Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

“Για τυπικούς λόγους.” Ένα παραμύθι για τον Οδυσσέα

“Για τυπικούς λόγους.” Ένα παραμύθι για τον Οδυσσέα

Μέρες που είναι θα σας πω ένα παραμύθι λίγο αλλιώτικο από τα συνηθισμένα:

“Μια φορά κι έναν καιρό, σε κά­ποια χώρα μα­κρι­νή και φτωχή, πολ­λοί άν­θρω­ποι έφευ­γαν για άλλες, ακόμη πιο μα­κρι­νές χώρες μπας και βελ­τιώ­σουν τη ζωή τη δική τους και των οι­κο­γε­νειών τους. Καθώς περ­νού­σαν όμως τα χρό­νια, η χώρα αυτή έπαψε να είναι τόσο φτωχή και έτσι κά­ποια στιγ­μή άρ­χι­σαν να έρ­χο­νται σε αυτή άν­θρω­ποι από άλλες μα­κρι­νές χώρες, είτε για να δου­λέ­ψουν μπας και βγουν από τη δική τους φτώ­χεια και μι­ζέ­ρια είτε για να ξε­φύ­γουν από πο­λέ­μους και κα­τα­στρο­φές. Ξέ­νους τους είπαν, με διά­φο­ρα ονό­μα­τα, ακόμη κι αυ­τούς που τους λο­γά­ρια­ζαν από την ίδια ρίζα και τους δώσαν γρή­γο­ρα δι­καί­ω­μα ψήφου, και σαν ξέ­νους τους φέρ­θη­καν. Τους δώσαν τις χει­ρό­τε­ρες δου­λειές, τους πλή­ρω­ναν ψί­χου­λα ή τους κα­τέ­δι­δαν στην αστυ­νο­μία -δεν είχαν βλέ­πεις χαρ­τιά νό­μι­μης πα­ρα­μο­νής και ερ­γα­σί­ας οι πε­ρισ­σό­τε­ροι- και αρ­κε­τοί ντό­πιοι πλού­τι­σαν από την εκ­με­τάλ­λευ­ση αυτών των ξένων.

            Όλα αυτά βέ­βαια τα διευ­κό­λυ­νε ακόμη πιο πολύ το ότι οι ξένοι δεν ήξε­ραν ούτε να μι­λούν ούτε φυ­σι­κά να δια­βά­ζουν και να γρά­φουν τη γλώσ­σα του τόπου στον οποίο είχαν βρε­θεί. Μου­γκοί λοι­πόν ή με λε­ξι­λό­γιο νη­πί­ων, προ­σπα­θού­σαν άδικα να βρουν το δίκιο τους και να συ­νεν­νοη­θούν με τους ντό­πιους, αλλά και με­τα­ξύ τους, αφού έρ­χο­νταν από δια­φο­ρε­τι­κές χώρες. Το κρά­τος βέ­βαια δεν έκανε τί­πο­τα για να τους βοη­θή­σει να μά­θουν τη γλώσ­σα του, πα­ρό­τι το ίδιο και πολ­λοί από τους κα­τοί­κους του καυ­χιού­νται για το πόσο σπου­δαία και τρανή είναι αυτή η γλώσ­σα και πόσο χρειά­ζε­ται να δια­δο­θεί σε όλον τον κόσμο.

            Έτσι ήταν η κα­τά­στα­ση για κάτι λι­γό­τε­ρο από δέκα χρό­νια, όταν στη δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη πόλη της χώρας κά­ποιοι δά­σκα­λοι, βλέ­πο­ντας την ασυ­νεν­νοη­σία αυτών των αν­θρώ­πων, πα­ρό­τι είχαν με­τα­ξύ τους κοινά προ­βλή­μα­τα και συμ­φέ­ρο­ντα, πήραν την κα­τά­στα­ση στα χέρια τους. Ξε­κί­νη­σαν οι ίδιοι δω­ρε­άν μα­θή­μα­τα στην αρχή σε λί­γους και αρ­γό­τε­ρα σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρους, όχι στις αμ­μου­διές κά­ποιου αρ­χαί­ου ποι­η­τή, αλλά σε χώ­ρους που τους πα­ρα­χω­ρή­θη­καν στα γρα­φεία συν­δι­κα­λι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και, όταν πια ήταν ακόμη πιο πολ­λοί, σε ένα κτί­ριο του ερ­γα­τι­κού κέ­ντρου της πόλης.

            Τα μα­θή­μα­τα μετά από τρία χρό­νια είχαν με­τα­τρα­πεί πια σε ένα απο­γευ­μα­τι­νό σχο­λείο με πολλά τμή­μα­τα και αυτή η πρω­το­βου­λία με­ρι­κών δα­σκά­λων έπρε­πε να πάρει και μια νο­μι­κή μορφή για τυ­πι­κούς λό­γους, όπως και έγινε. Άλ­λα­ξε όνομα, απέ­κτη­σε τυ­πι­κά κά­ποιους με­τό­χους και πήρε και κά­ποια λίγα χρή­μα­τα από το κρά­τος για το ανέ­βα­σμα μιας θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης από τη θε­α­τρι­κή ομάδα που είχαν συ­στή­σει μα­θη­τές και δά­σκα­λοι. Καθώς μά­λι­στα τα τμή­μα­τα και οι μα­θη­τές αυ­ξά­νο­νταν όλο και πιο πολύ, ένας από αυ­τούς ξε­κί­νη­σε να δου­λεύ­ει ως γραμ­μα­τέ­ας του σχο­λεί­ου πε­ρί­που 25 ώρες τη βδο­μά­δα, με κα­νο­νι­κό μισθό και έν­ση­μα. Πώς πλη­ρω­νό­ταν; Από τα χρή­μα­τα που έδι­ναν στο σχο­λείο οι δά­σκα­λοι, από ει­σφο­ρές φίλων και σω­μα­τεί­ων, από χο­ρούς και πάρτι που διορ­γα­νώ­νο­νταν.

            Και τα χρό­νια περ­νού­σαν και το σχο­λείο δού­λευε ρολόι, με εκα­το­ντά­δες μα­θη­τές από χώρες όλου του κό­σμου, που πια δε μά­θαι­ναν μόνο τα βα­σι­κά, αλλά προ­χω­ρού­σαν σε πιο ψηλά επί­πε­δα και προ­ε­τοι­μά­ζο­νταν εκεί για τις εξε­τά­σεις που θα τους έδι­ναν το πρώτο τους πτυ­χίο γλωσ­σο­μά­θειας στη χώρα αυτή. Κά­ποιοι από αυ­τούς μά­λι­στα γίναν οι ίδιοι δα­σκά­λες και δά­σκα­λοι για να δι­δά­ξουν τη δική τους γλώσ­σα ή τη γλώσ­σα που είχαν σπου­δά­σει στον δικό τους τόπο. Και δεν ήταν μόνο αυτά: εκεί μέσα μά­θαι­ναν για την ιστο­ρία του τόπου και της τάξης τους, έκα­ναν εκ­δρο­μές σε γύρω μέρη και ιστο­ρι­κούς πε­ρι­πά­τους στην πόλη, γνώ­ρι­ζαν τα δι­καιώ­μα­τά τους, θυ­μό­ντου­σαν ξανά -ή συ­νει­δη­το­ποιού­σαν λί­γο-λί­γο- τι ση­μαί­νει αλ­λη­λεγ­γύη. Κι ακόμη, εκεί γεν­νιού­νταν φι­λί­ες, φτιά­χνο­νταν ερω­τι­κοί δε­σμοί, δη­μιουρ­γού­νταν οι­κο­γέ­νειες, δο­κι­μά­ζο­νταν νέες δι­δα­κτι­κές μέ­θο­δοι, χαρ­το­γρα­φού­νταν τα άγνω­στα νερά της δι­δα­σκα­λί­ας της γλώσ­σας αυτής σε ενή­λι­κες μη φυ­σι­κούς ομι­λη­τές της.

            Κά­ποια στιγ­μή η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη οι­κο­νο­μι­κή κρίση στην οποία έμπαι­νε αυτή η μα­κρι­νή χώρα χτύ­πη­σε και την πόρτα αυτού του σχο­λεί­ου. Στα θρα­νία του, πλάι στους μα­θη­τές και τις μα­θή­τριες από τα ξένα μέρη, άρ­χι­σαν να κά­θο­νται και ντό­πιοι που θέλαν να μά­θουν μια άλλη γλώσ­σα για να μπο­ρέ­σουν να δου­λέ­ψουν στον του­ρι­σμό ή για να ξε­νι­τευ­τούν τώρα αυτοί σε άλλες μα­κρι­νές χώρες. Το σχο­λείο, που, έχο­ντας μεί­νει χωρίς καμιά χρη­μα­το­δό­τη­ση για χρό­νια από το κρά­τος και με τις ει­σφο­ρές των μελών να μειώ­νο­νται, είχε πια εθε­λο­ντές στη γραμ­μα­τεία του, αγκά­λια­σε αμέ­σως και τους και­νού­ριους μα­θη­τές του. Κι αυτοί όλο και πλή­θαι­ναν.

            Ώσπου, στο τέλος του τρί­του χρό­νου αυτής της κρί­σης -ίσως να ονο­μά­στη­κε έτσι γιατί κατά τη διάρ­κειά της όλοι κρί­νο­νται γι' αυτό που πραγ­μα­τι­κά εί­ναι- το κρά­τος απο­φά­σι­σε να ελέγ­ξει όλες τις ορ­γα­νώ­σεις που κά­ποια στιγ­μή είχαν ντα­ρα­βέ­ρια μαζί του και βρί­σκο­νταν στα κι­τά­πια του. Ο λόγος; Είχαν απο­κα­λυ­φθεί κάτι σκάν­δα­λα με ορ­γα­νώ­σεις που έπαιρ­ναν εκα­τομ­μύ­ρια από το κρά­τος για ανύ­παρ­κτες και εξω­φρε­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, την ανα­δά­σω­ση ενός τρο­πι­κού δά­σους σε μια άλλη ήπει­ρο ή τη διε­θνή ανά­πτυ­ξη (σκέτο).

            Έτσι, ελέγ­χθη­καν και τα λο­γι­στι­κά βι­βλία του σχο­λεί­ου της ιστο­ρί­ας μας, πα­ρό­τι είχαν πε­ρά­σει δέκα χρό­νια από τα τε­λευ­ταία ψί­χου­λα που είχε πάρει από το κρά­τος, κι αυτά εκα­το­ντά­δες φορές υπο­πολ­λα­πλά­σια από τα ποσά που με γα­λα­ντο­μία το κρά­τος έδινε σε άλλες ορ­γα­νώ­σεις (το ότι το σχο­λείο ήταν από τις πρώ­τες -και τις ελά­χι­στες τε­λι­κά- ορ­γα­νώ­σεις που ελέγ­χθη­καν πρέ­πει να οφεί­λε­ται σε κά­ποια δια­βο­λι­κή σύμ­πτω­ση). Οι δά­σκα­λοι λοι­πόν που είχαν τότε ένα κάπως με­γα­λύ­τε­ρο βάρος στη δια­χεί­ρι­ση του σχο­λεί­ου ενη­με­ρώ­θη­καν από μια κρα­τι­κή υπάλ­λη­λο ότι στα λο­γι­στι­κά του βι­βλία τα κα­τα­γε­γραμ­μέ­να έξοδα της πε­ριό­δου που το σχο­λεί­ου είχε έμ­μι­σθο γραμ­μα­τέα εμ­φα­νί­ζο­νταν πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα έσοδα της αντί­στοι­χης πε­ριό­δου. “Μα τα λεφτά τα βά­ζα­με εμείς, από την τσέπη μας”, της είπαν. “Έπρε­πε να κό­βε­τε απο­δεί­ξεις στους εαυ­τούς σας για κάθε δε­κά­ρα που βά­ζα­τε. Για τυ­πι­κούς λό­γους. Δεν πρό­κει­ται περί φο­ρο­δια­φυ­γής, γιατί τα έσοδα αυτά δεν φο­ρο­λο­γού­νται, αλλά θα σας κό­ψου­με πρό­στι­μα. Για τυ­πι­κούς λό­γους.”

            Για τυ­πι­κούς λό­γους μεν, τα πρό­στι­μα τε­ρά­στια δε· πε­ρί­που όσο έβγα­ζε σε πέντε χρό­νια όποιος δά­σκα­λος του σχο­λεί­ου αυτού είχε την τύχη να δου­λεύ­ει στη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση. “Να πάμε στα δι­κα­στή­ρια”, σκέ­φτη­καν. Για τα δι­κα­στή­ρια όμως θα χρειά­ζο­νταν -μόνο για αρχή- οι μι­σθοί ενός έτους. “Ουκ αν λά­βοις παρά του μη έχο­ντος,” είπαν, και για ένα χρόνο δεν είχαν δώσει τί­πο­τα.

            Δε­κα­τρείς μήνες μετά, τα πρό­στι­μα έγι­ναν χρέος και η αστυ­νο­μία έψα­χνε τον υπεύ­θυ­νο του σχο­λεί­ου, που δεν ήταν καν μέλος του σχο­λεί­ου την πε­ρί­ο­δο που αφο­ρού­σε ο έλεγ­χος, για να τον συλ­λά­βει. Εκεί­νος το έμαθε από τον πα­νι­κό­βλη­το πα­τέ­ρα του, και μετά από συ­ζη­τή­σεις με τα μέλη του σχο­λεί­ου, απο­φα­σί­στη­κε να αρ­χί­σουν να πλη­ρώ­νουν το χρέος, ώστε μετά την πα­ρά­δο­σή του στην αστυ­νο­μία να ανα­βλη­θεί η δίκη του. Βλέ­πε­τε, η δίκη θα ήταν κι αυτή τυ­πι­κή και ο ίδιος θα κα­τα­δι­κα­ζό­ταν σί­γου­ρα, έστω και με μια μικρή ποινή, που θα τον έβαζε σε πε­ραι­τέ­ρω μπε­λά­δες, αφού εξαι­τί­ας ενός φρέ­σκου τότε νόμου κιν­δύ­νευε και η δου­λειά του.

            Από τότε και μέχρι την ώρα που μι­λά­με, κι ενώ το σχο­λείο λει­τουρ­γεί ακόμη κά­νο­ντας αυτό που ξέρει να κάνει καλά εδώ και εί­κο­σι χρό­νια σχε­δόν, τα μέλη του σχο­λεί­ου μαζί με τους αν­θρώ­πους που του συ­μπα­ρα­στέ­κο­νται, δί­νουν έναν διπλό αγώνα· από τη μια ζη­τούν να σβη­στεί πλή­ρως αυτή η αδι­κία και από την άλλη μα­ζεύ­ουν χρή­μα­τα για να πλη­ρώ­νουν κάθε μήνα το χρέος, που φυ­σι­κά είχε πια με­γα­λώ­σει κι άλλο και είχε γίνει ίσο με συ­νο­λι­κούς μι­σθούς 6-7 ετών δη­μό­σιου εκ­παι­δευ­τι­κού. Υπο­σχέ­σεις πολ­λές δό­θη­καν, κυ­βερ­νή­σεις υπο­τί­θε­ται πιο φι­λι­κές στο σχο­λείο ήρθαν στην εξου­σία, αλλά λύση δεν έχει έρθει και τα χρή­μα­τα όλο και τε­λειώ­νουν. Κι αν κά­ποιοι από τους ήρωες αυτού του πα­ρα­μυ­θιού γίναν λι­γά­κι κα­λύ­τε­ροι άν­θρω­ποι και βρή­καν στο πλάι τους και άλ­λους κα­λούς αν­θρώ­πους, δυ­στυ­χώς δεν μπο­ρού­με να πούμε ότι ζήσαν αυτοί καλά, γιατί το πα­ρα­μύ­θι αυτό πε­ρι­μέ­νει ακόμη το δικό του ευ­χά­ρι­στο τέλος.”

Και­ρός το πα­ρα­μύ­θι να τε­λειώ­νει, που έλεγε και ένα παλιό τρα­γού­δι. Εμείς, τα μέλη και οι φίλες του Σχο­λεί­ου Αλ­λη­λεγ­γύ­ης “Οδυσ­σέ­ας”, του οποί­ου την πολύ αλη­θι­νή και πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία μόλις δια­βά­σα­τε, απαι­τού­με επι­τέ­λους το αυ­το­νό­η­το· άμεση δια­γρα­φή του χρέ­ους του ή απο­κα­τά­στα­ση της αδι­κί­ας εις βάρος του με οποιον­δή­πο­τε άλλο τρόπο! 

*εκ­παι­δευ­τι­κός,πρό­ε­δρος ΔΣ "Οδυσ­σέα"​








πηγή rproject.gr