Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Αντί-νουάρ

Οι δυο ερευνητές βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα· το πτώμα είχε πεθάνει από γεράματα.

Ο νεκρός –περί ανδρός επρόκειτο– φαινόταν να είναι περίπου 85 ετών. Το σώμα του δεν έφερε καμμία αμυχή ή μελανιά, ίχνη πνιγμού ή στραγγαλισμού. Ήταν αρτιμελές. Η καρδιά του απλώς είχε σταματήσει.
Τάχιστα κινητοποιήθηκαν όλες οι μυστικές υπηρεσίες κι όλες οι υπηρεσίες υγείας. Δεν βρέθηκε τίποτε επιλήψιμο. Το πτώμα, όμως, ακέραιο, είχε καταλήξει στα εργαστήρια της επιστήμης. Αναζητούνταν συγχρόνως η ταυτότητα του μη-θύματος, κάτι πολύ δύσκολο για όποιον πέθαινε από φυσικά αίτια. Φρόντιζε ο ίδιος να τα εξαφανίσει πριν. Ωστόσο, τα στοιχεία του ήταν απαραίτητα, προκειμένου να εντοπιστούν οι αθώοι και ενδεχομένως ίχνη άλλου εν ζωή ηλικιωμένου ατόμου.
Όλες οι αρχές της περιοχής τέθηκαν σε επιφυλακή, αναζητώντας ίχνη ηλικιωμένων. Ειδοποιήθηκαν τα υψηλά ιστάμενα κλιμάκια και το ζήτημα έφτασε στο υπουργείο προστασίας του πολίτη.
Η κυβέρνηση κινητοποιήθηκε, ώστε να μην ληφθεί δημοσιότητα και ξεσπάσει σκάνδαλο, μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση. Δεν έπρεπε να γίνει γνωστό ότι κάποιος είχε αφεθεί να γεράσει. Ήταν αδιανόητο για την κοινωνία τους να εκτεθεί ένα γέρικο σώμα στη ζωή και να θέσει σε κίνδυνο τη νομοθετημένη επιβολή νεότητας.
Τα γηρατειά είχαν απαγορευτεί εδώ και έναν αιώνα. Μέχρι σήμερα, πίστευαν ότι τα είχαν εξαλείψει αποτελεσματικά. Οι άνθρωποι –δηλαδή οι πολίτες– είχαν δύο επιλογές: να πεθάνουν νέοι ή να υποβληθούν σε υποχρεωτικές επεμβάσεις «ανανέωσης», όπως είχαν καθιερωθεί να λέγονται οι πλαστικές επεμβάσεις, με στόχο να φαίνονται νέοι με κάθε τρόπο οι επιβιώσαντες, ακόμη κι αν στο τέλος παραμορφώνονταν από τις «ανανεώσεις».
Άλλωστε, μία αντίστοιχη απαγόρευση ίσχυε και για τα βρέφη. Πλέον, με το πρόσχημα της κατάλληλης διαπαιδαγώγησης, αλλά και της διευκόλυνσης των γονέων, τα βρέφη, μέχρι την ηλικία των έξι ετών, κρατούνταν σε ειδικά διαμορφωμένα ιδρύματα, όπου ανατρέφονταν και ευθυγραμμίζονταν καταλλήλως, ώστε να γίνουν αποτελεσματικότεροι, παραγωγικότεροι και πιο υπάκουοι πολίτες. Σύμφωνα με τους νόμους της ισότητας, οι γυναίκες ήταν έτσι ελεύθερες να ζήσουν τη ζωής τους μετά τη γέννηση, χωρίς να στερούνται την καριέρα τους και τις διασκεδάσεις τους, γαλουχώντας και ταΐζοντας μωρά. Επί πλέον, ήταν έτσι σε θέση να αντεπεξέλθουν οικονομικά και να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα χρήματα για τη μελλοντική ανατροφή του παιδιού τους. Άλλωστε, κανείς δεν εμπόδιζε τους γονείς να επισκέπτονται τα παιδιά τους στις ώρες επισκεπτηρίου. Στην ηλικία των έξι επέστρεφαν πλέον στην οικογένειά τους έτοιμοι πολίτες.
Στις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής του μέτρου, υπήρξαν, όπως αναμενόταν, πολλές αντιδράσεις και εξαρθρώθηκαν πολλές κρυμμένες οικογένειες. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα συνήθισαν οι πολίτες στα νέα μέτρα. Φαίνονταν, μάλιστα, πλέον, τόσο ικανοποιημένοι, ώστε είχαν πάψει να θυμούνται την πρότερη κατάστασή τους. Έμοιαζαν όλοι να απολαμβάνουν τα νέα μέτρα. Ούτε η μαφία δεν χρησιμοποιούσε πλέον την οικογένεια ως βάση, αφού αυτή είχε εξαλειφθεί. Η περίοδος ανασφάλειας για τους κρατούντες φάνταζε παρελθόν, μέχρι τη σημερινή αποτρόπαια ανακάλυψη.
Η δεύτερη άβολη κατάσταση που είχε προκύψει ήταν ότι ο άνδρας αυτός –όπως όλες οι εξονυχιστικές εξετάσεις έδειχναν– πέθανε από φυσικά αίτια. Κανείς δεν πέθαινε από φυσικά αίτια και κανείς πια δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει σε κρατικά αρχεία περιστατικό θανάτου από φυσικά αίτια.
Ο πολίτης είχε πάλι δύο βασικές επιλογές με αρκετά παρακλάδια: να πεθάνει από ασθένειες ή να σκοτωθεί (οι δολοφονίες ήταν ο συνηθέστερος τρόπος, χωρίς να λείπουν τα τροχαία ατυχήματα κι οι αυτοκτονίες).
Όλα τα παραπάνω επιβλήθηκαν, επειδή έπρεπε να συντηρείται υποχρεωτικά η δράση. Έπρεπε να συντηρείται ο λόγος ύπαρξης της αστυνομίας και του άστεως, να διαφυλάσσεται η υπακοή στο νόμο, όσο παράλογος κι αν γινόταν. Το έγκλημα ήταν η μετάγγιση αίματος στο άρρωστο κρατικό σώμα. Η ασταμάτητη και αυξανόμενη εξάρτηση από το έγκλημα συντηρούσε το αστυνομικό δαιμόνιο –το σωκρατικό είχε εκλείψει προ πολλού– και τη δράση. Έπρεπε πάση θυσία να συντηρείται ο κόσμος του εγκλήματος, άρα κι οι διώκτες του.
Κι ερχόταν τώρα αυτός ο γέρος να τα καταστρέψει όλα. Η νεαρή ερευνήτρια το έβλεπε ως πρόκληση· ο συνάδελφός της, όμως, το έβλεπε ως μπελά που ήρθε και τον βρήκε την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει διακοπές. Όταν έμεινε μόνη με το πτώμα, άρχιζε να το εξετάζει πιο προσεκτικά· έφερε ίχνη χαδιών και αγκαλιάς. Έπρεπε να το καταγράψει. Αυτό ίσως οδηγούσε στην ανακάλυψη της αθωότητας.
Τον ξανακοίταξε προσεκτικότερα· ήταν γαλήνιος, σα να χαμογελούσε κιόλας. Θα πρέπει να πέθανε στον ύπνο του. Τα χέρια του θα πρέπει να είχαν φερθεί με αγάπη και τρυφερότητα. Ίσως να αφηγήθηκε παραμύθια κι αρχαίες ιστορίες.
Μετά από αρκετή έρευνα, εντόπισε ένα χαρτάκι διπλωμένο καλά και ραμμένο κοντά στη μέσα τσέπη, στο σημείο της καρδιάς. Το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει:
«Αγαπημένη μου,
Πριν από χιλιάδες χρόνια δύο αστέρια χόρευαν αγκαλιασμένα στον Γαλαξία. Στροβιλίζονταν στο άπειρο, ώσπου μια μαύρη τρύπα βρέθηκε κοντά τους. Ρούφηξε το ένα κι εκσφενδόνισε το άλλο μακριά. Τόσο μακριά, που βγήκε απ’ τον Γαλαξία, ταξιδεύοντας μόνο.
Αυτός ο χωρισμός, που έσκισε την ύπαρξή τους ήταν η αιτία να ταξιδεύει το αστέρι στο κενό. Η φύση, μη αγαπώντας το κενό, έφτιαξε από τον πόνο του χωρισμού των αστεριών έναν νέο Γαλαξία. Κι αυτός ο νέος Γαλαξίας είναι η πατρίδα μας. Γεννήθηκε απ’ τον πόνο και στον πόνο επιστρέφει. Αναζητάει να καλύψει τα δικά της κενά.
Ξέρεις, αγαπημένη μου, τώρα που κατάφερα να γεράσω, όλοι οι νέοι μού φαίνονται ίδιοι. Νέος νόμιζα ότι όλοι οι γέροι μοιάζουν. Λάθος: οι νέοι μοιάζουν πια τόσο πολύ μεταξύ τους, που δεν μπορείς να τους ξεχωρίσεις.
Οι γέροι είναι τα σμιλεμένα γλυπτά του χρόνου, το καθένα διαφορετικό, εμπνευσμένο από τις εμπνεύσεις του. Κάθε ρυτίδα, κάθε σάρκα που υποχωρεί μια ακόμη πινελιά. Το έχεις σκεφτεί; Η φύση έδωσε στον άνθρωπο στη γέννηση και στον θάνατό του ρυτίδες. Το βλέμμα πίσω απ’ τις ρυτίδες κοιτάζει τον γλύπτη του και τον ευχαριστεί με κατανόηση. Ξέρει τα χέρια του γλύπτη καλά και περιμένει το επόμενο βήμα. Κι αυτή την τέχνη την πολεμούν να την εξαφανίσουν.
Αγαπημένη μου, σε περιμένω. Το ξέρω πως με περιμένεις κι εσύ, ν’ αναπληρώσουμε το κενό και να φτιάξουμε έναν Γαλαξία. Τους τη φέραμε!».
Δεν είχε ξαναδιαβάσει τίποτε παρόμοιο. Το χέρι της έτρεμε. Ενστικτωδώς, έκρυψε το χαρτί στη μέσα τσέπη της. Δεν θα το έδειχνε σε κανέναν. Προς το παρόν, μέχρι να καταλάβει τί της συμβαίνει, χρειαζόταν προσοχή.
Κλείδωσε κι έφυγε κατευθείαν στο σπίτι της, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να εξαπλωθεί ο ιός της αθωότητας.
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 200, Ιανουάριος 2020