Του Ρούντι Ρινάλντι
Του Ρούντι Ρινάλντι
Στην κατάσταση διάλυσης και ήττας αυταπατών και ελπίδων, ζητούμενο είναι η σύνθεση, η βαθιά, ουσιαστική διαδικασία αντιμετώπισης θεμάτων υποκειμένου
Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση σύγχυσης και αποπροσανατολισμού που παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Τέτοιου βαθμού μάλιστα που η παραλυτική και διαλυτική επίδρασή τους γίνεται αντιληπτή μεν, ταυτόχρονα όμως μοιάζει να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί ή ακόμα περισσότερο, να μην αξιολογείται η σημασία και η πρωταρχικότητα ώστε να τεθεί στο επίκεντρο η αντιμετώπισή τους.
Το ζήτημα των ζητημάτων της συγκυρίας είναι αυτό της λαϊκής διαθεσιμότητας, δηλαδή το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης αλλά και οι διεργασίες που συντελούνται στον λαϊκό παράγοντα. Βέβαια, αυτή η αξιολόγηση αφορά δυνάμεις και όσους – για να συνεννοηθούμε – κατανοούν πως χωρίς την ενεργοποίηση των ανθρώπων, χωρίς την συμμετοχή και χωρίς την συγκρότησή τους σε μαχητικό παράγοντα και την συγκρότησή των ανθρώπων αυτών σε πολιτεία, δεν μπορεί να υπάρξει θετική εξέλιξη και διέξοδος από τα προβλήματα και τα σκληρά διλήμματα που τίθενται μπροστά μας. Επομένως σε όλους τους όρους που συνθέτουν την συγκυρία, οικονομικούς, πολιτικούς, γεωπολιτικούς πρέπει να συνυπολογίζεται το ζήτημα της λαϊκής διαθεσιμότητας καθώς είναι αποφασιστικό στον υπολογισμό του συσχετισμού των δυνάμεων και των δυνατοτήτων παρέμβασης. Πλάι σε κάθε πολιτική πρόταση και πλάι σε κάθε πολιτικό πλαίσιο, είναι αναγκαίο να συνυπολογισθεί μια δυναμική πολιτική για την λαϊκή διαθεσιμότητα και την προαγωγή της. Μια πολιτική για την κατάσταση και την ποιότητα του υποκειμένου. Με μια έννοια αυτή η πλευρά έχει αυτοδύναμη, θεμελιακή διάσταση για έναν πολύ ουσιαστικό λόγο: Η λαϊκή διαθεσιμότητα, το υποκείμενο γενικά, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται εργαλειακά, ως μέσον για επίτευξη κάποιων στόχων ή ακόμα χειρότερα να αγνοείται.
Αν ο απώτερος σκοπός είναι να χειραφετηθούν οι άνθρωποι, να κατακτήσουν μια κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας, να οργανώσουν την κοινωνία έτσι ώστε να είναι ελεύθεροι, να γίνουν καλύτεροι με αντίστοιχες ποιοτικές προσλαμβάνουσες δεν μπορεί να μην ενδιαφερόμαστε –σαν τμήμα του- για την κατάσταση του υποκειμένου, για την λαϊκή διαθεσιμότητα και την κοινωνική συνείδηση. Πώς νοιώθουν και πώς αισθάνονται οι άνθρωποι, σε τι κατάσταση βρίσκονται; Αυτό πρέπει να αποτελεί μόνιμη κεντρική μέριμνα. Να τεθεί ως ζήτημα θεμελιώδους σημασίας στο «διάβασμα» της εκάστοτε συγκυρίας.
Βαθαίνει η υποστροφή
Η κατάσταση εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο που εξουθενώνει ανθρώπους και ακυρώνει νοήματα. Η υποστροφή της λαϊκής διαθεσιμότητας -που κορυφώθηκε στα χρόνια 2010-2012- συνεχίζεται, προκαλώντας διάλυση και αποσύνθεση. Βρισκόμαστε σε έναν κύκλο κατωφέρειας και διαλυτισμού. Σε μια διαδικασία που μοριοποιείται και εξατομικεύεται με εξαιρετικά γρήγορους και επιδεινούμενους ρυθμούς.
Αναδεικνύεται σε πρώτο των ζητημάτων αν εκτιμιέται έτσι η κατάσταση από όλους. Είναι θέμα ουσίας το αν κατανοείται με αυτόν τον τρόπο η βασική πλευρά της λαϊκής διαθεσιμότητας, αν προσεγγίζεται προς επίλυση αυτό το πρόβλημα ή κάποιο άλλο, αν προωθείται μέσα από την δραστηριοποίηση κάθε φορέα ή προσπάθειας και πόση σχέση έχει η δραστηριοποίηση με την απάντηση στο ζήτημα αυτό.
Για να συνεννοηθούμε: ετούτη την στιγμή, έχουν εντελώς άλλες στοχεύσεις πχ ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και όσοι πορεύονται μαζί του, η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Όλοι παρακάμπτουν το ζήτημα της λαϊκής διαθεσιμότητας, την πραγματική κατάσταση της κοινωνίας. Θεωρούν ότι τα διαβήματά τους, να βρεθούν στο κέντρο της επικαιρότητας και κυρίως να πετύχουν την εκλογική επάνοδό τους στην πολιτική σκηνή, είναι καθοριστικής σημασίας, είναι το κέντρο του κόσμου. Μερικές φορές μάλιστα ο τρόπος τους μοιάζει να περιγελά και να περιφρονεί την κατάσταση της λαϊκής διαθεσιμότητας.
Το «κάτι να κάνουμε» και το «τι κάνουμε» δεν μπορεί να αγνοήσει τον αναγκαίο σήμερα διαχωρισμό, ανάμεσα σε όσους παραδέχονται το ζήτημα όπως το περιγράφουμε, δηλαδή ότι κεντρικό και κύριο παραμένει η λαϊκή διαθεσιμότητα και η αντιστροφή της από τη φάση της διαλυτότητας και της καθοδικής πορείας σε κάτι άλλο, ή κεντρικό είναι να υπάρξει μια δραστηριοποίηση χωρίς να δίνεται η πρέπουσα σημασία στον παράγοντα αυτόν με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογές. Για ορισμένες –ίσως τις περισσότερες- αριστερές δυνάμεις το κύριο είναι η επένδυση σε έναν φτηνό κομματισμό ή κομματικό συσχετισμό που ίσως οδηγήσει στην παρουσία μέσα στους θεσμούς και όχι η λαϊκή διαθεσιμότητα αυτή καθ’ αυτή. Γι’ αυτό και μαϊμουδίζουν αντιγράφοντας την αστική πολιτική, τις μεθόδους πολιτικής δράσης του φαίνεσθαι κι όχι τη σύνδεση με αυτούς που έχουν πραγματικά προβλήματα. Ο ακτιβιστής και ο ακτιβισμός πολιτικών στελεχών, σε μια διαρκή προεκλογική καμπάνια προβάλλεται ως η νέα μορφή εκπροσώπησης των αποκάτω. Τραγωδία…
Στην κατάσταση διάλυσης και ήττας αυταπατών και των ελπίδων, ζητούμενο είναι η σύνθεση, η βαθιά, ουσιαστική διαδικασία αντιμετώπισης θεμάτων υποκειμένου που θα έχει σαν ειδικό χαρακτηριστικό α) την παραδοχή της σημερινής κατάστασης της λαϊκής διαθεσιμότητας και β) την στράτευση για την αντιστροφή της μέσα από συνθετικές παρεμβάσεις και πολιτικές.
Ας περιγράψουμε λίγο καλύτερα την λαϊκή διαθεσιμότητα
Τελούμε σε όρους ανυπαρξίας του μαζικού λαϊκού κινήματος. Δεν υπάρχει ούτε το οργανωμένο συνδικαλιστικό τοπικό ή κλαδικό κίνημα, ούτε αξιόπιστες διαδικασίες που να αναφέρονται σε αυτές οι πολίτες. Δεν υπάρχει καν κομματική λειτουργία και διαδικασίες πολιτικής κοινωνικοποίησης και ένταξης. Σωματεία, συνδικάτα, μορφές συλλογικής δράσης κόμματα, οργανώσεις, συλλογικότητες φυτοζωούν. Όχι μόνο έχουν υποχωρήσει τα στοιχεία του οργανωμένου μαζικού κινήματος αλλά τελούμε και σε διάλυση του διάχυτου πνεύματος που μπόλιασε την λαϊκή διαθεσιμότητα, όπως σε μεγάλο βαθμό και του πνεύματος αλληλεγγύης που επιδείχθηκε σε δύσκολες συνθήκες.
Οι άνθρωποι που είχαν δραστηριοποιηθεί ή ενδιαφερθεί για κάποια αλλαγή στην ζωή τους, που συμμετείχαν, υποστήριζαν ή έβλεπαν με συμπάθεια το αντιμνημονιακό κίνημα, τώρα κατακερματισμένοι και ατομικοποιημένοι κατακλύζονται από ανάμικτα συναισθήματα και ψυχολογικές καταστάσεις.
Θυμός, νεύρα, απολυτότητα, εναλλαγή διάθεσης και συναισθημάτων, ακραίες «καθαρές» γραμμές, επιθετικότητα προς όλους και όλα, “πέσιμο” στον διπλανό, στον φίλο, στον συνομιλητή. Όλοι εναντίον όλων, και στο διαδίκτυο καυγάδες και σκυλοβρίσιμο που διαρκεί μια – δυο μέρες το πολύ, για να επανέλθει το βρισίδι σε άλλο θέμα μετά από μια μικρή ανάπαυση. Η αφορμή μπορεί να είναι ασήμαντη, η ένταση είναι εκτονωτικού τύπου χωρίς να συνθέτει το παραμικρό.
Ένα τέτοιο νέφος καλύπτει την κοινωνία (υπάρχει η αίσθηση πως μας ψεκάζουν). Μια κοινωνία εξουθενωμένη από το άγχος της οικονομικής επιβίωσης, τα αδιέξοδα, την έλλειψη μέλλοντος και προοπτικής, εγκαταλελειμμένη στην οθόνη της τηλεόρασης και του υπολογιστή μήπως και βρει κάποια διαφυγή, χαλάρωση ή εκτόνωση.
Μια κοινωνία ζελές. Όπου ο καθένας μπορεί να πλακωθεί στο ξύλο για μια θέση πάρκινγκ αλλά να μην θέλει ή να μη μπορεί να δει την πραγματικότητα, τους πραγματικούς κινδύνους και τις απειλές: «Τι μου λες για γεωπολιτικά και πολέμους; Δεν θέλω να ξέρω…»
Να απαντήσουμε σε αυτό το ζήτημα
Σε κάθε περίοδο που υποχωρεί κατά κύματα το κίνημα και η λαϊκή διαθεσιμότητα, αναδύονται όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά. Ο κόσμος δεν βγάζει συμπέρασμα από την πείρα του, πελαγοδρομεί στον ατομισμό και την «αυθεντία», βυθίζεται στον κυνισμό και στην σκληρότητα της απόφασης να μην αλλάξει προς το καλύτερο… Σε συνθήκες που το κίνημα δεν άφησε καμιά υποθήκη (με την μορφή βασικών συμπερασμάτων για το τι έγινε και γιατί) φουντώνει ο αποπροσανατολισμός, απουσιάζει κάθε αυτοκριτική στάση, ενισχύεται η απόφαση να μην αλλάξει προς το καλύτερο ο καθένας: όλα αυτά οδηγούν στην σημερινή Βαβέλ στον θεμελιώδη αποπροσανατολισμό που κυριαρχεί.
Για να είμαστε πιο σαφείς, το χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι η μαύρη σκοτεινιά κι ας μην είναι τόσο καθαρός πολιτικός όρος, περιγράφει όμως καλά την κατάσταση πνευμάτων. Μαύρη σκοτεινιά που αγγίζει βαθύτερες πτυχές του ανθρώπου. Γιατί αγγίζει βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής. Δεν βρισκόμαστε απλά μπροστά σε ένα φαινόμενο διαλυτισμού που αγγίζει μόνο τον αριστερό χώρο μετά από μια ήττα, αλλά σε μια καθηλωτική κατάσταση που αγκαλιάζει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Ένα πένθος και ένας μηδενισμός βαθύτερος.
Μια διαδικασία μαζικού επαναπροσανατολισμού δεν μπορεί να γίνει χωρίς να κτυπηθούν διάφορα μοντέλα σκέψης που στηρίζουν την υπάρχουσα κατάσταση. Χρειάζεται να δούμε την πραγματικότητα με βαθύτερη ματιά και τις υποβαστάζουσες αντιλήψεις που την συγκροτούν.
Ο αποπροσανατολισμός υπερβαίνει ομάδες και συλλογικότητες. Ο υποκειμενισμός του μικρού κλειστού κύκλου, του μικρόκοσμου, δεν συνεισφέρει σε διεξόδους. Κάθε συλλογικότητα ας φροντίσει τουλάχιστον στο να μην αναπαράγει τον αποπροσανατολισμό του εαυτού της. Το συμπέρασμα είναι προφανές: Μόνο μια σοβαρή, αποτελεσματική αντιμετώπιση και επικέντρωση γύρω από το θέμα της λαϊκής διαθεσιμότητας, των όρων υποστροφής του καθολικού αποπροσανατολισμού της μπορεί να δημιουργήσει πραγματικούς όρους μιας άλλης πορείας. Απόρριψη κάθε αυταπάτης για γρήγορη έξοδο από την «μαύρη» κατάσταση, αυθορμήτως, αυτομάτως, μαγικά, μεσσιανικά ή ακόμα χειρότερα εκλογικά…
Η διέξοδος πρέπει να στηρίζεται στα υπαρκτά στοιχεία της λαϊκής διαθεσιμότητας, στην ανάγνωση του υποκειμένου στην αντιφατικότητα του, στην ψηλάφηση θετικών στοιχείων όπου υπάρχουν με όποια μορφή κι αν εκδηλώνονται. Η διέξοδος προϋποθέτει ότι θα εγκαταλείψουμε την εργαλειακή αντίληψη για το υποκείμενο και ότι θα δώσουμε την πρέπουσα έμφαση στις υποκειμενοποιητικές διεργασίες και ανάγκες.
*Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι εκδότης της εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς
Πηγή: e-dromos.gr