντίσταση σε αυτό το πόλεμο, και ακόμη με μεγάλο κίνδυνο, είναι η έκφραση αποδοκιμασίας της εισβολής στη Ροζάβα. Άμεσες δράσεις και διαμαρτυρίες μετά βίας έχουν πραγματοποιηθεί πέρα από μικρής κλίμακας εκδηλώσεις στις κουρδικές επαρχίες και στις επαναστατικές λαϊκές γειτονιές των πόλεων της δυτικής Τουρκίας. Αυτές οι ηρωικές πράξεις αντίστασης έχουν κατασταλεί με βαναυσότητα, σχεδόν αμέσως, από το τουρκικό κράτος.
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, το 75% του πληθυσμού υποστηρίζει την εισβολή στη Ροζάβα – αλλά αυτό αφήνει ακόμη ένα τέταρτο του πληθυσμού που είναι εναντίον του, πολλοί από τους οποίους παραμένουν αλληλέγγυοι στο κουρδικό αγώνα και συνεχίζουν να συμμετέχουν σε διάφορα άλλα ριζοσπαστικά και επαναστατικά εγχειρήματα όπως μπορούν. Μερικά τμήματα της τουρκικής αριστεράς έχουν ενταχθεί στο SDF με τις δικές τους μάχιμες μονάδες. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς που αντιτίθενται στο πόλεμο είναι για την ώρα δεν έχουν την δυνατότητα να δράσουν αποτελεσματικά μέσα στα σύνορα της Τουρκίας λόγω της έντονης κρατικής καταστολής. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση πως το σύνολο της Τουρκίας στηρίζει το πόλεμο και είναι αντίθετη με την κουρδική αυτονομία.
Το HDP δημιουργήθηκε εν μέρει ως μέσω ενίσχυσης του κουρδικού κινήματος με την δημιουργία κοινού αγώνα με τους Τούρκους προοδευτικούς που βρίσκονται στη δυτική Τουρκία. Όπως περιεγράφηκε παραπάνω, το σχέδιο αυτό έχει κάνει μια κάποια πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων του, αλλά η παρούσα κατάσταση δείχνει γιατί η απελευθέρωση του κουρδικού λαού εξαρτάται πάνω από όλα από την δική του οργάνωση και δύναμη.
Δράσεις που στοχεύουν τα όργανα του τουρκικού κράτους, όπως οι πρεσβείες του και οι κρατικές επιχειρήσεις όπως η Turkish Airlines, θα διατηρήσουν την πίεση ενώ θα εκφράζουν ζωτική συμπαράσταση τους με τους Κούρδους όσο και με τους άλλους ριζοσπαστικούς σχηματισμούς που είναι υπό απειλή στην Τουρκία. Οι πολιτικές συναλλαγές έχουν γεμίσει τις τσέπες των πολιτικών του AKP και των οικογενειών τους κατά την προηγούμενη μιάμιση δεκαετία, και μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών έχει συγκεντρωθεί εκτός χώρας λόγω της αστάθειας της τουρκικής οικονομίας. Έρευνες για το προσωπικό πλούτο των ηγετών του AKP και των κορυφαίων επιτελών του πραγματοποιούνται και μπορούν να προφέρουν νέους στόχους για δράσεις αλληλεγγύης.
Κάποιοι στην παλιά αριστερά μένουν προσκολλημένοι στον υποτιθέμενο αντιϊμπεριαλισμό τους, ουσιαστικά στηρίζοντας την τουρκική αποικιοκρατία και τον ρωσικό ιμπεριαλισμό στο όνομα της αντίθεσης προς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτή η θέση είναι όλο και πιο παράλογη μπροστά στον απελπισμένο αγώνα για επιβίωση του κουρδικού κινήματος που δίνεται σε ένα από τα πιο δύσκολα πολιτικά πεδία του κόσμου, μπροστά από τις βλέψεις πολλών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, παρά το ότι προδόθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και πολλών άλλων. Οι αναρχικοί πρέπει να δείξουν σοβαρή αν και κριτική αλληλεγγύη, δίχως να μπερδευτούν από τις σύντομες συμμαχίες που οι οργανωμένες κουρδικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να κάνουν με τους εχθρούς των εχθρών τους, τους φίλους των εχθρών τους, και ακόμη και με τους πραγματικούς εχθρούς τους ελπίζοντας να κρατήσουν μακριά τις τζιχαντιστικές σφαγές και να αποτρέψουν την στηριζόμενη από την Τουρκία γενοκτονία. Η αλληλεγγύη με το κίνημα για την κουρδική ελευθερία δεν σημαίνει στήριξη του αμερικάνικου στρατού ή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, σημαίνει σεβασμό προς τις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να κάνουν οι λαοί όταν απειλούνται με αφανισμό.
Τέλος, πολλοί Τούρκοι και Κούρδοι σύντροφοι έχουν εξοριστεί από την Τουρκία, αλλά παραμένουν πολιτικά ενεργοί. Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσοι πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει την Τουρκία, αλλά οι μεταναστευτικές τάσεις προς την Γερμανία, το κύριο προορισμό αυτών των εξόριστων, δίνουν μια καλή εκτίμηση. Από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2015, η Γερμανία γνώρισε μια δεκαπλάσια αύξηση σε ετήσιες αιτήσεις ασύλου από Τούρκους πολίτες, φτάνοντας τις σχεδόν 11000 αιτήσεις το 2018. Πέρα από τις χώρες όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου Τουρκικά και Κουρδικά κινήματα έχουν οργανωθεί ιστορικά, αντιφρονούντες μπορεί να βρεθούν απομονωμένοι ή αβέβαιοι για το πως να συνεχίσουν τον αγώνα. Αναρχικοί παντού πρέπει να αναλάβουν την πρωτοβουλία να δημιουργήσουν χώρο για εκείνους που είναι στην εξορία. Εργαζόμενοι μαζί σε κοινά εγχειρήματα, οι υποστηρικτές από όλο το κόσμο θα μάθουν περισσότερα για τις ιδέες και τις εξελίξεις από τη περιοχή, ενώ εκείνοι που είναι σε εξορία θα αποκτήσουν νέα δίκτυα και μέσα με τα οποία θα συνεχίσουν τους αγώνες τους. Μαθαίνοντας από τις Κουρδικές προτάσεις δημοκρατικού συνομοσπονδισμού, αυτονομίας και jineoloji (γυναικεία επιστήμη) και εφαρμόζοντας τα όποια μαθήματα είναι εφαρμόσιμα τοπικά είναι μια αποτελεσματική μορφή αλληλεγγύης που πάει πέρα από την τωρινή – αν και αναγκαία – επείγουσα ανταπόκριση στην τουρκική επιθετικότητα.
πηγή: CrimethInc