Ακούμπησε
με το βλέμμα του όλες τις μικρές και μεγάλες αντιθέσεις της φύσης.
Συνάντησε τις εποχές του χρόνου, τις ανάγκες του μυαλού, τους πόθους της
καρδιάς, τους δύσβατους τόπους, τόπους – πηγές της προσδοκίας των
ονείρων, των ονείρων που ψάχνουν την πραγματικότητα.
Το
γοήτευαν οι αρμονικές αντιθέσεις της φύσης, το σαγήνευαν οι συνθέσεις
των ανθρώπων, το πλήγωνε και το εξόργιζε η δυσαρμονία της λειτουργίας
του σημερινού κόσμου. Παιδί είναι, κι αναζητά τρόπους μαγικούς να
χωρέσει στον ίδιο ουρανό τον ήλιο, το φεγγάρι, την αυγή και τo απόβραδο.
Βρήκε μια κλωστή πεταμένη, την κράτησε στο χέρι του γερά, λες κι ανακάλυψε χρυσό κι ασήμι. Την ακολούθησε. Τ’ οδήγησε
στην ιστορία των ανθρώπων, μοιράστηκε μαζί τους βαθιές ανάσες πόνου κι
ανακούφισης, αίμα και οράματα, ζωή και θάνατο. Δεν σταμάτησε. Ανακάλυψε
στίχους, μελωδίες και ζωγραφιές να φωτογραφίζουν εικόνες, αισθήματα,
σχέδια κι ανάγκες.
Χάθηκε
σε ατελείωτους διαδρόμους που έδειχναν να μη σε πηγαίνουν πουθενά, κι
όμως, κάπου βρέθηκε. Περπάτησε στις λάσπες και στην άσφαλτο, ταξίδεψε με
βάρκες και καράβια, πέταξε με αερόστατα κι αεροπλάνα, μα με το νου και
την καρδιά άνοιγε δρόμο.
Τούτα
το στήριζαν όταν λύγιζε, τούτα το καλούσαν στην επόμενη αναζήτηση. Βήμα
το βήμα, άφηνε έναν δαίμονα πίσω του κι έβρισκε άλλον. Όσο περισσότερα
καταλάβαινε, τόσο πιο δύσκολα έδιωχνε τα βαρίδια του παρελθόντος.
Συνάμα, όμως, είχε μια σιγουριά. Μπορούσε να πετάξει πιο ψηλά, πιο ψηλά,
πιο ψηλά…
Καινούργιες
ελπίδες, πιο όμορφες από τις προηγούμενες. Αναθαρρούσε, μα δεν ησύχαζε.
Νέοι γρίφοι του τριβέλιζαν το μυαλό. Νέοι «εκλεκτοί» και νέοι «δούλοι»
σε κάθε μονοπάτι, άλλοι το γάλα έπιναν με το κιλό, κι άλλοι μάζευαν τις
σταγόνες της βροχής, να έχουν νερό να ξεδιψάσουν. Δυσαρμονία.
Το
παιδί δεν ήταν ένας παρατηρητής, μα μια από τις χιλιάδες υπάρξεις που
γεννιούνται κάθε στιγμή. Δεν είχε κάτι το «ιδιαίτερο». «Απλά», δεν
έβγαζε συμπεράσματα προσθέτοντας αριθμούς, περιμένοντας το τελικό
αποτέλεσμα. Είχε τη φλογερή «ιδιοτροπία» όλων των ανθρώπων: Ο,τι
αντίκριζε το πολλαπλασίαζε με όσα είχε δει, με όσα είχε ζήσει.
Το
αποτέλεσμα ήταν πάντα εντυπωσιακό, μα δεν του αρκούσε. Ο λόγος; Συνέχιζε
να βλέπει. Τα ήθελε όλα, μα τα ήθελε όλα για όλους τους ανθρώπους.
Άγονες εποχές για τέτοια παιδιά; Ρημαγμένη γη για «παιδικές» σκέψεις;
Δεν υπάρχουν άγονες εποχές όσο υπάρχουν παιδιά, δεν υπάρχει ρημαγμένη
γη, όσο υπάρχουν «παιδικές» σκέψεις, δεν υπάρχουν «παιδικές» σκέψεις,
υπάρχουν σκέψεις ανθρώπινες.
Τι
απέγινε; Το γοητεύουν, ακόμα, οι αρμονικές αντιθέσεις της φύσης, το
σαγήνευαν, ακόμα, οι συνθέσεις των ανθρώπων, το πληγώνει και το
εξοργίζει, ακόμα, η δυσαρμονία της λειτουργίας του σημερινού κόσμου.
Ψάχνει, ακόμα, τρόπο να χωρέσει στον ίδιο ουρανό τον ήλιο, το φεγγάρι,
την αυγή και το απόβραδο. Δεν ψάχνει, όμως, τρόπους μαγικούς. Κρατάει
την κλωστή – κλωστή καλύτερη από χρυσό και ασήμι – και συνεχίζει το
ταξίδι…
Σημείωση: Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο «Ριζοσπάστη» (23/9/2008) – Το βίντεο, που ακολουθεί, περιέχει δύο αποσπάσματα και δύο φωτογραφίες από δύο ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου («Το μετέωρο βήμα του πελαργού» [1991] – «Οι κυνηγοί» [1977] )…