Άρης Χατζηστεφάνου
Συγγνώμη, αλλά είμαι ακόμη ένας διαλεκτικός υλιστής
Φιντέλ Κάστρο
Πριν από τριάντα ημέρες ο Φιντέλ Κάστρο μπήκε στην Αβάνα όπου τον υποδέχτηκαν ως έναν από τους μεγαλύτερους ήρωες στην ιστορία της Κούβας… Καλησπέρα, Φιντέλ Κάστρο. Πρέπει να είχες μια πολύ δύσκολη εβδομάδα. Πώς αισθάνεσαι;» Με αυτή τη φράση ξεκινούσε το 1959 μια από τις πιο περίεργες συνεντεύξεις στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης.
Ο Εντουαρντ Μάροου, ο δημοσιογράφος που γνωρίσαμε από την ταινία «Καληνύχτα και καλή τύχη» του Τζορτζ Κλούνεϊ, συνομιλούσε με τον ηγέτη της Κουβανικής Επανάστασης, ο οποίος καθόταν σε έναν όχι και τόσο αναπαυτικό καναπέ φορώντας μόνο τις πιτζάμες του. Ο Φιντέλ απαντούσε στις απλές καθημερινές ερωτήσεις και κέρδιζε ένα κομμάτι από την καρδιά του αμερικανικού έθνους.
Ο Μάροου, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος δημοσιογράφος στις ΗΠΑ που σαγηνευόταν από την αίγλη του Κάστρο. Από τις 9 Ιανουαρίου του 1959, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποφάσισε να αναγνωρίσει την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας, ο Φιντέλ και ο Τσε έγιναν οι πλέον περιζήτητοι καλεσμένοι των αμερικανικών ΜΜΕ.
«Δεν υπάρχει πιο τρανταχτή απόδειξη της αποδοχής που απολαμβάνει ο Κάστρο», έλεγαν τότε τα αμερικανικά Επίκαιρα, «από το ένα εκατομμύριο πολίτες που πλημμύρισαν την κεντρική πλατεία στην πρωτεύουσα της Κούβας… Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση που έχει πραγματοποιηθεί στο δυτικό ημισφαίριο».
Η λατρεία των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης ήταν τέτοια, ώστε ο ηγέτης της Κουβανικής Επανάστασης κινδύνεψε να μετατραπεί σε μια γραφική μασκότ. «Και τώρα απολαύστε μια άλλη πλευρά της προσωπικότητάς του», έλεγε και πάλι ο παρουσιαστής στα αμερικανικά Επίκαιρα, παρουσιάζοντας τον Κάστρο να μπαίνει με τη στολή του μπέιζμπολ σε ένα γήπεδο.
«Το παιχνίδι ξεκινά και ο Κάστρο χτυπά την μπάλα. Είναι ένας ακόμη αγώνας στον οποίο πρέπει να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Viva Fidel».
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 26 Ιανουαρίου του 1959, ένα σκίτσο του Κουβανού ηγέτη κάλυπτε την πρώτη σελίδα του περιοδικού «Time» με φόντο μια μαυροκόκκινη σημαία που έγραφε 26 Julio – το όνομα του κινήματος που ανέτρεψε τον δικτάτορα Μπατίστα και έφερε τον Φιντέλ και τον Τσε στην εξουσία.
Το φλερτ των αμερικανικών ΜΜΕ με την επανάσταση θα τερματιζόταν οριστικά μισό χρόνο αργότερα με ένα άλλο εξώφυλλο του «Time»: ένας χαμογελαστός Τσε Γκεβάρα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας, ενώ στο κόκκινο φόντο μπορούσες να διακρίνεις τα πρόσωπα του Χρουστσόφ και του Μάο Τσε Τουνγκ.
Το editorial του ίδιου τεύχους ξεκινούσε με μια φράση από ομιλία του Τσε Γκεβάρα στο Πρώτο Συνέδριο Νεολαίας της Λατινικής Αμερικής. «Αν με ρωτούσαν εάν η επανάστασή μας είναι κομμουνιστική, εγώ θα την προσδιόριζα σαν μαρξιστική – ακούστε με καλά, είπα μαρξιστική» έλεγε ο Τσε.
Στην πραγματικότητα, το αμερικανικό «Viva Fidel» διήρκεσε λίγες μόνο εβδομάδες και τερματίστηκε με πάταγο όταν ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ακύρωσε την εισαγωγή 700.000 τόνων ζάχαρης από την Κούβα και απαγόρευσε την εξαγωγή πετρελαίου προς τη μικρή χώρα της Καραϊβικής, αναγκάζοντας την κυβέρνηση Κάστρο να εισαγάγει αργό πετρέλαιο από τη Σοβιετική Ενωση.
Φυσικά δεν χρειαζόταν να είσαι γκραν μετρ στο σκάκι για να προβλέψεις τις επόμενες κινήσεις στην παρτίδα των αμερικανο-κουβανικών σχέσεων: οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου, που δραστηριοποιούνταν ακόμη στην Κούβα, αρνήθηκαν να επεξεργαστούν το σοβιετικό πετρέλαιο αναγκάζοντας τον Φιντέλ Κάστρο να τις εθνικοποιήσει και δίνοντας στην Ουάσινγκτον την ευκαιρία που ζητούσε για να επιβάλει ένα από τα πιο εξοντωτικά εμπάργκο της σύγχρονης Ιστορίας.
Σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα, καθώς ο Μπαράκ Ομπάμα ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, οι ΗΠΑ απείχαν πρώτη φορά από το ψήφισμα εναντίον του εμπάργκο που κατατίθεται κάθε χρόνο στον ΟΗΕ.
Αν και η απόφαση εντάσσεται στο εσωτερικό πολιτικό μπρα ντε φερ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών (η αντιπολίτευση στο Κογκρέσο αρνείται την άρση του εμπάργκο παρά την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων), ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια της νέας στρατηγικής που χάραξε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις σχέσεις με την Αβάνα.
Καθώς η Ρωσία και κυρίως η Κίνα καιροφυλακτούσαν (το Πεκίνο επιθυμούσε για χρόνια να αποκτήσει τον οικονομικό έλεγχο του Κόλπου του Μαριέλ, μέσω του οποίου θα ανοίξει νέες γραμμές ανεφοδιασμού και μεταφόρτωσης εμπορευμάτων), η Ουάσινγκτον αποφάσισε να προχωρήσει σε μια επίθεση «φιλίας».
Μια ριζικά διαφορετική Κούβα, χτυπημένη εδώ και δεκαετίες από την ανέχεια και τη διαφθορά παρακολουθεί αμήχανα τις εξελίξεις. Οσο για τον Φιντέλ Κάστρο, ίσως να μην ξανάγινε (ευτυχώς) η αγαπημένη μασκότ των αμερικανικών media αλλά θα είναι εκεί, υπερήφανος ότι η επανάστασή του στάθηκε με αξιοπρέπεια απέναντι στον σκληρότερο εμπορικό αποκλεισμό της ανθρώπινης ιστορίας.
Viva Fidel!
Πηγή: efsyn.gr
Συγγνώμη, αλλά είμαι ακόμη ένας διαλεκτικός υλιστής
Φιντέλ Κάστρο
Πριν από τριάντα ημέρες ο Φιντέλ Κάστρο μπήκε στην Αβάνα όπου τον υποδέχτηκαν ως έναν από τους μεγαλύτερους ήρωες στην ιστορία της Κούβας… Καλησπέρα, Φιντέλ Κάστρο. Πρέπει να είχες μια πολύ δύσκολη εβδομάδα. Πώς αισθάνεσαι;» Με αυτή τη φράση ξεκινούσε το 1959 μια από τις πιο περίεργες συνεντεύξεις στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης.
Ο Εντουαρντ Μάροου, ο δημοσιογράφος που γνωρίσαμε από την ταινία «Καληνύχτα και καλή τύχη» του Τζορτζ Κλούνεϊ, συνομιλούσε με τον ηγέτη της Κουβανικής Επανάστασης, ο οποίος καθόταν σε έναν όχι και τόσο αναπαυτικό καναπέ φορώντας μόνο τις πιτζάμες του. Ο Φιντέλ απαντούσε στις απλές καθημερινές ερωτήσεις και κέρδιζε ένα κομμάτι από την καρδιά του αμερικανικού έθνους.
Ο Μάροου, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος δημοσιογράφος στις ΗΠΑ που σαγηνευόταν από την αίγλη του Κάστρο. Από τις 9 Ιανουαρίου του 1959, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποφάσισε να αναγνωρίσει την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας, ο Φιντέλ και ο Τσε έγιναν οι πλέον περιζήτητοι καλεσμένοι των αμερικανικών ΜΜΕ.
«Δεν υπάρχει πιο τρανταχτή απόδειξη της αποδοχής που απολαμβάνει ο Κάστρο», έλεγαν τότε τα αμερικανικά Επίκαιρα, «από το ένα εκατομμύριο πολίτες που πλημμύρισαν την κεντρική πλατεία στην πρωτεύουσα της Κούβας… Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση που έχει πραγματοποιηθεί στο δυτικό ημισφαίριο».
Η λατρεία των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης ήταν τέτοια, ώστε ο ηγέτης της Κουβανικής Επανάστασης κινδύνεψε να μετατραπεί σε μια γραφική μασκότ. «Και τώρα απολαύστε μια άλλη πλευρά της προσωπικότητάς του», έλεγε και πάλι ο παρουσιαστής στα αμερικανικά Επίκαιρα, παρουσιάζοντας τον Κάστρο να μπαίνει με τη στολή του μπέιζμπολ σε ένα γήπεδο.
«Το παιχνίδι ξεκινά και ο Κάστρο χτυπά την μπάλα. Είναι ένας ακόμη αγώνας στον οποίο πρέπει να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Viva Fidel».
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 26 Ιανουαρίου του 1959, ένα σκίτσο του Κουβανού ηγέτη κάλυπτε την πρώτη σελίδα του περιοδικού «Time» με φόντο μια μαυροκόκκινη σημαία που έγραφε 26 Julio – το όνομα του κινήματος που ανέτρεψε τον δικτάτορα Μπατίστα και έφερε τον Φιντέλ και τον Τσε στην εξουσία.
Το φλερτ των αμερικανικών ΜΜΕ με την επανάσταση θα τερματιζόταν οριστικά μισό χρόνο αργότερα με ένα άλλο εξώφυλλο του «Time»: ένας χαμογελαστός Τσε Γκεβάρα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας, ενώ στο κόκκινο φόντο μπορούσες να διακρίνεις τα πρόσωπα του Χρουστσόφ και του Μάο Τσε Τουνγκ.
Το editorial του ίδιου τεύχους ξεκινούσε με μια φράση από ομιλία του Τσε Γκεβάρα στο Πρώτο Συνέδριο Νεολαίας της Λατινικής Αμερικής. «Αν με ρωτούσαν εάν η επανάστασή μας είναι κομμουνιστική, εγώ θα την προσδιόριζα σαν μαρξιστική – ακούστε με καλά, είπα μαρξιστική» έλεγε ο Τσε.
Στην πραγματικότητα, το αμερικανικό «Viva Fidel» διήρκεσε λίγες μόνο εβδομάδες και τερματίστηκε με πάταγο όταν ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ακύρωσε την εισαγωγή 700.000 τόνων ζάχαρης από την Κούβα και απαγόρευσε την εξαγωγή πετρελαίου προς τη μικρή χώρα της Καραϊβικής, αναγκάζοντας την κυβέρνηση Κάστρο να εισαγάγει αργό πετρέλαιο από τη Σοβιετική Ενωση.
Φυσικά δεν χρειαζόταν να είσαι γκραν μετρ στο σκάκι για να προβλέψεις τις επόμενες κινήσεις στην παρτίδα των αμερικανο-κουβανικών σχέσεων: οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου, που δραστηριοποιούνταν ακόμη στην Κούβα, αρνήθηκαν να επεξεργαστούν το σοβιετικό πετρέλαιο αναγκάζοντας τον Φιντέλ Κάστρο να τις εθνικοποιήσει και δίνοντας στην Ουάσινγκτον την ευκαιρία που ζητούσε για να επιβάλει ένα από τα πιο εξοντωτικά εμπάργκο της σύγχρονης Ιστορίας.
Σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα, καθώς ο Μπαράκ Ομπάμα ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, οι ΗΠΑ απείχαν πρώτη φορά από το ψήφισμα εναντίον του εμπάργκο που κατατίθεται κάθε χρόνο στον ΟΗΕ.
Αν και η απόφαση εντάσσεται στο εσωτερικό πολιτικό μπρα ντε φερ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών (η αντιπολίτευση στο Κογκρέσο αρνείται την άρση του εμπάργκο παρά την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων), ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια της νέας στρατηγικής που χάραξε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις σχέσεις με την Αβάνα.
Καθώς η Ρωσία και κυρίως η Κίνα καιροφυλακτούσαν (το Πεκίνο επιθυμούσε για χρόνια να αποκτήσει τον οικονομικό έλεγχο του Κόλπου του Μαριέλ, μέσω του οποίου θα ανοίξει νέες γραμμές ανεφοδιασμού και μεταφόρτωσης εμπορευμάτων), η Ουάσινγκτον αποφάσισε να προχωρήσει σε μια επίθεση «φιλίας».
Μια ριζικά διαφορετική Κούβα, χτυπημένη εδώ και δεκαετίες από την ανέχεια και τη διαφθορά παρακολουθεί αμήχανα τις εξελίξεις. Οσο για τον Φιντέλ Κάστρο, ίσως να μην ξανάγινε (ευτυχώς) η αγαπημένη μασκότ των αμερικανικών media αλλά θα είναι εκεί, υπερήφανος ότι η επανάστασή του στάθηκε με αξιοπρέπεια απέναντι στον σκληρότερο εμπορικό αποκλεισμό της ανθρώπινης ιστορίας.
Viva Fidel!
Πηγή: efsyn.gr