Την ίδια στιγμή, οι τιμές δεν αναμένεται να επιστρέψουν σε προ πληθωριστικών πιέσεων επίπεδα ακόμη και μετά το τέλος της κρίσης.
Τη συντριβή των λαϊκών εισοδημάτων περιγράφουν ακόμη φορείς όπως ο Γ.Γ. Καταναλωτή, που σημειώνουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα υποχωρήσουν και επιπρόσθετα οι τιμές πολύ δύσκολα θα επανέλθουν στα προ πληθωρισμού επίπεδα. Ταυτόχρονα, για μια ακόμη φορά, επιβεβαιώνεται ότι ο μισθός εξανεμίζεται σε ποσοστά που μπορεί να φτάσουν μέχρι και το 90% σε λογαριασμούς, μισθούς και ενοίκια.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Ναυτεμπορικής, ο γ.γ. Καταναλωτή, Σ. Αναγνωστόπουλος σημείωσε ότι οι τιμές δύσκολα θα επιστρέψουν σε προ πληθωριστικών πιέσεων επίπεδα και μετά το πέρας της πολύπλευρης κρίσης.
Ωστόσο, το κύμα ακρίβειας οδηγεί ήδη τα εγχώρια νοικοκυριά να ξοδεύουν 25% περισσότερα από το εισόδημά τους, προκειμένου να καλύψουν βασικές ανάγκες, γεγονός που «υποθηκεύει» την κατανάλωση για την επόμενη τριετία.
Αναλυτικότερα, ερωτηθείς σχετικά με τη δυνατότητα οι τιμές να επιστρέψουν σε προ κρίσης-πολέμου επίπεδα ο κ. Αναγνωστόπουλος ανέφερε: «Η οικονομική ιστορία έχει αποδείξει ότι οι τιμές δεν επιστρέφουν ποτέ στο επίπεδο από το οποίο ξεκίνησαν. Είναι σαφές αυτό. Αυτό ονομάζεται στην οικονομική επιστήμη ακαμψία των τιμών προς τα κάτω. Στην πραγματικότητα αυτό που θα συμβεί μερικώς όταν παρέλθει η ενεργειακή κρίση και εξομαλυνθεί η κατάσταση στην Ουκρανία, κάτι που δεν φαίνεται πολύ σύντομα, είναι ότι θα έχουμε μια εξομάλυνση των τιμών και ένα κομμάτι των ανατιμήσεων θα υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Δεν θα μπορέσουμε όμως ποτέ να φτάσουμε τα επίπεδα τιμών προ αυτής της κρίσης, το επίπεδο δηλαδή του Ιουνίου 2021, όταν και ξεκίνησε ο κύκλος πληθωριστικών πιέσεων εξαιτίας του ανοίγματος της αγοράς μετά την κρίση Covid 19».
Συντριβή του λαϊκού εισοδήματος
Πάντως, το «κόστος» της ακρίβειας είναι ήδη σημαντικό για τα εγχώρια νοικοκυριά, γεγονός που χαμηλώνει τις προσδοκίες για τη μελλοντική πορεία της κατανάλωσης. Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο καθηγητής Γεώργιος Δουκίδης, από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιστημονικός σύμβουλος του ΙΕΛΚΑ, το 70% των μηνιαίων εισοδημάτων των νοικοκυριών καλύπτει τις δαπάνες για λογαριασμούς, φόρους και ενοίκια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις νοικοκυριών στα οποία το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 90%. «Αυτό θα επηρεάσει το καταναλωτικό κλίμα τα επόμενα
2-3 χρόνια» τόνισε ο καθηγητής.
Συνεχίζοντας ο κ. Δουκίδης ανέφερε ότι ήδη «οι προσδοκίες αγορών για το επόμενο διάστημα είναι χαμηλές, καθώς το 81% των καταναλωτών θεωρεί ότι είναι κακή περίοδος για μεγάλες αγορές για το σπίτι και ένας στους δύο δηλώνει ότι θα μειώσει τα έξοδά του για καταναλωτικά είδη και θα αυξήσει τα έξοδα για λογαριασμούς.
Οι λογαριασμοί είναι το 1/3 της δαπάνης του νοικοκυριού. Η ελληνική οικογένεια κατά μέσο όρο ξοδεύει 25% περισσότερο από το εισόδημά της. Αυτό το 25% προέρχεται από την αποταμίευση, από κάρτες και δανεικά. Αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς καθορίζει πως θα εξελιχθεί η κατάσταση στην κατανάλωση την επόμενη τριετία και πενταετία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι καταναλωτές, εκτιμώντας ότι η ακρίβεια -πέρα από τα επιβαρυμένα κόστη λειτουργίας- είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπίας και του υψηλού ΦΠΑ, δείχνουν «κίτρινη κάρτα» στην αγορά και την κυβέρνηση.
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr