Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Ήχοι και απόηχοι από το 1917

1η ημέρα της Φεβρουαριανής επανάστασης του 1917 στη Ρωσσία
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Πήτερ Ουσπένσκυ, «Αναζητώντας τον κόσμο του θαυμαστού».
[Σελ. 485 – 486]: Τώρα πια, δηλαδή το Νοέμβριο του 1916, η ατμόσφαιρα στη Ρωσία είχε αρχίσει να γίνεται πολύ βαριά. Είχαμε μείνει ως τότε, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, ως εκ θαύματος μακρυά από τα “γεγονότα”. Τώρα, τα “γεγονότα” έρχονταν πιο κοντά μας, δηλαδή έρχονταν πιο κοντά στον καθένα από εμάς προσωπικά και δεν μπορούσαμε πια να μην τα προσέχουμε.

Δεν είναι δική μου δουλειά να περιγράψω ή να αναλύσω το τί γινόταν. Όμως, ήταν μια τόσο εξαιρετική περίοδος που δεν μου είναι δυνατόν να μην αναφέρω καθόλου το τί συνέβαινε γύρω μας. Διαφορετικά θα έπρεπε να παραδεχτώ ότι ήμουν και κουφός και τυφλός. Εξ άλλου, τίποτε δεν θα μπορούσε να μας είχε δώσει τέτοιο υλικό για τη μελέτη της “μηχανικότητας” των γεγονότων, δηλαδή της ολοκληρωτικής και απόλυτης απουσίας κάθε στοιχείου θέλησης, όσο η παρατήρηση των γεγονότων αυτής της περιόδου. Μερικά πράγματα φαίνονταν ή μπορεί να φαίνονταν ότι εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου άλλου, αλλά ακόμη κι αυτό ήταν ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο ότι τα πάντα συμβαίνουν, ότι κανείς δεν κάνει τίποτα.
Πρώτα-πρώτα ακόμα ήταν ξεκάθαρο στον καθένα, που μπορούσε και ήθελε να το δει, ότι ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και ότι πλησίαζε στο τέλος του από μόνος του, εξ αιτίας μιας βαθιάς εσωτερικής κόπωσης και από τη διαπίστωση, αόριστη και συγκεχυμένη, αλλά γερά ριζωμένη, της ανοησίας όλης αυτής της φρίκης. Κανείς δεν πίστευε τώρα πια σε λόγια. Καμμία προσπάθεια για αναζωπύρωση του πολέμου δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά. Ταυτόχρονα, ήταν αδύνατον να σταματήσει κανείς ο,τιδήποτε και όλες οι συζητήσεις για την ανάγκη συνέχισης του πολέμου ή για την ανάγκη κατάπαυσης του πολέμου απλώς έδειχναν την αδυναμία του ανθρώπινου νου που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ούτε την ίδια του την αδυναμία. Δεύτερον, ήταν φανερό ότι πλησίαζε η κατάρρευση κι ότι κανείς δεν θα μπορούσε να σταματήσει τίποτε, ούτε να αποτρέψει τα γεγονότα ή να τα κατευθύνει σε κάποιο ασφαλές κανάλι. Όλα ακολουθούσαν τη μοναδική πορεία που μπορούσαν να ακολουθήσουν και δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν άλλη. Ιδιαίτερη εντύπωση την εποχή εκείνη μου έκανε η θέση των επαγγελματιών πολιτικών της αριστεράς, που ως τότε είχαν παίξει παθητικό ρόλο και τώρα ετοιμάζονταν να παίξουν ρόλο ενεργητικό. Για την ακρίβεια, αποδείχθηκαν οι πιο τυφλοί, οι πιο απροετοίμαστοι και οι πιο ανίκανοι να καταλάβουν τί έκαναν, πού πήγαιναν, τί προετοίμαζαν, ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό τους.
Θυμάμαι την Πετρούπολη τόσο καλά εκείνο τον τελευταίο χειμώνα της ζωής της. Ποιός να το ήξερε τότε, ακόμη κι αν έβαζε στο νου του το χειρότερο ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος της χειμώνας; Αλλά πάρα πολύ άνθρωποι μισούσαν αυτήν την πόλη και πάρα πολλοί την φοβόντουσαν. Και οι τελευταίες της μέρες ήταν μετρημένες.
[…]
[Σελ. 500 – 502]: Στο μεταξύ η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο ζοφερή. Ένοιωθε κάποιος ότι ήταν αναπόφευκτο να συμβεί κάτι και μάλιστα πολύ σύντομα. Μόνο εκείνοι από τους οποίους φαινόταν ακόμη να εξαρτάται η πορεία των γεγονότων ήταν ανίκανοι να το δουν και να το νοιώσουν αυτό. Οι μαριονέττες δεν καταλάβαιναν τον κίνδυνο που τους απειλούσε και δεν καταλάβαιναν ότι το ίδιο το σύρμα που κινεί τον “κακό” με το στιλέτο στο χέρι πίσω από ένα θάμνο, τους κάνει να γυρίζουν και να κοιτάζουν το φεγγάρι. Έτσι λειτουργεί κι ένα θέατρο με μαριονέττες.
Τελικά η θύελλα ξέσπασε. Έγινε η “μεγάλη αναίμακτη επανάσταση” – το πιο γελοίο και το πιο κατάφωρο ψέμμα που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Αλλά το πιο καταπληκτικό απ’ όλα ήταν ότι οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί, επί τόπου, στο κέντρο όλων των γεγονότων, μπορούσαν και πίστευαν σ’ αυτό το ψέμμα και μέσα σ’ όλους τους φόνους μπορούσαν να μιλάνε για “αναίμακτη” επανάσταση.
Θυμάμαι ότι την περίοδο εκείνη μιλούσαμε για τη “δύναμη των θεωριών”. Οι άνθρωποι που περίμεναν την επανάσταση, που είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους σ’ αυτήν και που σ’ αυτήν έβλεπαν λύτρωση από κάτι δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να δουν τί συνέβαινε πραγματικά και έβλεπαν μόνο αυτό που, κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να συμβαίνει.
Όταν διάβασα σ’ ένα φυλλάδιο, τυπωμένο από τη μία πλευρά μόνο, τα νέα για την παραίτηση του Νικόλαου του 2ου, ένοιωσα ότι εδώ βρισκόταν το κέντρο βάρους όλων των γεγονότων.
“Ο Ιλοβάισκι ίσως να βγει από τον τάφο του και να γράψει στο τέλος των βιβλίων του: Μάρτιος 1917, το τέλος της Ρωσσικής ιστορίας”, είπα από μέσα μου.
Δεν έτρεφα καμμιά απολύτως συμπάθεια για τη δυναστεία. Αλλά απλώς δεν ήθελα να ξεγελώ τον εαυτό μου, όπως πολλοί άλλοι εκείνη την περίοδο.
Πάντοτε με ενδιέφερε ο αυτοκράτορας Νικόλαος ΙΙ σαν άνθρωπος. Μου φαινόταν αξιόλογος από πολλές πλευρές, αλλά είχε εντελώς παρεννοηθεί και δεν καταλάβαινε τον ίδιο τον εαυτό του. Το ότι έχω δίκιο αποδεικνύεται από το τέλος του ημερολογίου του που το δημοσίευσαν οι Μπολσεβίκοι. Περιγράφεται η περίοδος που, προδομένος και εγκαταλελειμμένος από τους πάντες, δείχνει υπέροχη δύναμη, αλλά και μεγαλείο σκέψης.
Αλλά σε τελευταία ανάλυση, το θέμα δεν αφορούσε αυτόν σαν πρόσωπο, αλλά την αρχή της ενότητας της δύναμης και την ευθύνη σ’ αυτή τη δύναμη, που αντιπροσώπευε ο ίδιος. Είναι αλήθεια ότι σημαντικό μέρος των Ρώσσων διανοουμένων δεν αναγνώριζε αυτήν την αρχή. Και για το λαό η λέξη “Τσάρος” από καιρό είχε χάσει όλη της τη σημασία. Αλλά η λέξη αυτή εξακολουθούσε να έχει πολύ μεγάλη σημασία για το στρατό και για το γραφειοκρατικό μηχανισμό, που αν και πολύ ατελής, όμως λειτουργούσε και διατηρούσε μια συνοχή. Ο “Τσάρος” ήταν το απαραίτητο κεντρικό μέρος αυτού του μηχανισμού. Η παραίτηση του “Τσάρου” δεν μπορούσε παρά να καταστρέψει αυτόν τον μηχανισμό. Και δεν είχαμε τίποτε άλλο. Η περίφημη “δημόσια συνεργασία”, που για να δημιουργηθεί είχαν γίνει τόσες θυσίες, αποδείχθηκε, όπως ήταν φυσικό, μπλόφα. Ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί κάτι στο “πόδι”. Τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο με καταπληκτική ταχύτητα. Ο στρατός διαλύθηκε σε μερικές μέρες. Ο πόλεμος, στην πραγματικότητα, είχε σταματήσει νωρίτερα αλλά η νέα κυβέρνηση δεν ήθελε να αναγνωρίσει αυτό το γεγονός. Άρχισε ένα νέο ψέμμα. Και το πιο καταπληκτικό σε όλα αυτά ήταν ότι ο κόσμος έβρισκε λόγους για να χαίρεται. Δεν εννοώ τους στρατιώτες που το ’σκασαν από τους στρατώνες ή από τα τραίνα που ήταν έτοιμα να τους μεταφέρουν στη σφαγή. Αλλά μου έκαναν κατάπληξη οι “διανοούμενοί” μας. Που από “πατριώτες” έγιναν “επαναστάτες” και “σοσιαλιστές”. Ακόμη και η “Νόβογιε Βρέμια” έγινε ξαφνικά σοσιαλιστική εφημερίδα. Ο περίφημος Μένσικοφ έγραψε ένα άρθρο “για την ελευθερία”, αλλά φαίνεται πως δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος να το καταπιεί και το παράτησε.
[…]
[σελ. 562]: Χρειάστηκε να μείνω στην Πετρούπολη περισσότερο απ’ ότι υπολόγιζα και έφυγα στις 15 Οκτωβρίου, μια εβδομάδα πριν την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ήταν αδύνατο να μείνει κανείς άλλο εκεί. Κάτι το αηδιαστικό, κάτι το γλοιώδες πλησίαζε. Ένοιωθε κανείς ότι υπήρχε στα πάντα μια νοσηρή ένταση κι ότι θα συνέβαινε κάτι το αναπόφευκτο. Σιγά σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες, η μια πιο παράλογη και ηλίθια από την άλλη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα γινόταν αργότερα. Η “προσωρινή κυβέρνηση” αφού συνέτριψε τον Κορνίλωφ, έκανε τις πιο σωστές διαπραγματεύσεις για τους Μπολσεβίκους, που έδειχναν φανερά ότι δεν έδιναν πεντάρα για τους σοσιαλιστές υπουργούς και προσπαθούσαν μόνο να κερδίσουν χρόνο. Οι Γερμανοί, για κάποιο λόγο δεν βάδισαν προς την Πετρούπολη αν και το μέτωπο ήταν ανοιχτό. Ο λαός τούς έβλεπε τώρα σαν σωτήρες που θα τον γλύτωναν τόσο από την προσωρινή κυβέρνηση όσο και από τους Μπολσεβίκους. Δεν συμμεριζόμουν τις ελπίδες που στηρίζονταν στους Γερμανούς γιατί, κατά τη γνώμη μου, η κατάσταση στη Ρωσσία είχε αποχαλινωθεί σε μεγάλο βαθμό.
[…]
[σελ. 576]: Οι Μπολσεβίκοι δεν δίσταζαν να υπόσχονται πράγματα που ούτε αυτοί, ούτε κανένας άλλος μπορούσε να πραγματοποιήσει. Σ’ αυτό βρισκόταν κυρίως η δύναμή τους. Σ’ αυτό ήταν ακαταμάχητοι. Επί πλέον, είχαν την υποστήριξη της Γερμανίας που έβλεπε σ’ αυτούς τη δυνατότητα μιας μελλοντικής εκδίκησης…
Η συλλογή των αποσπασμάτων έγινε από τον Π.Θ