Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

ΝΑΖΙΣΜΟΣ και ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ του Νόρμπερτ Ελίας

Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του πολιτισμού
μτφ Γιάννης Πεδιώτης/Γιάννης Θωμαδάκης
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης,
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 2015 / σελ. 182

Η αγάπη για την πατρίδα, που διατυμπάνιζαν οι Ναζί και στο όνομα της οποίας συσπείρωσαν μεγάλα τμήματα του γερμανικού λαού, δεν ήταν αγάπη για την αληθινή Γερμανία, για την Γερμανία, όπως αυτή ήταν στην πραγματικότητα. Η αγάπη τους δεν αφορούσε μια Γερμανία, που είναι ένα έθνος μεταξύ άλλων ισότιμων εθνών. Ήταν αγάπη για μια Γερμανία, όπως αυτή όφειλε να είναι σύμφωνα με τα αισθήματά τους: μια Γερμανία μεγαλύτερη από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη. Ήταν αγάπη για μια Γερμανία ιδεατή.
Ούτε ο Χίτλερ αγαπούσε τη Γερμανία, όπως πραγματικά ήταν. Αυτό που αγαπούσε ήταν μια οπτασία της Γερμα­νίας και του μεγαλείου της. Ο ναζιστικός πόλεμος και η όλη θηριωδία εκείνων των ετών ήταν η απέλπιδα κίνηση ενός έθνους, που καταποντιζόταν ταχύτατα σε θέση δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας. Οι Γερμανοί είδαν αυτόν τον πόλεμο ως την ύστατη απόπειρά τους να φανούν αντάξιοι της ιδεατής τους αυτοεικόνας.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δεν ήταν ανάγκη να εξοντωθούν εκατομμύρια Εβραίοι για να μάθουν οι Γερμανοί να ζουν με μια λιγότερο λαμπερή εικόνα του εαυτού τους. Σπανίως, όμως, ισχυροί κοινωνικοί σχηματισμοί συμβιβάζονται ειρηνικά με τον περιορισμό της ισχύος τους. Στρέφονται ξανά και ξανά σε ηγέτες που προβάλλουν ενώπιόν τους την εικόνα ενός υπέρτερου μεγαλείου, που απευθύνονται σ’ αυτούς στο όνομα υψηλών αξιών και τους καλούν να αντισταθούν στην απειλή και να πολεμήσουν για τη συλλογική ανωτερότητά τους και τα ιδανικά τους.
Όπως τα άγρια ζώα, έτσι και τα ισχυρά έθνη γίνονται πολύ επικίνδυνα όταν νιώσουν στριμωγμένα, όταν αισθανθούν ότι η ισορροπία δυνάμεων γέρνει σε βάρος τους, ότι οι αξίες τους απειλούνται κι η υπεροχή τους αργοσβήνει. Όταν παρατηρούνται αυτά τα φαινόμενα, οι άνθρωποι συνήθως καταφεύγουν στη βία. Και τότε ξεσπούν πόλεμοι.
Ο Νόρμπερτ Ελίας έγραψε αυτό το δοκίμιο το 1961/62, με αφορμή τη δίκη του Άιχμαν που διεξαγόταν εκείνο τον καιρό στην Ιερουσαλήμ. Το δημοσίευσε 30 περίπου χρόνια αργότερα, ένα έτος πριν από τον θάνατό του. (Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)
Όπως σημειώνει ο εβραϊκής καταγωγής κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας πριν από την σύλληψη στην Αργεντινή (1960), την δίκη (1961) και την εκτέλεση (1962) του Άιχμαν (συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του Γραφείου εβραϊκών υποθέσεων της Γκεστάπο) στην Ιερουσαλήμ «γινόντουσαν διάφορες συζητήσεις για το αν θα ήταν προτιμότερο να αφεθεί στο σκοτάδι η μνήμη δολοφονημένων και δολοφόνων περιοριζόμενη σε λίγες μόνο σποραδικές αναφορές στα βιβλία ιστορίας, εν είδει επιτύμβιας επιγραφής».
Θα θυμίσουμε από την πλευρά μας ότι ο τόπος διαμονής του Άιχμαν και της οικογενείας του ήταν γνωστός σύμφωνα με ορισμένες αναφορές ήδη από το 1952, όταν μετοίκησε στην Αργεντινή, όπου μισθοδοτούμενος τύγχανε της προστασίας των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν στρατολογήσει αρκετούς πρώην συνεργάτες του στις μυστικές υπηρεσίες, όπως άλλωστε είχαν πράξει και οι δυτικογερμανικές αρχές. Η σύλληψη του Άιχμαν πραγματοποιήθηκε με τις ευλογίες του γερμανικού κράτους, το οποίο διαπραγματευόταν την μη αποκάλυψη αξιωματούχων της κυβέρνησής του, στενών συνεργατών του Χίτλερ, όπως του Χανς Γκλόμπκε συμβούλου Εθνικής ασφαλείας, που χαρακτηριζόταν επίσης ως το «δεξί χέρι» του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ.
Όπως παρατηρεί και ο Νόρμπερτ Ελίας, «οι πιθανότητες να διασωθεί η μνήμη των θυμάτων της ιστορίας των ανίσχυρων και των ηττημένων είναι κατά κανόνα ελάχιστες. Το βασικό πλαίσιο που καθορίζει τί θα φυλαχθεί στην μνήμη ως ιστορία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι το κράτος και τα βιβλία της ιστορίας εξακολουθούν να είναι χρονικά κρατών. Η δίκη του Άιχμαν επιβεβαίωσε τον κανόνα: αν η θύμηση των δολοφονημένων εβραίων ξαναζωντάνεψε αυτό οφειλόταν στην ύπαρξη του νέου εβραϊκού κράτους και στην ισχύ που διέθετε».
Θα υπενθυμίσουμε, επίσης, σ’ αυτό το σημείο, ότι πριν την σύλληψη και την δίκη του Άιχμαν οι επιζώντες εβραίοι του ναζιστικού σχεδίου «Τελική λύση», εισέπρατταν μια ιδιαίτερη απαξίωση από το σιωνιστικό κράτος επειδή …δεν αντιστάθηκαν, ενώ ήταν αντιμέτωποι και με την απαίτηση να αγωνιστούν άμεσα ενάντια σε κάθε εχθρό του Ισραήλ, σαν καλοί σιωνιστές. Το ισραηλινό κράτος, λοιπόν, μεθόδευσε μέσω της δίκης του Άιχμαν την καθιέρωσή του ως τον μόνο φορέα εκπροσώπησης των απανταχού εβ­ραίων, μέσω της διαχείρισης, όχι πλέον μιας φρικτής πράξης, μιας θηριωδίας κατά της ανθρωπότητας (εν προκειμένω της εξόντωσης και του βασανισμού εκατομμυρίων εβραίων καθώς και άλλων φυλών), αλλά ενός εγκλήματος αποκλειστικά κατά των εβραίων. Η διαφορά πιστεύουμε είναι ολοφάνερη, καθώς και οι σκοποί και οι αφετηρίες της εθνικής προπαγάνδας, που ύφανε το ισραηλινό κράτος.
Σύμφωνα με την Hanaah Arendt ο ολοκληρωτισμός συνιστά μια απειλή ενάντια στη σκέψη και ως εκ τούτου η προσπάθεια για κατανόηση μάς θωρακίζει θέτοντας στο επίκεντρο τον φιλοσοφικό προβληματισμό, καθώς «το κοινότυπο κακό» κυριάρχησε πρώτα απ’ όλα εξ αιτίας της αποτυχίας του σκέπτεσθαι. Ο Νόρμπερτ Ελίας από την πλευρά του μάς καλεί και αυτός να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε, παραδεχόμενοι ότι πολλά φαινόμενα της εποχής μας δείχνουν ότι ο ναζισμός, απλώς, ανέδειξε με πράγματι ωμό και απροκάλυπτο τρόπο γενικότερες όψεις της σύγχρονης κοινωνίας, τρόπους σκέψης και συμπεριφορές, που μπορούν να συναντηθούν και εκτός Γερμανίας.
Με άλλα λόγια ο συγγραφέας αυτού του δοκιμίου αμφισβητεί έντονα τις απόψεις που εδράζονται στην «βεβαιότητα» ότι οι ναζιστικές θηριωδίες αποτελούσαν την εξαίρεση, το εξαιρετικό, μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, που οφείλεται στο ανορθόλογο μίσος μιας δράκας ψυχοπαθών, που δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί στις «προηγμένες» κοινωνίες της εποχής μας. Ο Ελίας, επίσης, μάς παροτρύνει, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε, να μην εστιάσουμε αποκλειστικά στην βαθιά οικονομική «κρίση» της δεκαετίας του ’30, ούτε και να αποδεχθούμε ερμηνείες που προβάλλουν ως καθοριστικές την «ιδιαίτερη φύση» των Γερμανών, ή την «φυλετική και βιολογική τους» κληρονομιά.
Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας του δοκιμίου, η μετεξέλιξη της Γερμανίας αρχικά σε ενιαίο δυναστικό κράτος και κατόπιν σε ενιαίο εθνικό κράτος συντελέσθηκε αφ’ ενός με ιδιαίτερα βραδείς ρυθμούς και αφ’ ετέρου με καθυστέρηση σε σχέση με την αντίστοιχη άλλων ευρωπαϊκών ή δυναστικών κρατών, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στο πλήθος και την διασπορά των πολιτικών μονάδων, στις οποίες υποδιαιρέθηκε η πρώτη γερμανική αυτοκρατορία με αποτέλεσμα τους αδιάκοπους πόλεμους μεταξύ των γερμανών, που διεξάγονταν επί αιώνες: «Εδώ έχει την ρίζα του ο διακαής πόθος για ενότητα, ο οποίος κατά την διάρκεια περιόδων κρίσεως στην Γερμανία, επανερχόταν διαρκώς στο προσκήνιο, καθώς η εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στις κεντρομόλες και φυγόκεντρες δυνάμεις έτεινε γενικά να ευνοεί τις τελευταίες».
Εδώ βρίσκεται, κυρίως, κατά τον Ελίας και η εξήγηση της έκφρασης ενός πόθου για έναν κυρίαρχο, για έναν μονάρχη για έναν ηγέτη, ο οποίος θα κατόρθωνε να εξασφαλίσει την ενότητα, αλλά και την ομόνοια. Αυτός ο πόθος εκφραζόταν ακόμη και στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 με διατυπώσεις του είδους «δίχως μοναρχία ξεσπάει αναρχία», ή «η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να είναι μια χαρά για τους Άγγλους ή τους Αμερικάνους, αλλά όχι για εμάς. Δεν ταιριάζει στους Γερμανούς. Εμείς χρειαζόμαστε έναν ισχυρό άνδρα, που να μας κρατά πειθαρχημένους και να μας βάζει σε τάξη».
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ανεξάρτητα με τον τρόπο που θα θελήσει κάποιος να αξιολογήσει την εθνική υπερηφάνεια και την συλλογική αυτοεκτίμηση των Γερμανών, αυτή ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη σε σχέση με την αντίστοιχη των Βρετανών ή των Γάλλων που χαρακτηρίζονται από μια σταθερότητα και μια «ομαλή» εξέλιξη, αφού, «μια μεγάλη και ισχυρή αυτοκρατορία, η οποία γνώρισε ανατροπές, έχασε την συνοχή της και σταδιακά συρρικνώθηκε. Μόλις το 1871, δηλ. αιώνες αργότερα –και σε μεταγενέστερο στάδιο από τα περισσότερα άλλα ευρωπαϊκά έθνη– κατάφερε η Γερμανία ν’ αλλάξει σελίδα και να πάρει ξανά μια μορφή που να προσεγγίζει, έστω σε μικρότερη κλίμακα, την ιδεατή εικόνα ενός «Ράιχ». Αυτό νέο το κράτος επιτέλους ενοποιημένο, βρήκε για λίγο καιρό τη θέση του ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, όπως ονειρεύονταν πολλοί Γερμανοί· τότε όμως, το 1918, υπέστη εκ νέου ήττα, την οποία ακολούθησαν τα χρόνια της παρακμής: ως τέτοια βίωσαν πολλοί Γερμανοί την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σύμφωνα μ’ αυτήν την ιστορική αυτοεικόνα, το εξιδανικευμένο «Τρίτο Ράιχ» αποτελούσε την Τρίτη τους απόπειρα να ξορκίσουν την κατάρα που φαινόταν να τους εμποδίζει να κατακτήσουν το μεγαλείο για το οποίο ήταν προορισμένοι».
Ο συγγραφέας υπογραμμίζει κάτι εξ ίσου σημαντικό κατά την γνώμη του, όσον αφορά το γερμανικό ιδεώδες και τον γερμανικό κώδικα συμπεριφοράς: «δεν έκαναν ούτε ένα βήμα πίσω, μπροστά στις ανθρώπινες ατέλειες και αδυναμίες, δεν έδειχναν ανοχή ούτε κάποια διάθεση αποδοχής τους: οι απαιτήσεις τους ήταν απόλυτες και αδιαπραγμάτευτες. Μονάχα η πλήρης συμμόρφωση με τα πρότυπά του προσέφερε ικανοποίηση· τίποτε λιγότερο. Κατά την διάρκεια αιώνων απολυταρχικής εξουσίας, οι Γερμανοί είχαν καλλιεργήσει μια σιωπηρή λαχτάρα για εθνικά ιδεώδη, πεποιθήσεις, βασικές αρχές και πρότυπα, τα οποία απαιτούσαν απόλυτη υποταγή. Το ζητούμενο ήταν ή όλα ή τίποτα. Η προσταγή ήταν κατηγορική. Επειδή όμως το γερμανικό εθνικό ιδανικό τότε μόνο βιωνόταν ως κάτι με νόημα, ως ένα αντικείμενο υπερηφάνειας και συνεπώς ως πηγή βαθιάς ικανοποίησης, όταν οι άνθρωποι ήταν πεπεισμένοι για την τελειότητά του, για την απόλυτη και άνευ όρων ισχύ του, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν απόλυτα σ’ αυτό παρά μονάχα περιστασιακά, για σύντομο χρονικό διάστημα, κατά την διάρκεια εξαιρετικών καταστάσεων και ιδίως σε περιόδους εθνικής κρίσης».
Ο Ρόμπερτ Ελίας εξηγεί στην συνέχεια ότι ακριβώς απέναντι σε μια εξαιρετική κατάσταση βρισκόταν για πολλούς Γερμανούς η πληκτική καθημερινότητα, οι νεόκοποι κοινοβουλευτικοί θεσμοί του 1918, με τους οποίους δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν, με αποτέλεσμα να θεωρούν ευτελή την πολιτική ζωή, και να αντικρύζουν ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που θεωρούσαν ιδεατό και την πραγματικότητα, την οποία απαξίωναν ως ασήμαντη και ανούσια. Η αίσθηση, λοιπόν, του χαμένου μεγαλείου και μιας τσακισμένης εθνικής υπερηφάνειας επιτεινόταν από την εικόνα παρακμής, που προκαλούσε ένα αίσθημα κοινωνικής δυσθυμίας, με τα εθνικά ιδεώδη να μοιάζουν ολοένα και περισσότερο άκαμπτα, ανεπηρέαστα από λογικά επιχειρήματα ή γεγονότα που τα διαψεύδουν, ή από πραγματικούς κινδύνους.
«Όπως συχνά συμβαίνει στην περίπτωση της μαγείας, έτσι και όταν εξετάζουμε πεποιθήσεις, αρχές και ιδανικά θα πρέπει ίσως να προβούμε σε μια διάκριση ανάμεσα σ’ εκείνα που είναι επωφελή για τους ανθρώπους και σ’ αυτά που είναι επιβλαβή –ανάμεσα στις «λευκές» και στις «μαύρες» πεποιθήσεις, τα «λευκά» και τα «μαύρα» ιδανικά. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, το νόημα και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και της χιτλερικής Γερμανίας κατανοούνται με τρόπο πέρα για πέρα εσφαλμένο όταν υποτιμάται η αυθεντικότητα και η σαγηνευτική δύναμη των συλλογικών τους πεποιθήσεων».
Παρ’ όλα αυτά ο Ελίας επιμένει ότι η ταύτιση με μια κοινωνική μονάδα που χρησιμοποιεί μηχανισμούς μαζικού καταναγκασμού, ακόμη και η αγάπη γι’ αυτήν και η ταύτιση με τον καταπιεστή σε επίπεδο συνείδησης και ιδανικών δεν ήταν αποκλειστικά γερμανικό φαινόμενο: «Στο σημερινό στάδιο εξέλιξης της ανθρωπότητας αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε έθνους-κράτους. Τα εθνικά κράτη κατάγονται από απολυταρχικά κράτη, τα οποία εξουσιάζονταν από ηγεμόνες που πολεμούσαν ο ένας τον άλλον […] Στα μεγάλα δυναστικά κράτη όμως, δεν ήταν ούτε εφικτό ούτε αναγκαίο οι άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων και όλων των περιοχών να συνδέονται στον ίδιο βαθμό μεταξύ τους μέσα από ένα ενιαίο, απρόσωπο και βαθιά εσωτερικευμένο σύστημα πεποιθήσεων που να διαποτίζει την αυτοεικόνα του κάθε ατόμου. Η διατήρηση αυτού που ονομάζουμε «ήθος» ενός λαού ή ενός στρατεύματος διασφαλιζόταν σε μεγάλη έκταση μέσω της εξωτερικής πίεσης και του εξωτερικού καταναγκασμού, ενώ η εκκοσμίκευση δεν είχε ακόμη προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εξωθρησκευτική και απρόσωπη νομιμοποίηση ενός πολέμου μέσω αναφορών στο «εθνικό συμφέρον», στα «κοινωνικά ιδανικά» κ.λπ. να είναι πειστική για τις λαϊκές μάζες».
Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας τονίζει ότι αρχικά στην Ευρώπη και αργότερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο επιβλήθηκε σε κάθε άτομο το «καθήκον» να είναι έτοιμο να σκοτώσει όλους τους εχθρούς του έθνους, που θα του υποδεικνύονταν, δηλαδή να υποταχθεί πλήρως και απόλυτα η ύπαρξή του στην ύπαρξη του κράτους.
Σε μια περίοδο, όμως, κρίσης και κλιμάκωσης της εμπόλεμης σύγκρουσης εμφανίζεται, σύμφωνα με τον Ελίας, το φαινόμενο της «κοινωνικής ενδυνάμωσης» το οποίο και παραλύει την δυνατότητα κριτικής σκέψης, διογκώνει τις απαιτήσεις των «εσωτερικών φωνών», των πεποιθήσεων των ηθικών αρχών και των ιδανικών.
«Σε μια τέτοια συγκυρία οι ομάδες, τα κοινωνικά κινήματα, ή και ολόκληρα έθνη ενδέχεται να παγιδευτούν σε μια δυναμική κλιμάκωσης που τονίζει όλο και πιο εμφατικά τις συλλογικές τους φαντασιώσεις και παρασύρει σε συμπεριφορές ολοένα και περισσότερο αποξενωμένες από την πραγματικότητα, μέχρι να επέλθει τελικά η μεγάλη συντριβή, η οποία –συνοδευόμενη συνήθως από μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές– προσγειώνει τους ανθρώπους στην πραγματικότητα και αποκαλύπτει εκ των υστέρων πόσο κενός ήταν ο καταναγκαστικός ιδεαλισμός τους».
Σ’ αυτές ακριβώς τις «στιγμές» οι ηγέτες, οι οποίοι εμφανίζονται, εκμεταλλεύονται αυτή την συγκυρία –ανεξάρτητα από το γεγονός εάν είναι πρώτης ή δεύτερης ακόμη και τρίτης κατηγορίας– και εκφράζουν την τάση για ριζοσπαστισμό, αλλά και για αυταρχική ηγεσία.
Ο συγγραφέας, όσο προχωρά στην ανάλυσή του, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ουσία του προβληματισμού του και συγκεκριμένα στους λόγους της κοινωνικής ταύτισης με τους αυστηρούς και τυραννικούς ηγεμόνες.
Και δυστυχώς παραμένει εφιαλτικά επίκαιρος.
«Γενικά, η απελευθέρωση από την καταπίεση μπορεί να έρθει είτε με την αντίσταση είτε με την εξέγερση εναντίον των καταπιεστών. Αυτό, φυσικά, είναι δυνατόν μόνον όταν οι υποτελείς λαοί διαθέτουν ένα συνεκτικό σύστημα ιδανικών και αξιών το οποίο θα αντιτάξουν σε εκείνο των εξουσιαστών ή καταπιεστών τους. Όταν, ωστόσο, το δικό τους σύστημα ιδανικών και αξιών ταυτίζεται κατά το μάλλον ή ήττον με αυτό των κυρίων τους, όταν η ίδια τους η συνείδηση και το δικό τους ιδεατό «εμείς» στοιχίζεται στην πλευρά των καταπιεστών, οι αρνητικές όψεις των αισθημάτων τους δεν μπορούν να εκφραστούν άμεσα και ανοικτά εναντίον τους. Τότε, οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ αρχομένων και αρχόντων, μεταξύ καταπιεζόμενων και καταπιεστών, μεταλλάσσονται σε εσωτερικές εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των αρχόμενων και καταπιεζόμενων. Τα χέρια που διαφορετικά θα είχαν υψωθεί ενάντια στους αφέντες παραλύουν».
Και τότε αυτό που απομένει δεν είναι παρά η «λαχτάρα για υποταγή»…
Συσπείρωση Αναρχικών