Του Σπύρου Παναγιώτου
Ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος έκλεισε άδοξα με ένα και μοναδικό μήνυμα: Οι διαδικασίες θα είναι μακρές και η στάση των δανειστών εξαιρετικά σκληρή.
Ήδη, και ενώ οι εκπρόσωποι της τρόικα έχουν αποχωρήσει ανανεώνοντας τα ραντεβού για το Νοέμβρη, η στάση τους μαρτυρά προθέσεις που ο διεθνής τύπος και παράγοντες των αγορών «αποκαλύπτουν», δημιουργώντας κλίμα εδώ και καιρό. Έτσι, αγεφύρωτο εμφανίζεται το χάσμα στα εργασιακά, με το ΔΝΤ να διατυπώνει ακραίες προτάσεις, ενώ οι τεχνικές παρατήσεις του κουαρτέτου για τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2017 προϊδεάζουν για την πρόθεση. Έχουν και στο παρελθόν χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα μέτρα, ανατροπής των κυβερνητικών σχεδιασμών και επιβολής νέων επώδυνων μέτρων, όπως αφορολόγητο στα 5.000 ευρώ, περαιτέρω μείωση κατώτατων μισθών και συντάξεων κ.λπ. Με αυτές τις ιδέες της τρόικα επανέρχεται ο «κόφτης» στο τραπέζι, σαν πρόβλεψη αποφυγής του «κόφτη»… Στην πραγματικότητα πρόκειται για άθλιο εμπαιγμό της νοημοσύνης όλων μας. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά χωρίς να αποκλείονται και ακόμα χειρότερες εξελίξεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι τι σηματοδοτεί αυτή η στάση των θεσμών;
Κέρδισμα χρόνου ή εξώθηση σε πολιτικές εξελίξεις;
Εδώ και καιρό όλες οι πτέρυγες της ευρωκρατίας έχουν μιλήσει καθαρά σχετικά με τις εκτιμήσεις τους και την πολιτική τους στην Ελλάδα. Ο Σόιμπλε ωμά έχει αποκλείσει κάθε συζήτηση για το χρέος πριν ολοκληρωθούν και αποδώσουν καρπούς οι «μεταρρυθμίσεις» που έχουν επιβληθεί στη χώρα, σε πείσμα της διαβεβαίωσης όλων των ειδικών των αγορών ότι το «πρόγραμμα δεν βγαίνει». Η ΕΚΤ δηλώνει την πρόθεση της να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση, με την προϋπόθεση να καταστεί το χρέος της βιώσιμο. Δηλαδή ουσιαστικά την αποκλείει όσο δεν ανοίγει το θέμα του χρέους. Οι λοιποί «φίλοι» της χώρας, Σουλτς, Γιούνκερ, Ολάντ, επιμένουν στην εφαρμογή του προγράμματος πριν ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος. Το ίδιο και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, καθώς και το ΔΝΤ, παρά τις απειλές αποχώρησης από το πρόγραμμα αν δεν λυθεί το πρόβλημα βιωσιμότητας του.
Έτσι, και όσο ο Α. Τσίπρας πανηγυρίζει ότι η Ελλάδα δεν είναι πια μόνη στο θέμα του χρέους, έχει να αντιμετωπίσει την αυστηρότητα και τις ακραίες απαιτήσεις των «θεσμών» για τη δεύτερη αξιολόγηση που οδηγούν σε χρονική παράταση των διαπραγματεύσεων και αντίστοιχη καθυστέρηση της συζήτησης για το χρέος.
Δεν πρόκειται όμως απλά για σχέδιο κερδίσματος χρόνου. Οι προτάσεις του κουαρτέτου ίσως κρύβουν κάτι πιο σημαντικό. Οι προτάσεις τους και η επιμονή στην αποδοχή τους, γνωρίζουν καλά πως εμπεριέχουν τεράστιο πολιτικό κόστος για τη κυβέρνηση και γκρεμίζουν την νέα εκδοχή του success story που η ίδια καλλιεργεί. Οι ασφυκτικές- ταπεινωτικές πιέσεις για την κυβέρνηση και τον Α. Τσίπρα, προσωπικά δεν συνιστούν απλά μια τιμωρητική πολιτική, αλλά πιθανόν μέρος ενός σχεδιασμού να φορτωθεί αυτό το κόστος. Του υποδείχνουν έτσι, αν όχι ένα δρόμο εξόδου, την ανάγκη μιας οικουμενικής κυβερνητικής λύσης, ως μοναδικής δυνατότητας για την απρόσκοπτη εφαρμογή του προγράμματος.
Το σενάριο για μια επίλυση του προβλήματος Ελλάδας με ένα σενάριο όπως εφαρμόστηκε πρόσφατα στην Αργεντινή έχει τεθεί επί τάπητος. Οι εσωτερικές εξελίξεις και ιδιαίτερα η εξέλιξη με την απόφαση του ΣτΕ, αν δεν είναι άσχετες με τους διεθνείς σχεδιασμούς, τουλάχιστον τους υποδαυλίζουν.