Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Ζωή μετρημένη… σε ευρώ Λίλα Μήτσουρα

Κάποιες φορές πηγαίνει σε ακριβά μαγαζιά και δοκιμάζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να αγοράσει.
Ένα πανάκριβο καπέλο για παράδειγμα.

Τα βλέπει στην βιτρίνα όλα αραδιασμένα στη σειρά να της φωνάζουν.
Μπαίνει μέσα, διαλέγει αυτό που της γυάλισε πιο πολύ, ένα που είναι απίθανο να το φορούσε ποτέ.
Στέκεται στο καθρέπτη μπροστά και κάνει γκριμάτσες αλλάζοντας θέσεις στο καπέλο στο κεφάλι της.
Το βάζει και στραβά παίρνει και ύφος ανάλογο και voila! ελληνιστί Ορίστε! ιδού!
Της αρέσουν τα καπέλα…
Αλλά δεν φοράει ποτέ. Ντρέπεται.
Βγάζει το κινητό και αυτοφωτογραφίζεται.
Ρωτάει την τιμή, από περιέργεια ίσως, η ίσως μια κρυφή ελπίδα ότι μπορεί να το αγοράσει.
«50 ευρώ έχει αυτό, είναι χειροποίητο καλό πράμα» της λέει ο πωλητής, ένα νέο παιδί.
«Αυτό τι είναι; τι σχέδιο;»
«Καουμπόικο είναι»
«Θα ήθελα τα άλλα τα καπέλα… δεν θυμάμαι πώς τα λένε…» λέει.
«Τα πάναμα; έχω! αυτά έχουν 80 ευρώ και αν θες έχω και με 300»
«Αυτό θέλω «του απαντά «Με τα 300 κράτα μου τρία να ρθω να τα πάρω γιατί δεν κρατώ ψιλά πάνω μου»
Αστειεύεται με τον πωλητή που σκάει στα γέλια και προχωρά στις επόμενες βιτρίνες.
Σε ένα άλλο κατάστημα με ακριβά, πανωφόρια σταματά ξανά. «Πόσο έχει αυτή η πράσινη ζακέτα;» ρωτάει την πωλήτρια. «500 ευρώ» έρχεται η απάντηση και μένει εμβρόντητη.
Συνεχίζει να προχωρά κοιτάζοντας βιτρίνες, κοιτάζοντας και τον εαυτό της στη βιτρίνα. «Εντάξει δεν είμαι πολύ χάλια» σκέφτεται.
Τα μαλλιά της κοντά πιασμένα σε μία πρόχειρη αλογοουρά, κολάν απλό γκρι, αθλητικά παπούτσια και ένα πανωφόρι καφέ.Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα προσεγμένο, αλλά η έκφραση…
Η έκφραση είναι όμορφη, το βλέμμα καθάριο, φωτεινό, χαρούμενο, αισιόδοξο.
Στα καταστήματα με τα καλλυντικά δεν τολμά να μπει. Εκεί μπορεί να βρει κάτι φτηνό να ξεγελάσει τον εαυτό της, να φτιάξει λίγο το μέσα της αλλά τα χρήματα της είναι λίγα και για άλλα πράγματα.
Βλέπει καταστήματα με αφίσες που διαλαλούν το φτηνό εμπόρευμα τους. Μπαίνει μέσα. Αρχίζει να ψάχνει στα καλάθια και στις κρεμάστρες για ρούχα που ξέρει ότι χρειάζονται τα παιδιά της. Μια μπλούζα της κόρης, μία ζακέτα μοντέρνα νεανική, χτυπητή λίγο για τον γιο της, κάλτσες για τα αθλητικά τους παπούτσια, εσώρουχα…
Δεν μπορεί να πάρει πολλά, αλλά θέλει να είναι όμορφα να αρέσουν στα παιδιά της ]. Να μην νιώθουν μειονεκτικά.
Γεμίζει σακούλες με πραγματάκια για τα παιδια΄της. Είναι χαρούμενη, είναι πολλές οι σακούλες.
Οι δρόμοι που διαβαίνει μυρίζουν φαγητά όλων των ειδών. Φαλάφελ, σουβλάκια και πάλι σουβλάκια, κρέπες. Της ήρθε μια λιγούρα. Έφυγε βιαστικά το πρωί δεν πρόλαβε να φάει και τώρα πεινάει.
Μετράει τα ψιλά της στο πορτοφολάκι της. Μπροστά της ένας κουλουράς. «Πόσο κάνει το κουλούρι το μικρό;» Ρωτά, 50 λεπτά «έρχεται η απάντηση.» Και το μεγάλο το διπλό;» Ένα ευρώ «Σκέφτεται ότι θέλει ψιλά και για το εισιτήριο.» Μου δίνεται σας παρακαλώ ένα μικρό;»
Με το κουλούρι στο χέρι κατευθύνεται στο Μετρό.
Βρίσκει θέση και κάθεται, βολεύει και τις σακούλες στα πόδια της να μην ενοχλούν.
Ζητά συγνώμη από την διπλανή της και της πιάνει την κουβέντα.
«Πολλές σακούλες ε;» «Ψώνια πολλά πήρα, για τα παιδιά μου είναι, δεν πήρα τίποτα εγώ»
Σαν να νιώθει ενοχές, σαν να νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί στην άγνωστη δίπλα της. που της χαμογελά ευγενικά.
«Αχ οι μάνες πάντα μάνες θα είναι» συνεχίζει να λέει στην διπλανή της χαμογελώντας ευχαριστημένη για τα ψώνια της.
Βολεύεται, ξαναφτιάχνει τις σακούλες στα πόδια της να μην ενοχλούν κανέναν, να μην τις πατήσει κάποιος και βγάζει το κινητό της.
Πηγαίνει στην συλλογή φωτογραφιών και κοιτά την φωτό που έβγαλε με το καπέλο.
«Ωραίο καπέλο και μου πήγαινε αλλά άχρηστο βρε παιδί μου, που θα το έβαζα εγώ; Και θα μου έκαναν και καζούρα τα μικρά» μονολογεί…
Ένας μονόλογος καθημερινός η ζωή της, από αυτούς που μόνος σου ρωτάς, μόνος σου απαντάς και οι απαντήσεις είναι αυτές που η ψυχή σου θέλει να ακούσει.
Όπως όταν ήταν μικρή και φοβόταν το σκοτάδι και της είχαν πει να τραγουδά πάντα όταν φοβάται γιατί τρομάζουν οι σκιές και φεύγουν.
Ένα τραγούδι και ο μαμαδίστικος μονόλογος που ελευθερώνει το φως για να πολεμήσει το σκοτάδι του φόβου.
Το σκοτάδι που σου κρύβει τον ίδιο σου εαυτό και δεν τον βλέπεις, δεν τον ακούς.
Και μονολογείς για να θυμηθείς ότι υπάρχεις. «Άντε καλέ! τι να το έκανα εγώ το καπέλο; Τι του λείπει του ψωριάρη; φούντα με μαργαριτάρι, χαχαχαχα!!»