Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Marché- Mâcher- Marcher …


nomos_tis_agoras_1
..ή «μαρσάρει», προκαλώντας θόρυβο δίχως κίνηση, ο σκηνοθέτης της γαλλικής ταινίας «Ο νόμος της αγοράς»; Έχουν ήδη γραφεί αρκετά και ενδιαφέροντα για την εν λόγω ταινία.
Όσοι κατέχουν τους αισθητικούς κανόνες της κινηματογραφικής γλώσσας έχουν αναλύσει τα χαρακτηριστικά των κάδρων, σκηνών και κινήσεων της κάμερας, έχουν ασκήσει κριτική με όρους πολιτικής της αναπαράστασης στον τρόπο και το περιεχόμενο της αφήγησης.
Εμείς ως μη ειδικοί, επιλέγουμε να σταθούμε στην τριπλέτα (αγορά-μασάω-βαδίζω) που υπαινίσσεται ο τίτλος μας, στη διαδοχή των στοιχείων, στη διαδικασία κίνησης και μετάβασης του κεντρικού ήρωα, ενός εργάτη ο οποίος εμφανίζει «δυσανεξία» και δυσκολία προσαρμογής στις τρέχουσες ευέλικτες εργασιακές απαιτήσεις. Ένας εργάτης λοιπόν «μπετόν αρμέ», ο οποίος για χρόνια υπήρξε rock και  σήμερα απαιτείται από αυτόν να μάθει να χορεύει rock n’ roll…
Δεν αναλογεί στη γράφουσα να απαντήσει εάν ο κεντρικός ήρωας έχει εσωτερικεύσει ή «φλερτάρει» με τη μικροαστική λογική. Επιχειρώντας μια ψύχραιμη ανάγνωση των δεδομένων της ταινίας υπογραμμίζουμε ότι, ο πρωταγωνιστής είναι ένας απολυμένος πενηνταπεντάρης εργάτης και για μήνες επιδοτούμενος σε προγράμματα stage, με δάνειο πρώτης κατοικίας, ιδιοκτήτης λυόμενης εξοχικής, με αγωνία να διασφαλίσει τις σπουδές βιολογίας στο μοναδικό και με αναπηρίες παιδί του. Κατά το χρόνο που προηγήθηκε της απόλυσης συμμετείχε στους συλλογικούς οργανωμένους αγώνες κατάληψης του εργοστασίου αλλά μήνες αργότερα και ενώ έχει μεσολαβήσει η ανεργία, ο ίδιος άνθρωπος αμφισβητεί, αμφιβάλλει και αρνείται τη συμμετοχή του στη συλλογική, συνδικαλιστική διεκδίκηση ακύρωσης ή αποζημίωσης από την εταιρεία των παράνομων απολύσεων. Η στάση και θέση του ενδεχομένως να μπορεί να χαρακτηριστεί μικροαστικός ατομικισμός, μια οπτική όμως η οποία τελεί σε καθεστώς «κενού αέρος» όταν υποτιμά τη κίνηση της ζώσας εμπειρίας, της ίδιας της ζωής τελικά, τη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό σε δεδομένη κοινωνική και οικονομική συγκυρία. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πράγματι σήμερα ότι «Μια φορά μικροαστός για πάντα μικροαστός;».
Αυτό όμως που με κάποια βεβαιότητα μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι, ο νόμος της αγοράς απαιτεί από τον κεντρικό ήρωα, έναν πρώην εργάτη, χειριστή μηχανημάτων, να «μάθει να συγχρονίζεται γρήγορα, να πιάνει το ρυθμό και τα βήματα, να χορεύει με το κεφάλι ψηλά, να κάνει φιγούρες..» όπως εύστοχα αναπαριστά η σχετική σκηνή μαθήματος χορού, μια σκηνή που ενώ υπογραμμίζει την προσπάθεια εκμάθησης του πρωταγωνιστή ταυτόχρονα αναδεικνύει και τη δυσκολία προσαρμογής του, μία «δυσκαμψία», εργαλείο για τις μελλοντικές του αρνήσεις.
Ο ίδιος νόμος είναι αυτός που απαιτεί από τον πρωταγωνιστή να διαπραγματευθεί την πώληση της λυόμενης εξοχικής του κατοικίας, αυτό που ο ίδιος ονομάζει «σπιτάκι» ενώ πλέον πρόκειται για μια κατοικία με χαρακτηριστικά προσωρινότητας, μια κατοικία με χαρακτηριστικά «ευελιξίας», μια κατοικία που βρίσκεται σε αντίθεση με το «μπετόν αρμέ» της προηγούμενης εργασιακής συνθήκης του πρωταγωνιστή. Μια κατοικία δηλωτική των σκληρών αντιφάσεων του νόμου της αγοράς όπου σπίτια και συμβάσεις «λύονται και πωλούνται» από τη μια στιγμή στην άλλη. Ευτυχώς, θα λέγαμε, ο πρωταγωνιστής δεν τα καταφέρνει να ελιχθεί, αποδεικνύεται «κομματάκι μονοκόμματος» και απότομος.
Και ενώ η αγορά εξακολουθεί να απαιτεί, ο κεντρικός ήρωας φαίνεται να «μασάει», δεχόμενος το πόστο ενός σεκιούριτι σε μεγάλη αλυσίδα σούπερ- μάρκετ. Ωσάν η ανασφάλεια του καθεστώτος ανεργίας, να επιχειρείται να αποκατασταθεί μέσω της διασφάλισης και εγγύησης του νόμου της αγοράς. Σε αυτό το σημείο «μασάει και καταπίνει» τον εξευτελισμό ενός ηλικιωμένου που κατηγορείται για την «κλοπή» ενός κομματιού κρέατος και την αυτοκτονία μιας συναδέλφου για την «κλοπή» μιας σειράς εκπτωτικών κουπονιών και καθώς ο «απότομος, μονοκόμματος και δύσκαμπτος» χαρακτήρας έχει τεθεί αλλοτριωμένος, ως χαφιές και ρουφιάνος των συναδέλφων του, στην υπηρεσία του νόμου της αγοράς, στη διασφάλιση της κανονικότητας του καπιταλισμού- για να μη «μασάμε» τα λόγια μας- στη τελευταία σκηνή αρνείται και αδυνατεί να διαπραγματευτεί το αυτονόητο, την απελπισία, τη φτώχεια της συναδέλφου η οποία κατηγορείται για την «κλοπή» πόντων εκπτωτικής/χρεωστικής κάρτας. Βγάζει λοιπόν τη στολή εργασίας και ξεκινά να «βαδίζει»…φαίνεται όμως να «βαδίζει» μόνος.. προς το παρόν θα λέγαμε εμείς, αφού ενώ το αυτοκίνητό του βγαίνει από το χώρο στάθμευσης και στρίβει.. την ίδια στιγμή ένα άλλο αυτοκίνητο ακολουθεί την αντίστροφη πορεία. Κάποιος μπορεί εύλογα να αντιτάξει ότι ο νόμος της αγοράς βρίσκει άμεσα αντικαταστάτη του πρωταγωνιστή στη θέση της «ασφάλειας». Κάθε θέση όμως δε γεννά και την αντίθετη; Από τη διαδικασία αυτή μια νέα θέση δεν είναι άραγε πιθανό να προκύψει; Επιχειρώντας μία μόνο απάντηση μεταξύ των πολλών θα λέγαμε ότι, προσθέτοντας ένα « τόσο στο «marché» της αγοράς όσο και στο «mâcher» του ρήματος «μασάω», έχουμε το «marcher»…. Μήπως τελικά το να «βαδίζει» κανείς είναι μια καλή αρχή, μια αρχή μελλοντικών συναντήσεων με συνοδοιπόρους;