Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

«Δυοίν Θάτερον» ή οι ελληνικές ελίτ δεν βλέπουν την τύφλα τους

Του Γιώργου Καραμπελιά*
Με προσχήματα, όλο και πιο γελοία, η κυβέρνηση συνεχίζει μια αέναη δήθεν «διαπραγμάτευση», παρότι είναι πασίγνωστο ότι στην πραγματικότητα έχει αποδεχθεί τις βασικές θέσεις των δανειστών και του ΔΝΤ. Ταυτόχρονα, η οικονομία της χώρας βουλιάζει, οι καταθέσεις συνεχίζουν να καταρρέουν, το ΑΕΠ συρρικνώνεται, η ανεργία μεγαλώνει, τα μαγαζιά κλείνουν, οι τράπεζες καταφεύγουν και πάλι στον ELA και προφανώς, θα καταρρεύσει σύντομα το ασφαλιστικό σύστημα.

Παρ’ όλα ταύτα, και ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν σοβαρές αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ –είναι όλοι τους έτοιμοι να υπογράψουν τα πάντα για να διαιωνίσουν την παραμονή τους στην εξουσία–, η κυβέρνηση συνεχίζει το αιώνιο παιγνίδι που ακολουθεί εδώ και δύο χρόνια: μια ατέρμονη διαπραγμάτευση που οδηγεί σε νέα μέτρα, σε νέα μνημόνια, σε νέες επιβαρύνσεις.
Επί δύο χρόνια, με βάση αυτό το επαναλαμβανόμενο in perpetuum μοντέλο, κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, φόρτωσαν δεκάδες δισεκατομμύρια νέων χρεών, ξαναβύθισαν την ελληνική οικονομία στην ύφεση, και  συνεχίζουν απτόητοι.
Οι ελληνικές «αστικές» ελίτ, στην τύφλωσή τους, πιστεύουν, ή κάνουν πως πιστεύουν, ότι  αυτή η πρακτική οφείλεται απλά και μόνον στην ανικανότητα ή την ιδεοληψία των κυβερνώντων. Και παίρνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα. Διότι, αν δούμε τη συνολική πορεία της κυβέρνησης –κατ΄εξοχήν τους τελευταίους μήνες–, αυτή δεν μπορεί να εξηγηθεί με την υπαρκτή ανικανότητα ή με την ιδεοληψία αποκλειστικά. Θα πρέπει να ψάξουμε και άλλες, βαθύτερες αιτίες.
Δύο είναι οι πιθανές ερμηνείες ή ένας συνδυασμός και των δύο.
Κατά αρχάς, το βασικό κίνητρο που τους κινεί είναι ένα και μοναδικό, η διατήρηση της εξουσίας, χωρίς κανένα ιδεολογικό πρόσχημα. Όσο λοιπόν διαιωνίζουν την εμπλοκή της χώρας στα μνημόνια και τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, διασφαλίζουν την υποστήριξη των δανειστών και αποδυναμώνουν ταυτόχρονα την αντιπολίτευση ή τις οποιεσδήποτε λαϊκές αντιδράσεις. Ο Σόιμπλε και το ΔΝΤ προτιμούν προφανώς να ολοκληρώσουν την εξαγορά ολόκληρης της ελληνικής οικονομίας και την επιβολή δρακόντειων μέτρων, με μια «αριστερή» κυβέρνηση στην εξουσία. Μια τέτοια κυβέρνηση αποδυναμώνει οποιαδήποτε λαϊκή ή άλλη αντιπολίτευση, και ταυτόχρονα είναι έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση για να διασφαλίσει την επιβίωσή της.
Είναι χαρακτηριστικές οι εκμυστηρεύσεις του Σόιμπλε στον Βαρουφάκη πως οι Γερμανοί ήθελαν να ρίξουν την κυβέρνηση Σαμαρά ήδη από το καλοκαίρι του 2014 και να φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Και όχι μόνον για να γονατίσουν το ελληνικό αντιμνημονιακό κίνημα, όπως και έκαναν, αλλά και να καταστρέψουν την πιθανότητα ενός ντόμινου ανατροπών που θα ξεκινούσε από την Ισπανία και τους Ποδέμος. Και το πέτυχαν. Το αντιπαράδειγμα ΣΥΡΙΖΑ πριόνισε καθοριστικά τη δυναμική των Ποδέμος και άλλων αντιστοίχων κινημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μέσω του Τσίπρα, το ευρωπαϊκό διευθυντήριο αποδυνάμωσε την αμφισβήτηση της γερμανικής πολιτικής σε όλη την Ευρώπη. Συμπέρασμα, ο Σόιμπλε και η Λαγκάρντ προτιμούν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον.
Μια κεντροδεξιά κυβέρνηση θα ήταν αδύνατο να εφαρμόσει, χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις, όλα όσα κατόρθωσαν να περάσουν με τον ΣΥΡΙΖΑ – ανάμεσά τους το περιβόητο υπερταμείο, το οποίο για χρόνια επεδίωκε ο Σόιμπλε. Ένα εξίσου αποφασιστικό στοιχείο είναι η εξάντληση του αντιστασιακού φρονήματος των Ελλήνων, οι οποίοι πλέον έχουν βυθιστεί σε κατάθλιψη, συνδυασμένη με γενικευμένη απάθεια. Δεν πιστεύουν  πλέον πως υπάρχει καμία δυνατότητα αντίστασης και αναζητούν αποκλειστικά ατομικές διεξόδους – φυγή στο εξωτερικό ή καταφυγή στη μαύρη οικονομία για να επιβιώσουν όπως-όπως.
Ο αυτοκτονικός μετεωρισμός των Ελλήνων συνεχίζεται αδιάλειπτα όσο παρατείνεται η αβεβαιότητα, από μέρα σε μέρα, από βδομάδα σε βδομάδα, από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο.
Κατά συνέπεια, η συμμορία του Μαξίμου, αδιαφορώντας παντελώς για την τύχη της χώρας, έχει συμφέρον να διαιωνίζεται η αέναη διαπραγμάτευση γιατί έτσι παραμένει στην εξουσία. Εξάλλου, με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνει και την αντιπολίτευση, κατ΄εξοχήν τη Ν.Δ., που παίρνει μηνύματα –από εγχώριους ολιγάρχες, από τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αλλά και από ένα τμήμα της ίδιας της ΝΔ όπως διεφάνη με τον Μεϊμαράκη– να συνεχίσει να  «περιμένει».
Γνωρίζουν πολύ καλά ότι, αν αντίθετα κλείσουν την αξιολόγηση, οι Έλληνες, που τους ανέχονται καθώς παρατείνεται η αγωνία των διαπραγματεύσεων, θα αρχίσουν να διεκδικούν την άμεση αποχώρησή τους. Εξάλλου, ήδη τους απεχθάνονται, κάθε ημέρα και περισσότερο, όπως καταδεικνύουν και όλες οι δημοσκοπήσεις και, παραδόξως, η «επιτυχία» της κυβέρνησης θα σημάνει και την αρχή του τέλους. Το τέλος της εκκρεμότητας σηματοδοτεί και το τέλος της ανοχής.
Παράλληλα, δεν θα είναι πλέον χρήσιμοι ούτε στον Σόιμπλε, ούτε στον... Βαρδινογιάννη. Γνωρίζουν πολύ καλά πως, στις επόμενες εκλογές, οποτεδήποτε συντελεστούν, θα καταποντιστούν, επομένως, θα πρέπει να παρατείνουν τη θητεία τους, έτσι ώστε να ενισχύσουν την παρουσία τους στο κράτος, στους θεσμούς και τα ΜΜΕ. Εξάλλου, στον μόνο τομέα που αποδεικνύονται αποτελεσματικοί είναι στους διορισμούς ημετέρων και στις λυσσαλέες προσπάθειες ελέγχου των ΜΜΕ, παρά το φιάσκο των τηλεοπτικών αδειών. Αρκεί να δούμε τη μεθοδευμένη καταστροφή του ΔΟΛ και του Ψυχάρη, την έκδοση νέων ελεγχόμενων εφημερίδων, τη διείσδυση στους μεγάλους και, πολύ περισσότερο, στους μικρούς τηλεοπτικούς σταθμούς, τον έλεγχο ακόμα και νεοδημοκρατών –«συναινετικών» με το αζημίωτο– δημοσιογράφων.
Αυτή είναι η πρώτη και βασική εκδοχή. Υπάρχει όμως και μία δεύτερη, με την οποία εξ αρχής έπαιζε η κυβέρνηση Συριζανέλ. Εάν θα ήταν δυνατή η παραμονή στην εξουσία μέσω μιας εξόδου από την ευρωζώνη (και χωρίς κίνδυνο ειδικών δικαστηρίων), δεν θα είχαν καμία αντίρρηση. Είναι ολοφάνερο, από την πολιτική που ακολουθούν από την αρχή της κυβερνητικής τους παρουσίας. Με τον Βαρουφάκη, τον Λαφαζάνη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου –και όχι μόνον– να πλειοδοτούν υπέρ του Grexit, έπαιζαν και στα δύο ταμπλό μέχρι το καλοκαίρι του 2015, και μόνο όταν απεδείχθη ότι δεν βρήκαν κανένα στήριγμα, ούτε στους Αμερικανούς ούτε στους Ρώσους, υποχρεώθηκαν να ανακρούσουν πρύμνα μετά το δημοψήφισμα.
Στην πραγματικότητα όμως, ποτέ δεν εγκατέλειψαν και αυτή την επιλογή. Καθώς διαιωνίζεται το οικονομικό αδιέξοδο, ξαναδυναμώνει η αίσθηση των Ελλήνων ότι δεν υπάρχει καμία σωτηρία στην ευρωζώνη και θα πρέπει ίσως να εγκαταλείψουμε το ευρώ.  Αυτή την αίσθηση την σιγοντάρει και ο Σόιμπλε – σταθερός θιασώτης του grexit από το 2010, επιθυμία που εξηγεί εν πολλοίς την προβοκατόρικα ανθελληνική του συμπεριφορά.  Παράλληλα, είναι πασίγνωστο πως ένα τμήμα του εφοπλιστικού κεφαλαίου, τουλάχιστον, και της «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης» επιδιώκει την αποδέσμευση από την ευρωζώνη και προωθεί την επιστροφή στη δραχμή. Έχει γραφτεί ανοικτά, χωρίς να διαψευσθεί, πως ο Βαρδινογιάννης, π.χ., ενισχύει αυτή την εκδοχή, ενώ το συγκρότημα Κουρή και οι γνωστές και άδηλες παραφυάδες του, σε άλλα, δήθεν ανεξάρτητα, δημοσιογραφικά συγκροτήματα, παραμένουν σταθερά θιασώτες της «δραχμούλας». Για να αγοράσουν οι ολιγάρχες ό,τι έχει απομείνει. Και ας καταστραφούν εντελώς οι Έλληνες πολίτες με την υποτίμηση και το εμπάργκο που θα ακολουθήσει. Μετά την άνοδο του Τραμπ, έρχεται να προστεθεί ένας ακόμα παράγοντας, η ανοικτή θέληση των Αμερικανών για διάλυση της ευρωζώνης.
Η κυβέρνηση Τσίπρα, που μια πιθανή αποσύνθεση της ΕΕ θα της έδινε ίσως μια πιθανότητα να παρατείνει την παραμονή της στην εξουσία και να αποφύγει και την αναπόφευκτη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις επόμενες εκλογές, θα «βολευόταν» και σήμερα με μία τέτοια εκδοχή. Εξ ου και τα φληναφήματα του Ξυδάκη περί δραχμής και οι ασταμάτητοι αγώνες του αγωνιστή Τράγκα.
Δυοίν θάτερον, λοιπόν. Είτε διαιώνιση της διαπραγμάτευσης, γιατί αυτή επιτρέπει την διατήρηση στην εξουσία και την οικοδόμηση ενός κομματικού στρατού στο κράτος και τα ΜΜΕ, είτε εξώθηση ακόμα και σε Grexit, αν χρειαστεί. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα καμία άλλη ερμηνεία γι’ αυτό το θανατερό σύρσιμο, ενώ δεν αποκλείεται καθόλου ένας συνδυασμός αυτών των δύο εκδοχών. Και διαιωνίζουμε τη διαπραγμάτευση, για να μένουμε στην εξουσία, και στο τέλος του δρόμου πιθανώς να καταλήξουμε σε ένα Grexit με κάποιο νέο «αγωνιστικό δημοψήφισμα», το καλοκαίρι του 2017.
Όλα τα άλλα, περί εσωτερικών αντιθέσεων στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι παραμύθια για μικρά παιδιά ή για την πλέον ανίκανη και τυφλή ελίτ, την ελληνική. Διότι όσοι Συριζαίοι είχαν πράγματι ιδεοληψίες και αυταπάτες εξήλθαν από το κόμμα τον Αύγουστο του 2015 και άφησαν έκτοτε τον Τσίπρα αποκλειστικά με τους καριερίστες και τους διψασμένους για εξουσία «άγνωστους και από τον θυρωρό τους». Αυτοί, τις μόνες διαφοροποιήσεις που μπορούν να έχουν μεταξύ τους είναι για τους διορισμούς των δικών τους παιδιών και τίποτε άλλο.
Η φάβα έχει όντως «μεγάλο λάκκο» και το αίτημα της απομάκρυνσης  αυτών των ερίφηδων από την εξουσία δεν μπορεί να αφήνεται στα χέρια του ελεγχόμενου από τους ολιγάρχες και τις ξένες πρεσβείες Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτός, ναι μεν επαναλαμβάνει διαρκώς την ανάγκη εκλογών για να φύγει η κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να οικοδομήσει κανένα λαϊκό κίνημα κατακραυγής.
Ούτε η Αριστερά, εκτός ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να κάνει κάτι ανάλογο – διότι ένας μεγάλος αριθμός από τα στελέχη και τα μέλη του εξακολουθούν να σιτίζονται στο κυβερνητικό πρυτανείο (κατ΄ εξοχήν στις ΜΚΟ, στις υπηρεσίες για τους πρόσφυγες, στα υπουργεία, τους δήμους και τις περιφέρειες). Εξάλλου, σύσσωμη συνεχίζει να προβάλλει τον μπαμπούλα του «νεοφιλελεύθερου  Μητσοτάκη» και έτσι, στην πραγματικότητα, ρίχνει νερό στον μύλο του ΣΥΡΙΖΑ – παρά τις όποιες αντιθέσεις, το αίμα νερό δεν γίνεται.
Είναι ανάγκη λοιπόν, να αρχίσει  η ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιεί το τί διακυβεύεται και να βγει από την ολέθρια νάρκη της, που προοιωνίζεται τις χειρότερες εξελίξεις, και όχι μόνον στο οικονομικό πεδίο αλλά και απέναντι στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό. Πρέπει η κοινωνία να αναλάβει να πραγματώσει αυτό που οι πολιτικοί μοιάζουν ανίκανοι να κάνουν, να υποχρεώσει σε άμεση έξοδο αυτό το συνονθύλευμα εξουσιομανών και ανικάνων.
*Ο κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, επικεφαλής του Κινήματος Άρδην.