Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ Ή ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ

10 θέσεις για το αντιρατσιστικό μέτωπο

1. Ο αντιρατσιστικός αγώνας δεν είναι η ελεημοσύνη των βολεμένων στους ξυπόλητους. Δεν είναι μόνο η αλληλεγγύη των ντόπιων στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Πολύ περισσότερο, αυτή η αλληλεγγύη δεν περιμένει ανταλλάγματα ακόμα κι αν αυτά αποσκοπούν στον ευγενή σκοπό της σύσφιξης του ταξικού μετώπου Ελλήνων και ξένων εργατών. Ή ακόμα και σε μια τόνωση του πεσμένου ταξικού φρονήματος της ντόπιας εργατικής τάξης ή και ακόμα πιο μακριά στην αναζήτηση ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου προς αποπεράτωση ανεκπλήρωτων ιστορικών καθηκόντων που μέχρι πρότινος οι εκ της βίβλου αποστολείς τους ξεχνούσαν ή απέφευγαν να εκπληρώσουν.

Δεν είμαστε αντιρατσιστές γιατί περιμένουμε από τους κυνηγημένους μετανάστες να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, ούτε να αναλάβουν καθήκοντα που δεν μπορεί να διεκπεραιώσει το ντόπιο ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα. Η μέχρι τώρα εμπειρία δεν έχει δικαιώσει αυτές τις προσδοκίες και ως εκ τούτου είναι μάταιο να επενδύει κανείς τις επαναστατικές του ματαιώσεις σε ανθρώπους που για τους δικούς τους λόγους σκέφτονται απλά πώς θα επιβιώσουν και όχι πώς θα πραγματοποιήσουν κάποια κοινωνική αποστολή για να σώσουν τη χαμένη τιμή του προλεταριάτου.

2.

Ως εκ τούτου ο αντιρατσιστικός αγώνας είναι αγώνας ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης που απλώνεται σαν λαίλαπα στην «πολιτισμένη» Δύση, αγώνας ενάντια στο κράτος διαρκούς έκτακτης ανάγκης. Είναι αγώνας ενάντια στον πολεμικό κανιβαλικό καπιταλισμό που κατεδαφίζει βήμα-βήμα τις δημοκρατικές ελευθερίες, τα συλλογικά και πολιτικά δικαιώματα. Η αντιμεταναστευτική νομοθεσία και οι περιορισμοί στην κίνηση των ανθρώπων συνοδεύονται από τους αντιτρομοκρατικούς νόμους, τον περιορισμό του δικαιώματος στις απεργίες, τις διαδηλώσεις και στην ποινικοποίηση κάθε αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής δράσης. Οι φράχτες, η αστυνόμευση, τα κέντρα κράτησης δεν αφορούν μόνο τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Είναι μια σχεδιασμένη προσπάθεια αυτές οι πρακτικές να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα, να γίνουν αποδεκτές ως κανονικότητα στην κυρίαρχη μέση συνείδηση και επιπλέον να είναι έτοιμες δομές που θα χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση ενάντια σε όποιον αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη. Ο αγώνας ενάντια σε αυτές τις νομοθεσίες είναι η αιχμή του αγώνα ενάντια στο αστικό κράτος και το κεφάλαιο σήμερα. Είναι αγώνας ενάντια στη νομιμοποίηση του κανιβαλισμού που θέλει να επιβάλει η αριστοκρατία του χρήματος και το απανταχού μαφιόζικο κεφάλαιο της εποχής της καπιταλιστικής παρακμής.

3.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι “οι μετανάστες ρίχνουν τα μεροκάματα”. Ότι “οι πολιτισμικές διαφορές λειτουργούν διαβρωτικά” στις ήδη διαβρωμένες ντόπιες συλλογικές διεργασίες. Ότι όλα αυτά τα εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά και ο φασισμός, στρέφοντας τους ντόπιους κατά των ξένων με σκοπό να ηγεμονεύσουν στο πολιτικό παιχνίδι. Όσοι αντιμετωπίζουν έτσι το μεταναστευτικό, το κάνουν από μια ωφελιμιστική, δήθεν ταξική, οπτική. Υποτίθεται για να υπερασπιστούν τα κεκτημένα της ντόπιας εργατικής τάξης (για να μην πέσουν τα μεροκάματα) και του ντόπιου πληθυσμού (όπως στον Αγ. Παντελεήμονα πριν κάτι χρόνια και τώρα στη Χίο κα.) που νιώθει ότι απειλείται η ηρεμία και η ασφάλειά του από την “υπερβολική συσσώρευση αλλοδαπών”. Στην πραγματικότητα τα μεροκάματα δεν πέφτουν λόγω της πληθώρας μεταναστών, αλλά λόγω του δυσμενούς ταξικού συσχετισμού και της αδυναμίας της οργανωμένης εργατικής τάξης να τα υπερασπιστεί. Δεν είναι απλά μια υπόθεση προσφοράς και ζήτησης. Αν ήταν έτσι τότε η λύση θα ήταν να μειώνουμε κατά το δοκούν την προσφορά εργατικής δύναμης μπας και υποχρεώσουμε το κεφάλαιο να αυξήσει το μεροκάματο. Απόδειξη επίσης είναι η μνημονιακή εμπειρία κατά τη διάρκεια της οποίας γκρεμίστηκαν σωρηδόν μισθοί και συντάξεις. Μήπως είχαν κάποια ευθύνη οι μετανάστες; Ή μήπως αυτό οφείλεται στην ήττα που δέχτηκε το κίνημα και στην αδυναμία του να σταματήσει τη μνημιονιακή αστική αντεπανάσταση; Θα μπορούσε κανείς σύμφωνα με τη λογική της περίσσιας προσφοράς να προτείνει την απέλαση από τη χώρα ενός εκατομμυρίου ανέργων μπας και ανέβουν έτσι τα μεροκάματα, αφού ο τεράστιος εφεδρικός εργατικός στρατός προφανώς και τα πιέζει προς τα κάτω. Κανείς φυσικά δε θα πρότεινε κάτι τέτοιο. Γιατί όμως; Μήπως γιατί είναι Έλληνες; Άρα πάνω από την αξία του μεροκάματου μερικοί αναγνωρίζουν σημαντικότερες αξίες. Αυτό κάνουμε και μεις. Ακριβώς γι’ αυτό επικεντρώνουμε τον αγώνα μας ενάντια στους καπιταλιστές και όχι ενάντια στους κατατρεγμένους, πράγμα που θα χαροποιούσε αφάνταστα την αστική τάξη. Ξέρουμε ότι σε μια περίοδο κρίσης και πτώσης του ποσοστού του κέρδους οι καπιταλιστές κλείνουν τις επιχειρήσεις τους αφού πρώτα τις λεηλατήσουν ή τις μεταφέρουν εκεί που μπορούν να εξασφαλίσουν τα κέρδη τους. Αυτό φέρνει ανεργία σε ορισμένους κλάδους ή γενικά, όπως συνέβη τα τελευταία 7 χρόνια των μνημονίων.
Όσοι μιλούσαν κάποτε για τη διάβρωση του ταξικού φρονήματος από την έλευση των «ξένων εργατών που ρίχνουν τα μεροκάματα» θα πρέπει να αναρωτηθούν γιατί σε χώρους που δεν επηρεάστηκαν αντικειμενικά από αυτή την έλευση δεν υπάρχει καμία ταξική κινηματική δραστηριότητα. Γιατί κατέρρευσαν τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ, του δημοσίου, των τραπεζοϋπαλλήλων κλπ. Μήπως γέμισαν Μουσουλμάνους μετανάστες με ανύπαρκτη ταξική συνείδηση; Το εργατικό κίνημα κατέρρευσε με τον τρόπο που το ξέραμε γιατί έπαψε πια να θεωρείται από την άρχουσα τάξη θεσμικός συνομιλητής. Γιατί άλλαξε το μοντέλο διαχείρισης. Γιατί η αστική τάξη δεν επιδιώκει πλέον καμία ταξική συνεννόηση. Όσοι βλέπουν στους μετανάστες το πρόβλημα της υποχώρησης απλά παίζουν το παιχνίδι της αστικής τάξης και της κυρίαρχης προπαγάνδας που εδώ και 25 χρόνια καλλιεργεί συστηματικά το μίσος και τη φοβία για τους «ξένους».
Ο άνεργος ή ο μετανάστης, ή ο νέος που πρωτομπαίνει στην αγορά εργασίας, εξαναγκάζονται να δουλέψουν χωρίς ασφάλιση και με εξευτελιστικά μεροκάματα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι διπλά καταπιεσμένοι. Δεν είναι εχθροί της εργατικής τάξης, αλλά το πιο εξαθλιωμένο κομμάτι της. Όποιος τους στοχοποιεί δήθεν για να περισώσει το μεροκάματο διασπά τις γραμμές της εργατικής τάξης και λειτουργεί ανοιχτά σαν πράκτορας του κεφαλαίου. Αυτό ακριβώς κάνουν οι φασίστες προκειμένου να εκπροσωπήσουν τη λευκή εργατική τάξη, την άρια φυλή ενάντια στους άλλους που δήθεν τη διαβρώνουν. Ο φασισμός και ο ρατσισμός είναι η πολιτική έκφραση του αστικού κανιβαλισμού με τη διαφορά ότι ο φασισμός αποφασίζει ποιος θα φαγωθεί με ένα σχεδιασμένο τρόπο, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός το αφήνει στην τύχη του.
Η εξαθλίωση που παράγει ο καπιταλισμός διαρρηγνύει τις ισορροπίες της προηγούμενης εποχής μαζί και την ηρεμία, σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Στο βαθμό που η κοινωνία δεν αντιμετωπίσει ευθέως το σύστημα και τους εκπροσώπους του, τότε θα βουλιάξει σ’ ένα ατομικό αγώνα επιβίωσης κανιβαλίζοντας τους διπλανούς και κυρίως τους πιο αδύναμους, ευελπιστώντας ότι έτσι θα διασώσει κάτι από το βιοτικό επίπεδο της προηγούμενης εποχής. Πάνω σε αυτή τη βάση αναπτύσσεται ο ρατσισμός, ως μια μορφή κανιβαλισμού των ντόπιων ενάντια στους «ξένους εισβολείς», νομιμοποιώντας «από τα κάτω» τις ρατσιστικές νομοθεσίες που προωθεί την ίδια στιγμή το κράτος και οι πολιτικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Η νομοθεσία αυτή εξυπηρετεί θαυμάσια το κεφάλαιο γιατί μπορεί να ψωνίζει φτηνό εργατικό δυναμικό που όντας κυνηγημένο θα ξεπουλιέται για ένα ξεροκόμματο πιέζοντας ακόμα περισσότερο -μιας και για αυτό ενδιαφέρονται κυρίως ορισμένοι- τα μεροκάματα των «ντόπιων».

4.

Η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ισοπέδωση των εργατικών κατακτήσεων εν γένει, δεν οφείλονται στην έλευση των μεταναστών και των προσφύγων αλλά στην καπιταλιστική σήψη και παρακμή. Εκεί οφείλονται και όλα όσα διαταράσσουν την οικιακή ειρήνη στις γειτονιές και την επαρχία της ανέμελης Ελλάδας «που κάποτε άφηνε τα κλειδιά έξω από την πόρτα». Αυτή η εποχή αν υπήρξε και ποτέ όπως την περιγράφουν οι νοσταλγοί της έχει περάσει ανεπιστρεπτί και μαζί με αυτή και όλα όσα κουβάλαγε μαζί της (Κούβα, Βιετνάμ, 1968). Οι ακροδεξιοί ωστόσο είναι πολύ επιλεκτικοί στη μνήμη τους. Η αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών οφείλεται στην παγκόσμια απορρύθμιση, στην κατάρρευση απανταχού των κοινωνικών δομών, και φυσικά στην ιμπεριαλιστική σταυροφορία που συνεχίζεται αδιάκοπα από το 1990 μέχρι σήμερα και που καταλήγει σε εκατόμβες θυμάτων και εκατομμύρια πρόσφυγες. Η οπτική αυτή δεν μπορεί να ξεφεύγει από τη σκέψη της Αριστεράς στο βαθμό που παραμένει αντικαπιταλιστική και εχθρός του αστικού κράτους και του κεφαλαίου. Η παγκοσμιοποίηση στην οποία επέμενε το antiglobal κοινωνικό φόρουμ πριν καμιά 15ετία και επιμένει σήμερα η πατριωτική Αριστερά ήταν η επίφαση πίσω από την οποία απλωνόταν η πραγματικότητα της αστικής αντεπανάστασης. Όσοι έβλεπαν μόνο την παγκοσμιοποίηση, όχι μόνο έχαναν το ουσιώδες, αλλά κατέληγαν σε λάθος καθήκοντα, νομίζοντας ότι θα υπερασπιστούν τα κεκτημένα της προηγούμενης εποχής αν εμπόδιζαν την μετανάστευση ή την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων. Στην πραγματικότητα ζήταγαν να επιστρέψει το ρολόι στον προστατευτικό καπιταλισμό του 60 και του 70. Και σε ποιόν καπιταλισμό; Αυτόν της μεταπολεμικής δυτικής Ευρώπης και των εθνικών κοινωνικών συμβολαίων υπό την προστασία πάντα της -υπό αμερικανική ηγεμονία- αυτοκρατορίας. Με τον ίδιο τρόπο που νομίζουν κάποιοι άλλοι ότι η επιστροφή στη δραχμή θα φέρει και μια επιστροφή στην Belle Époque των χρυσών δεκαετιών του ελληνικού καπιταλισμού.

5.

Η ισοπέδωση των κεκτημένων έχει προκαλέσει μια συνολικότερη κατάρρευση του ταξικού μετώπου, τουλάχιστον με τον τρόπο που το ξέραμε μέχρι πρότινος. Ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός, η αταξική κοινωνία ακούγονται πλέον ως μια γραφικότητα, την ώρα μάλιστα που ο καπιταλισμός βουλιάζει στην κρίση του και σε ένα απολύτως απροσδιόριστο και σκοτεινό μέλλον. Αυτό συμβαίνει γιατί η αριστερά αντιλαμβάνονταν το σοσιαλισμό σαν το τέλος μια ατελείωτης διαδρομής διεύρυνσης των «κεκτημένων»και εκδημοκρατισμού του κράτους. Είναι προφανές ότι η απώλεια των «κεκτημένων» και η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας διακόπτει βίαια αυτή τη διαδρομή αφήνοντας σύξυλους και όσους είχαν πιστέψει ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για το σοσιαλισμό.
Στο σημείο αυτό, η Αριστερά που επικεντρώνεται στα δικαιώματατα κινήματα και την αλληλεγγύη, αντιμετώπισε τους μετανάστες σαν ένα ακόμα κίνημα που θα αναζωογονήσει την υπόθεσή της, μιας και τα πιο παραδοσιακά υποκείμενα την έχουν εγκαταλείψει προ πολλού, πχ η ντόπια εργατική τάξη. Αυτή η Αριστερά έμεινε στην επιφάνεια του προβλήματος. Έβλεπε τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και έτρεξε να βοηθήσει τους νέους κατατρεγμένους, με τον ίδιο τρόπο που η πατριωτική Αριστερά έτρεξε προς βοήθεια των παλιών και συνάμα ντόπιων κατατρεγμένων, που ένιωθαν να απειλούνται από τους νέους ένοικους της πολυκατοικίας έστω κι αν αυτοί κατοικούσαν στο ισόγειο και τα υπόγεια της οικοδομής ή ακόμα και στο πεζοδρόμιο. Έστω και έτσι όμως, η Αριστερά της αλληλεγγύης στο θέμα αυτό βρέθηκε στη σωστή πλευρά του οδοφράγματος. Το ίδιο και η Αριστερά που υποστήριξε τους μετανάστες προσπαθώντας (άραγε σαν προϋπόθεση;) να τους ενσωματώσει στις δομές των ντόπιων συνδικάτων για να προασπίσουν τα «κεκτημένα». Ωστόσο η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Οι μετανάστες δεν έδειξαν ποτέ καμία αυθόρμητη διάθεση να ενταχθούν στο ντόπιο συνδικαλιστικό κίνημα, ούτε και να ηγηθούν ως οι πλέον καταπιεσμένοι του αγώνα για την ανατροπή του συστήματος. Η συμπεριφορά τους πάρα την τριπλή καταπίεση που υφίστανται είναι ανάλογη της μέσης συμπεριφοράς του ντόπιου πληθυσμού. Οι εθνικοί και οι θρησκευτικοί δεσμοί παρέμειναν ισχυροί. Το ίδιο και οι κυρίαρχες προκαταλήψεις. Οι περισσότεροι γιατί αυτό θα τους ενσωμάτωνε γρηγορότερα και χωρίς άλλες περιπέτειες στον κυρίαρχο κοινωνικό ιστό. Αυτό συμβαίνει και τώρα με τους πρόσφυγες που ελάχιστη σημασία δίνουν στις ονειρώξεις ορισμένων να βρουν ακροατήρια για τις αλληλέγγυες δομές φιλοξενίας ως προσομοίωση μια άλλης κοινωνίας. Αυτό που καίει κάθε πρόσφυγα δεν είναι να ζει σε ένα κοινόβιο με άλλους δέκα σε ένα δωμάτιο και να παραμυθιάζεται έτσι ότι χτίζει «από τα κάτω» την άλλη κοινωνία, αλλά να βρει μια αξιοπρεπή στέγη διαβίωσης. Προφανώς μια σχολική αίθουσα που έχει γίνει κατάλυμα είναι καλύτερη από μια σκηνή στην Ειδομένη ή στο Νταχάου της Σούδας στη Χίο για να σου πετάει πέτρες το κάθε εθνικιστικό σκουλήκι, και ένα κοντέϊνερ στο Σκαραμαγκά ή τον Ελαιώνα που το διαχειρίζεται μια ΜΚΟ με λεφτά του ΟΗΕ ή της ΕΕ ακόμα καλύτερο. Και το καλύτερο από όλα ένα άσυλο στη Γερμανία της μισητής Μέρκελ αφήνοντας τους πειραματισμούς για μια άλλη κοινωνία σε εκείνους που τους απασχολεί από σκοπό και όχι γιατί έτσι το ‘φερε η ταξική τους μοίρα και οι κακουχίες της ζωής.

6.

Κάθε προσπάθεια να παρουσιαστούν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες σαν κάτι περισσότερο από αυτό που είναι (θύματα της παγκόσμιας αστικής αντεπανάστασης) εκτός από γελοία είναι και εκ του πονηρού. Είτε όταν κάποιοι τούς δαιμονοποιούν ως εισβολείς για να χτίσουν αντιπαραθετικά το αντίπαλο δέος εθνικόφρονων και φασιστοειδών και εναντίον όσων θα σταθούν δίπλα στους κυνηγημένους μετανάστες, είτε όταν κάποιοι τούς παρουσιάζουν σαν τις ιερές αγελάδες του αδιάφθορου εν δυνάμει ταξικού κινήματος ή ακόμα και ως φορείς της επαναστατικής άνοιξης. Οι μετανάστες όπως κάθε άνθρωπος προφανώς και κουβαλάνε πολιτικές απόψεις. Το γεγονός ότι κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη θέση δεν σημαίνει ότι η άποψη που έχει αποκτά κάποια επιπλέον βαρύτητα. Αυτό ισχύει ακόμα και για τα θέματα που υποτίθεται τον αφορούν άμεσα. Ένας άνεργος μπορεί να πιστεύει ότι για την ανεργία φταίνε οι ξένοι εργάτες. Το ότι είναι άνεργος δε σημαίνει ότι είναι και ειδήμων περί της ανεργίας και των αιτιών της, ούτε και ένας εργάτης είναι ειδικός περί της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο. Η Αριστερά μας βεβαίως έχει μάθει να κρύβεται πίσω από τα κατατρεγμένα υποκείμενα, ταυτίζοντας το αντικείμενο της εκμετάλλευσης με το υποκείμενο της απελευθέρωσης. Η συνήθεια αυτή είναι γνωστή από τα κατά καιρούς «ιερά κοινωνικά υποκείμενα». Από τα πάλαι ποτέ «οικοδόμοι, φοιτητές, εργατιά, αγροτιά» ως τα πιο πρόσφατα μισθωτοί τεχνικοί, πρωτοβάθμιοι δάσκαλοι και λοιπές δυνάμεις, βιβλιοϋπάλληλοι, σερβιτόροι, κούριερ και ντελιβεράδες, lgbt κοκ., μέχρι τα αλάνια στους δρόμους, τους χουλιγκάνους (τους είδαμε στην ΑΕΚ), την απροσάρμοστη νεολαία, τους άνεργους και πιο πρόσφατα την G400, τους μετανάστες και πάει λέγοντας. Η ιστορία έδειξε προς απογοήτευση πολλών ότι δεν υπάρχει καμία ιερή αγελάδα που από τη φύση της να κουβαλάει μαζί της το επαναστατικό γονιδίωμα. Και εδώ τελικά ισχύει το ρητό. Επαναστάτης δεν γεννιέσαι γίνεσαι. Και γίνεσαι, όχι γιατί έτσι το έφερε η μοίρα, αλλά γιατί παίρνεις θέση ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση και εκμετάλλευση, είτε την υφίστασαι, είτε όχι. Όταν λοιπόν κάποιος είναι θύμα μιας κατάστασης δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε και τις πολιτικές του θέσεις. Αυτό ισχύει, μιας και «είναι της μόδας», και για τους αυτόπτες μάρτυρες κάποιας «συριακής επανάστασης», που με την ιδιότητα του οσιομάρτυρα επιχειρούν να μας φορέσουν επ’ αυτού και την πολιτική τους θέση. Απ΄αυτή την άποψη θεωρούμε εκ του πονηρού τη στάση οργανώσεων της Αριστεράς και της Αναρχίας που επιχειρούν να κοινωνήσουν τις πολιτικές τους θέσεις (πχ για τη Συρία) κρυπτόμενοι πίσω από τα λεγόμενα ορισμένων προσφύγων στρατευμένων  σε συγκεκριμένα πολιτικά σχέδια, δίνοντας μάλιστα στις απόψεις τους μια δήθεν αντικειμενική/βιωματική διάσταση.

7.

Στηρίζουμε τα θύματα των ρατσιστικών πολιτικών του ελληνικού κράτους και της ΕΕ. Πολύ περισσότερο όταν ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό δεν αποτελεί υποσύνολο της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τα θύματα των πολέμων, αλλά το κεντρικό σημείο της αντιπαράθεσης με τον ταξικό αντίπαλο. Αλληλεγγύη και ελεημοσύνη μπορούν να δίνουν χρηματοδοτούμενες από τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις ΜΚΟ, καθώς και η Εκκλησία, με το ίδιο τρόπο που η Φρειδερίκη περιέθαλπε τα ορφανά ή τα απαγμένα παιδιά των ανταρτών στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Οι ιμπεριαλιστές και οι καπιταλιστές, για τους δικούς τους λόγους, επιδίδονται σε «φιλανθρωπίες» (υπό συγκεκριμένες πάντα συνθήκες διαχωρισμού και εξαίρεσης από τα «υγιή στοιχεία του εθνικού κορμού»), ακόμα και αν είναι ακριβώς αυτοί οι ίδιοι που έχουν προκαλέσει την καταστροφή, την προσφυγιά και το θάνατο. «Να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι». Ο αντιρατσιστικός αγώνας λοιπόν δεν είναι φιλανθρωπία, αλλά εντάσσεται στον καθολικό αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τόσο όταν σκορπάει το θάνατο, όσο και όταν επιδίδεται σε φιλανθρωπική υποκρισία.
Επιπλέον είμαστε ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης από θέση αρχής και όχι σώνει και καλά «για να ενωθεί η εργατική τάξη ή να γραφτούν οι ξένοι στα συνδικάτα». Προφανώς η ενότητα ντόπιων και ξένων εργατών είναι το δέον, αλλά επ’ ουδενί δεν είναι προϋπόθεση για να ταχθούν οι επαναστάτες κομμουνιστές κατά οποιασδήποτε ρατσιστικής πολιτικής. Αν είναι έτσι, τότε η αποτυχία να ενσωματωθούν οι μετανάστες στο ντόπιο ταξικό κίνημα μετατρέπει τον αγώνα για να καταργηθεί κάθε διαχωρισμός σε άνευ σημασίας υπόθεση. Λάθος! Ο αγώνας αυτός έχει σημασία ανεξάρτητα από την ανταπόκριση των θυμάτων του διαχωρισμούΕίναι δικός μας αγώνας ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Εντάσσεται στους ανοιχτούς λογαριασμούς του συνειδητού προλεταριάτου με το καπιταλιστικό σύστημα και τις μεθόδους που αναπαράγει την κυριαρχία του. Είμαστε ενάντια σε κάθε περιορισμό της ελευθερίας κίνησης των ανθρώπων από θέση αρχής, ακόμα κι αν υποθέσουμε, για ένα λεπτό προς χάριν της συζήτησης, πως η μετανάστευση όντως ρίχνει τα μεροκάματα. Δεν είμαστε επαναστάτες γιατί ιεραρχούμε το μεροκάματο του Έλληνα εργάτη πάνω απ’ όλες τις αντιθέσεις. Ιεραρχούμε πάνω απ’ όλα την ανατροπή του καπιταλισμού και κατ’ επέκταση μετράμε το βαθμό εκμετάλλευσης όχι σε εθνική αλλά σε πλανητική κλίμακα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ιεραρχούμε την εθνική καταπίεση του Παλαιστίνιου υψηλότερα από την εκμετάλλευση του Ισραηλινού εργάτη από το αφεντικό του, αναλογιζόμενοι ότι ο Ισραηλινός εργάτης δε θα σπάσει ποτέ τη συνεννόηση με τα αφεντικά του αν δεν παλέψει για την εθνική απελευθέρωση του παλαιστινιακού λαού. Ας υποθέσουμε επίσης χάριν της συζήτησης πως το μεροκάματο του Αμερικάνου, του Άγγλου και του Γερμανού εργάτη πέφτει εξαιτίας της εισδοχής μεταναστών. Πάνω σε αυτή τη βάση οι εθνικιστές οπαδοί του Brexit επαναστατούν ενάντια στους Πολωνούς μετανάστες που τους κλέβουν τις δουλειές. Όσοι προτάσσουν πάνω από όλα το μεροκάματο της δικιάς τους εργατικής τάξης, νομίζοντας ότι αυτό καθορίζεται από το πλεόνασμα του εμπορεύματος εργασία και με όρους προσφοράς-ζήτησης και ειδικά όταν αυτό αφορά κυρίαρχες χώρες στον καταμερισμό της αυτοκρατορίας, τότε δεν είναι επαναστάτες κομμουνιστές αλλά τσιράκια της εθνικής συνεννόησης. Και για να μην ξεχνιόμαστε. Η αξία πώλησης της εργατικής δύναμης δεν καθορίζεται με όρους προσφοράς-ζήτησης, όπως νομίζει ο κάθε φιλελές, αλλά με βάση το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις τάξεις. Φαίνεται όμως ότι η πατριωτική Αριστερά που προτάσσει πάνω από όλα το αντιπαγκοσμιοποιητικό της περιεχόμενο έχει καταπιεί αμάσητη όλη την φιλελεδική ιδεοληψία του δαρβινικού καπιταλισμού που αντιλαμβάνεται «τον άνθρωπο ως ένα εγωιστικό ον-ζώο (homo lupus homini) το οποίο αναγκάζεται να συμβληθεί ωφελιμιστικά με τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα», ή αλλιώς να πατήσει πάνω στα πτώματά τους για να επιβιώσει. Ο αγώνας για το μεροκάματο όταν κατευθύνεται κατά του «υπογείου της εργατικής τάξης» δεν είναι ταξικός, αλλά αντιδραστικός αγώνας, βούτυρο στα σχέδια των φασιστικών και  καπιταλιστικών συμφερόντων.

8.

Ο κομμουνισμός είναι ενάντια σε κάθε καταπίεση και η καταπίεση που υφίσταται ο μετανάστης είναι διπλή και τριπλή σε σχέση με αυτή που υφίσταται ο ντόπιος υποτελής πολίτης. Ωστόσο η αντίσταση στην καταπίεση δεν είναι ανάλογη της καταπίεσης που δέχεται κανείς, αλλά της δυνατότητας να εκδηλωθεί. Η δράση ενάντια στο σύστημα προϋποθέτει μια ξεκάθαρη ή έστω θολή κοινωνική προοπτική. Αυτό είναι που κινητοποιεί τους ανθρώπους. Αν δεν περιμένουν τίποτα, απλά υπομένουν, καθήμενοι στα αβγά τους. Η δική μας προοπτική δε βασίζεται σε κανένα δήθεν σιδερένιο νόμο της εξέλιξης. Όλες οι αποστασίες από το κομμουνιστικό κίνημα βασίστηκαν σε αυτόν ακριβώς το χυδαίο υλισμό, όταν ξαφνικά οι υμνητές του ανακάλυπταν ότι οι σιδερένιοι νόμοι οδηγούν σε άλλα μονοπάτια από αυτά που ήταν δήθεν προκαθορισμένοι να οδηγήσουν, για να γίνουν στο τέλος φερέφωνα εχθρικών ταξικών και πολιτικών σχεδίων. Ήταν κομμουνιστές μόνο όσο η ιστορία έτρεχε «κουρδισμένη» προς τα μπρος. Όταν πήγε αλλού -κάτι που δεν περιλαμβάνονταν στο σενάριο της διαρκούς προόδου- τότε το να παραμένει κανείς κομμουνιστής ήταν αναχρονιστικό. Η «πρόοδος» μπορούσε να δικαιολογήσει και άλλες επιλογές, πχ να γίνει κανείς από κομμουνιστής ένας εκσυγχρονιστής, «ποταμίσιος» λακές του συστήματος ή ένας θλιβερός συριζαίος διαχειριστής του μνημονίου που τουλάχιστον «βάζει τάξη στη διαφθορά του κεφαλαίου», παραμυθιάζοντας τους γύρω του ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα για την έξοδο από την κρίση και έτσι να ξαναμπεί η ιστορία στην τροχιά της. Καμία ιστορία δεν πρόκειται να μπει έτσι σε τροχιά.
Η παλιά Αριστερά φαντάζεται ότι αν θα ξανασχηματίσει το παζλ εκεί που η ιστορία εκτροχιάστηκε θα ξαναπάρουν μπρος οι σιδερένιοι νόμοι της εξέλιξης. Γι’ αυτό και το πρώτο της καθήκον σήμερα είναι να σώσει τον καπιταλισμό από τη διαφθορά, να βγάλει την οικονομία από την κρίση της, να ξαναφέρει τον καπιταλισμό στο ίσιο δρόμο. Πού δηλαδή; Εκεί που την αντιμετώπιζε σαν θεσμικό συνομιλητή. Εκεί που λειτουργούσε το κοινωνικό συμβόλαιο. Εκεί που εξασφάλιζε στους πληβείους ένα σχετικό επίπεδο παροχών, πάνω στο οποίο η Αριστερά αυτή πόνταρε το δικό της κοινωνικό σχέδιο, δια της διαρκούς και ειρηνικής πάντα επέκτασης των «κεκτημένων» του κοινωνικού συμβολαίου και τους κράτους πρόνοιας. Μέχρι που το αφεντικό τα τίναξε όλα στο αέρα. Εξαφανίζοντας όσα κομμάτια του παζλ χρειάζονταν για να μην ξαναφτιαχτεί ποτέ ξανά.

9.

Το κομμάτι εκείνο της παλιάς Αριστεράς που δεν θέλησε να εξευτελιστεί εντελώς νομίζει ότι η ανασυγκρότηση του κινήματος θα γίνει όταν μπει τάξη στη βάση. Όταν πχ. επιβάλουμε την επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων και την αποκατάσταση των κεκτημένων που χάθηκαν μέσα σε 5-6 χρόνια. Όταν δηλαδή ο αστικός κόσμος αποκαταστήσει επιτέλους τους όρους που είχαμε μάθει μέχρι προχθές να διεξάγουμε την ταξική μας πάλη. Στην πραγματικότητα αυτή η Αριστερά δεν κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό που φαντάζονται οι πρώην σύντροφοί τους που έχουν χωθεί μέσα στα σκ..τά για να βάλουν τάξη στο αστικό εποικοδόμημα, αποκαθιστώντας τους θεσμούς λαϊκής εκπροσώπησης από την ασφυξία των αγορών, των διορισμένων γραφειοκρατών του ΔΝΤ και της Κομισιόν και του ανεξέλεγκτου χρηματιστικού κεφαλαίου και, τώρα τελευταία, «να περισώσουν τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Κάθε φορά ο πήχης πάει ακόμα πιο χαμηλά και, μαζί με αυτόν, οι εναπομένουσες προσδοκίες. Ο ευρωαριστερός κάθε φορά που πάει να σώσει κάτι, στη μάταιη προσπάθεια να γυρίσει το ρόλοι κάπου μεταξύ δεκαετίας 60 και 80 (και σίγουρα πριν από την πτώση του «υπαρκτού») διαπιστώνει με έκπληξη ότι ακόμα ένας πυλώνας της παλιάς διευθέτησης έχει γίνει σμπαράλια. Και όσο συνειδητοποιεί ότι τα κομμάτια του παζλ έχουν χαθεί για πάντα, τόσο τον κυριεύει η απόγνωση.

10.

Υπάρχει λύση κάτω από αυτές τις συνθήκες; Ναι υπάρχει! Να αρχίσουμε από κει που ο αντίπαλος επιχειρεί να κερδίσει καινούργιο έδαφος και όχι από κει που μας έχει πάρει ήδη τα σώβρακα. Αν ο αντίπαλος επελαύνει στο θεσσαλικό κάμπο, η άμυνα μπορεί να δοθεί από τον Παρνασσό και κάτω. Η Θεσσαλονίκη πάει χάθηκε, το ίδιο και η Λάρισα. Όποιος συνεχίζει να μας λέει την ώρα που πλησιάζουν την Αθήνα να δώσουμε τη μάχη για να πάρουμε πίσω τη Θεσσαλονίκη, αν δεν είναι ηλίθιος είναι πράκτορας του αντιπάλου.
Το μέτωπο της αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό δεν βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο, δηλαδή εκεί που το αφήσαμε κάποτε. Πχ στα 1400 ευρώ βασικό μισθό, ή στις 35 ώρες εργασία, ή  στη σύνταξη στα 58. Αυτά ήταν μέτωπα που χάθηκαν. Το μέτωπο επίσης εξαρτάται από το εύρος και την ένταση των ζητημάτων που αντιμετωπίζουμε κάθε φορά. Στη Νέα Φιλαδέλφεια ξεκίνησε μια αντιπαράθεση για το αν ένα γήπεδο μπορεί να είναι ιδιωτικό αφού χρηματοδοτηθεί από το δημόσιο και σε χώρο του δημοσίου, και έχει καταλήξει στην επιβολή του τρόμου από τις μαφιόζικες συμμορίες σε μια ολόκληρη περιοχή. Πλέον δεν μιλάμε για το γήπεδο αλλά για κάτι πολύ χειρότερο. Ο φασισμός μπορεί να ξεκινάει από το φόβο του μικροαστού που συνθλίβεται στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, αλλά καταλήγει σε ένα θανάσιμο εχθρό του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό πλέον γίνεται το πρωτεύον. Σε αυτή  τη φάση, το να ασχολείται κανείς με τις αιτίες της εξαθλίωσης του μικροαστού είναι σαν έναν ασθενή που χρειάζεται επειγόντως εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και χάνει το χρόνο του προσπαθώντας να ρίξει τη χοληστερίνη (που προφανώς αποτελεί επίσης μια από τις αιτίες της κατάστασής του). Το μεροκάματο του ντόπιου είναι πλέον το τριτεύον, όταν προκύπτουν νέα επείγοντα προβλήματα που απειλούν να αλλάξουν όλο το χάρτη που μας έδινε τη δυνατότητα να μιλάμε και να διαπραγματευόμαστε το μεροκάματο, τη σύνταξη, την άδεια κοκ. Μια κοινωνία που αποδέχεται στρατόπεδα συγκέντρωσης, κλειστά σύνορα και στρατιωτικοποίηση της καθημερινότητας για «λόγους ασφάλειας», δεν αφήνει περιθώρια για να παλέψουν κάποιοι παραδίπλα για τα «πραγματικά προβλήματα της σύγχρονης λαϊκής οικογένειας». Αυτά είναι «πραγματικά» μόνο στο κεφάλι μιας Αριστεράς που ζει νοσταλγώντας μια εποχή που δεν υπάρχει πια. Η πλειοψηφία θεωρεί πλέον «πραγματικό» την ασφάλεια και την υπεράσπιση της εθνικής ή της θρησκευτικής της ταυτότητας. Η Αριστερά δεν μπορεί να στρουθοκαμηλίζει μπροστά στη νέα πραγματικότητα αποφεύγοντας την αντιπαράθεση μπας και γλυτώσει τις επιπτώσεις ή, πολύ χειρότερα, να την αποδέχεται σιωπηρά, νομίζοντας ότι έτσι θα συνεχίσει απρόσκοπτα να υπερασπίζεται το προνομιακό μέτωπο για το μεροκάματο και όλα όσα θεωρεί ότι «αντικειμενικά» απασχολούν το λαό. Και γιατί άραγε ο λαός αδιαφορεί «για τα πραγματικά του προβλήματα» όπως βεβαίως τα αντιλαμβάνεται η Αριστερά; Μήπως γιατί «αποπροσανατολίζεται από την κυρίαρχη προπαγάνδα»; Και ποιο είναι το καθήκον μας; Να του θυμίσουμε ότι πεινάει, ότι είναι άνεργος, ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα; Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Είναι κάτι πολύ χειρότερο. Είναι η ίδια η πραγματικότητα -ο νέος δυσμενής ταξικός και ιδεολογικός συσχετισμός- που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και όχι να κάνουμε ότι δεν υπάρχει. Αυτό είναι που μετατοπίζει τα θερμά κέντρα της τρέχουσας αντιπαράθεσης.
Η ισλαμοφοβία, η Ευρώπη φρούριο, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, ο αντιμεταναστευτικός λόγος, η υιοθέτηση της ακροδεξιάς προπαγάνδας από δυνάμεις του «δημοκρατικού τόξου» δήθεν για να αποσπαστεί το εκλογικό ποίμνιο από την επιρροή της (άκρας δεξιάς), δείχνουν με ακρίβεια που πρέπει να δοθεί η μάχη. Πάνω σε αυτή τη βάση ο δυτικός κόσμος επικαιροποιεί και αναπαράγει την κυριαρχία του. Πάνω σε αυτή τη βάση ανασυγκροτείται το άρχων μπλοκ εξουσίας θάβοντας οριστικά το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και κάθε ταξική συνεννόηση. Ο πεθαμένος ρεφορμισμός και η ημιθανής αριστερή του αντιπολίτευση ονειρεύεται την επιστροφή στην προηγούμενη ισορροπία, αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι αυτό επαφίεται στις διαθέσεις της άρχουσας τάξης, η οποία παρεμπιπτόντως έχει όμως αποφασίσει να απαλλαχθεί μια και καλή από αυτό το μοντέλο διαχείρισης και , μαζί με αυτό, με κάθε κράτος πρόνοιας. Η γελοιότητα του ρεφορμισμού ξεπερνάει κάθε όριο όταν προσπαθεί να εξηγήσει στα καπιταλιστικά επιτελεία ότι είναι προς το συμφέρον τους η επιστροφή στο παρελθόν. Έχουν ξεχάσει ότι το μεταπολεμικό συμβόλαιο ήταν μια παρένθεση στην καπιταλιστική ιστορία προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η κομμουνιστική απειλή. Ένας τρόπος να ενσωματωθεί και να ευνουχιστεί το αντίπαλο προλεταριακό δέος. Ακόμα κι αν θέλει κανείς να συνεννοηθεί εκ νέου με την αστική του τάξη θα πρέπει να συγκρουστεί μαζί της. Το κοινωνικό συμβόλαιο που νοσταλγούν οι ρεφορμιστές και τα συνδικαλιστικά τους απολιθώματα είναι προϊόν της «εφόδου στον ουρανό» που σήμανε η Κομμούνα και κυρίως η Ρώσικη Επανάσταση, και όλες οι επαναστάσεις που ακολούθησαν φέρνοντας το καπιταλιστικό σύστημα στα όρια της υπαρξιακής του κρίσης.
Η δαρβινική μάχη για την ατομική επιβίωση, οι κάθε είδους διαχωρισμοί και η επαναφορά τους ως κυρίαρχη ιδεολογία (ανώτερες ράτσες, προηγμένα έθνη, καθυστερημένοι λαοί κοκ) αποτελούν τον ιδεολογικό πυρήνα του κανιβαλικού καπιταλισμού και της εν εξελίξει αστικής αντεπανάστασης. Η επανασυγκρότηση του διαλυμένου προλεταριακού στρατοπέδου δεν θα υπάρξει ποτέ αν δεν αντιμετωπίσει στα ίσα τη νέα πραγματικότητα. Η μάχη αυτή είναι δική μας και αφορά τους λογαριασμούς που έχουμε εμείς με την αστική τάξη και το κράτος της. Με τον ίδιο τρόπο που ο αγώνας ενάντια στο διωγμό των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία δεν ήταν ένας αγώνας αλληλεγγύης στους Εβραίους ως τα άμεσα θύματα (κάτι σαν τη Λίστα του Σίντλερ), αλλά ένας αγώνας για τη συντριβή της ναζιστικής αντεπανάστασης. Ένα καθήκον άλλωστε που δεν εκπληρώθηκε από τα «αδιαμεσολάβητα υποκείμενα» (για ακόμα μια φορά στην Ιστορία), δηλαδή  τα θύματα  του Ολοκαυτώματος, αλλά από τις ερπύστριες και τα εκατομμύρια μαχητών του Κόκκινου Στρατού (από τα πάνω ε;  τι κρίμα!… αντί να περιμένουμε τους άμεσα ενδιαφερόμενους να μας πουν τι έπρεπε να γίνει) που έδωσαν τη δυνατότητα να εκφραστούν στα μετόπισθεν  τα αντάρτικα κινήματα κατά της ναζιστικής κατοχής. Έτσι κι ο αντιρατσιστικός αγώνας είναι ο δικός μας αγώνας ενάντια στον κανιβαλικό καπιταλισμό και στους πολιτικούς του διαχειριστές. Δεν είμαστε συμπαραστάτες, ούτε αλληλέγγυοι. Είμαστε υποκείμενα του αγώνα και άμεσα ενδιαφερόμενοι. Όσοι το καταλαβαίνουν ας εξοπλιστούν με τις κόκκινες σημαίες, ας οργανωθούν κι ας στρατευτούν στον καθολικό ταξικό αγώνα. Όσοι νιώθουν απλά αλληλέγγυοι ας αναρωτηθούν σε τι διαφέρουν από τις ΜΚΟ και την Εκκλησία που περιθάλπει σε πολλαπλάσιο βαθμό τα θύματα της ιμπεριαλιστικής καταστροφής και μέχρι τότε ας γίνουν ανάδοχοι γονείς της ActionAid σε ένα παιδί από την Αφρική.
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι; Ναι μπορούμε! Αν ο αντίπαλος ηττηθεί στο μέτωπο που επιλέγει να επιβάλει τη θέλησή του, δεν σημαίνει ότι θα αρχίσει μια αργόσυρτη αντίστροφη μέτρηση αποκατάστασης των συλλογικών συμβάσεων, του βασικού μισθού και της δραχμής, όπως κάποτε. Όταν οι απανταχού ναζήδες (όχι μόνο οι Γερμανοί) έφτασαν στο Στάλινγκραντ και τη Μόσχα απειλώντας να κάνουν το 1000χρονο Ράιχ πραγματικότητα, τα έπαιζαν όλα για όλα και δεν επρόκειτο για μια ακόμη στρατιωτική περιπέτεια. Όποιος έχανε τη μάχη έχανε και τον πόλεμο. Με τον ίδιο τρόπο, η φαινομενικά «αμυντική» μάχη ενάντια στο κράτος έκτακτης ανάγκης και το καθεστώς εξαίρεσης ως σημείο αιχμής του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού μετώπου, δεν θα οδηγήσει στην αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού και της εθνικής κυριαρχίας, όπως φαντάζονται τα αποκαΐδια της Αριστεράς της διαπραγμάτευσης και της ταξικής συνεννόησης. Το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι μια οριακή μάχη επιβίωσης για το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Είναι το εποικοδόμημα του κανιβαλισμού. Αν η αστική αντεπανάσταση ηττηθεί σε αυτό το μέτωπο πολύ πιθανό να χάσει και τον πόλεμο. Όπως και να έχει, κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων τις αντοχές του αντιπάλου. Το 2010 όταν έφτασε το 1ο μνημόνιο κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι πού θα μπορούσε  να υποχωρήσει το δικό μας μέτωπο. Το ίδιο όμως ισχύει για όλους.