Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Αν όχι «ουστ», τι; Αν όχι «όλοι», ποιοι;


Με αφορμή την απεργία στις 17 Μάη


Πολλά δεδομένα περασμένων εποχών έχουν τροποποιηθεί. Για παράδειγμα, ο Έντσο Τραβέρσο (βλ. προηγούμενο φύλλο του Δρόμου) εκτιμά ότι «ένα από τα χαρακτηριστικά των νέων κινημάτων της Αριστεράς είναι ότι δεν πιστεύουν πλέον στα κόμματα, αλλά τα χρησιμοποιούν».
Κάπως ανάλογη ήταν τα τελευταία χρόνια και η συσχέτιση ανάμεσα στο «επίσημο» συνδικαλιστικό κίνημα και τις αναστατώσεις, τις αντιδράσεις, τις αγωνιστικές εκφράσεις της κοινωνίας. 

Όλοι θυμόμαστε την 5η Μάη του 2010. Τότε που ένα βουβό πλήθος πλημμύρισε την πλατεία Συντάγματος. Ήταν η απαρχή του σπουδαίου αντιμνημονιακού κινήματος που καθόρισε τις εξελίξεις στη χώρα μας μέχρι και το 2012. Η απεργία της ΓΣΕΕ αποτέλεσε τότε απλά την αφορμή ώστε χιλιάδες άνθρωποι να κατέβουν στους δρόμους. Τα επόμενα χρόνια, σημαντικές κινηματικές στιγμές συνδέθηκαν με ημερομηνίες γενικών απεργιών. Στην πραγματικότητα, κανένα τέτοιο μεγάλο γεγονός δεν τέθηκε ποτέ «υπό την αιγίδα» της ΓΣΕΕ ή της ΑΔΕΔΥ. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων διαδήλωναν δεν ένιωθαν και ιδιαίτερη συμπάθεια για τους γραφειοκράτες. 

Σήμερα δεν ζούμε στο 2010. Σε πολλά πεδία έχουν έρθει τα πάνω-κάτω. Πολλοί από τους «αγωνιστές συνδικαλιστές» αυτής της περιόδου βρίσκονται σήμερα σε κυβερνητικές θέσεις και υπερασπίζονται τα μνημόνια. Το ΠΑΜΕ θα συνεχίσει να διαφημίζει τη συνέπειά του, θα καλεί, θα ξανακαλεί, θα ματαξανακαλεί με το «σωστό πλαίσιο», θα βλέπει ως κοσμοπλημμύρες τις κομματικές του παρελάσεις. Άλλες καταστάσεις θα αρκούνται συνειδητά ή ασυναίσθητα στο «κατεβαίνουμε στο δρόμο», με πνεύμα ρουτίνας που δε βοηθά να προσεγγιστούν κάποιες από τις αιτίες της μειωμένης λαϊκής διαθεσιμότητας. Αλλά και σε επίπεδο εργασιακών χώρων, ελάχιστα δοκιμάζονται με διαφορετική οπτική και αντίληψη, κάτι ομολογουμένως δύσκολο. 

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το πολιτικό μήνυμα απεργιών όπως αυτή στις 17 Μάη, μοιάζει χρησιμότερο όταν επιστρέφει σε εμάς με τι μορφή του «τι λείπει, τι χρειάζεται, τι πρέπει να κάνουμε», παρά αποτελεί κίνδυνο, προειδοποίηση, ορόσημο ή έστω μια στιγμή καταγγελίας του καθεστώτος που κυβερνά σήμερα τη χώρα. Γιατί η οργή ούτε αναμένεται να εκφραστεί, ούτε είναι της ίδιας κοψιάς με παλιότερα. 

Ακόμα και μια κριτική που θα εστίαζε στις ξεχωριστές συγκεντρώσεις δεν λέει πια και πολλά. Περισσότερο αναδεικνύει την επίμονη καθυστέρηση ορισμένων -φανταστικών κυρίως- επιτελείων παρά αποτελεί από την ανάποδη πρόταση ενδυνάμωσης των αγώνων. 

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Μπορεί τα συνθήματα να μη λειτουργούν στο κενό, ούτε με αυτόματο τρόπο να «καλούν» και να προτρέπουν σε εγρήγορση. Είναι, όμως, αναγκαίο να στοχοποιηθεί η κυβέρνηση. Δεν μπορεί αυτό να ξεχνιέται, ενόψει και εν ονόματι είτε της επανάστασης, είτε των μέτρων, των επιμέρους πολιτικών στόχων, των ειδικών αιτημάτων του κάθε χώρου. 

Ενάντια σε κάθε σαθρό επιχείρημα τύπου «θα έρθει ο Κούλης», η υπαρκτή δυσαρέσκεια πρέπει να βρει τρόπους να απεγκλωβιστεί. Να ξεπεράσει τον αποπροσανατολισμό και τη σύγχυση. Να δει όλους τους κινδύνους και τις απειλές. Όχι μόνο την μνημονιακή καταιγίδα αλλά και τον εθνικό κίνδυνο από την Τουρκία. 

Ακόμα κι αν σήμερα ο αγώνας για διέξοδο δεν παίρνει τη μορφή του «ουστ!» και συνδέεται με συνολικότερες, εναλλακτικές, καθολικές απαντήσεις.

Πηγή: e-dromos.gr