Το κεφάλαιο και οι φορείς του, μέσα στην ιστορική τους διαδρομή κινούμενοι από τις εσωτερικές τους αντιθέσεις οδηγούνται σε κρίσεις και για να ξεφύγουν, έστω προσωρινά απ’ αυτές, αλλάζουν ποιοτικά εντός της εκμεταλλευτικής τους συνέχειας.
Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο επέρχεται μια ποιοτική αλλαγή που αλλάζει ραγδαία τα δεδομένα της ταξικής πάλης. Στην αλλαγή αυτή καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο κευνσιανισμός, ο οποίος αλλάζει τον έως τότε χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Κέυνς, που κυρίως εφαρμόστηκε μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δύση, με την άνοδο του καταναλωτικού χαρακτήρα της κοινωνίας, το κράτος αναλάμβανε τον σχεδιασμό εξισορρόπησης των αντιθέσεων ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση, αλλά και ανάμεσα στην αναρχία της αγοράς και τις κοινωνικές ανάγκες, ανάμεσα στην αγορά και την κατανάλωση της εργασίας κ.λπ.
Έτσι αλλάζει ο ρόλος του καπιταλιστικού κράτους. Το κράτος γίνεται ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής, εργοδότης μισθωτής εργασίαςοργανώνει υλλογικά την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας μέσω της ρύθμισης των μισθών, των τιμών, των φόρων, της παραγωγής, κ.α.
Συμμετέχει με άμεσο τρόπο στην παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας και έτσι εκτός από όργανο πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης αποχτάει και σημαντικό μέρος της οικονομικής εξουσίας.
Νέα μερίδα της αστικής τάξης αναδύεται μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Αναδεικνύεται επομένως στο προσκήνιο, μια νέα μερίδα του κεφαλαίου, το κρατικό κεφάλαιο. Φορέας του κρατικού κεφαλαίου είναι μια νέα μερίδα ης αστικής τάξης, που δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της προσωποποιημένης αστικής τάξης, με τα εξής χαρακτηριστικά:
Πρώτο: τα μέλη της συμμετέχουν στην οργάνωση της παραγωγής και στην ιδιοποίηση της υπεραξίας ως στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Άρα έχουν κρατικό χαρακτήρα.
Δεύτερο: τα μέλη της δεν κατέχουν μέσα παραγωγής ως άτομα – ιδιοκτήτες, αλλά αποκλειστικά ως στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Δηλαδή ασκούν την κατοχή και τον έλεγχο των κρατικών μέσων παραγωγής συλλογικά ως μέλη μιας συλλογικότητας αυστηρά ιεραρχημένης και ως κάτοχοι μιας συγκεκριμένης, ανώτερης και διευθυντικής θέσης του κρατικού μηχανισμού. Άρα έχουν συλλογικό χαρακτήρα.
Τρίτο: Ο συλλογικός της χαρακτήρας έχει ως αποτέλεσμα την αποπροσωποποίηση των μελών της. Ο γραφειοκρατικός κρατικός μηχανισμός διαφοροποιεί το πρόσωπο από τη θέση που κατέχει. Οι αρμοδιότητες προσδιορίζονται από συγκεκριμένους τυπικούς και απρόσωπους κανόνες που αντιστοιχούν στην κάθε θέση και δεν εξαρτώνται από την προσωπικότητα, τη θέληση ή το χαρακτήρα του εκάστοτε υπαλλήλου.
Από τις ιδιομορφίες του κρατικού, γραφειοκρατικού, συλλογικού και απρόσωπου χαρακτήρα της έρχεται ως συνεπαγόμενο και το τέταρτο χαρακτηριστικό της: η ανευθυνότητα. Σ’ αυτό το πολύπλοκο σύστημα είναι όλοι ανεύθυνοι και όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτό κάνεις δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος.
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, μαρξιστές επιστήμονες της προσδίδουν την ονομασία: Συλλογική γραφειοκρατική κρατική αστική τάξη.
Σ’ αυτήν ανήκουν όσοι συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων για την οργάνωση της παραγωγής και την οικονομική διαχείριση. Με δυο λόγια όσοι ανήκουν στην ανώτατη και ανώτερη ιεραρχία του κράτους και των κρατικών επιχειρήσεων.
Οι εργαζόμενοι στα υπουργεία, στο δημόσιο, στις κρατικές υπηρεσίες που εργάζονται στην μεσαία βαθμίδα της εσωτερικής ιεραρχίας του κρατικού μηχανισμού ανήκουν στα νέα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα.
Οι υπάλληλοι που εργάζονται με μισθωτή σχέση και δεν διευθύνουν αλλά εκτελούν, είτε εργάζονται π.χ. στα ορυχεία της ΔΕΗ, είτε στα γκισέ της ΕΥΔΑΠ, ανήκουν στην εργατική τάξη.
Τα μέλη της συλλογικής γραφειοκρατικής κρατικής αστικής τάξης δεν έχουν σαφή αντίληψη της ταξικής τους θέσης. Δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως φορείς του κεφαλαίου.
Δεν κατανοούν δηλαδή ότι μέσω της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής συμμετέχουν στον έλεγχο της μισθωτής εργασίας και ιδιοποιούνται μέρος των κερδών που προκύπτουν από την αναδιανομή της συνολικής υπεραξίας που έχει παραχθεί.
Ωστόσο δεν στερούνται κάθε είδους ταξικής συνείδησης, την οποία αντιλαμβάνονται μέσα από την αίσθηση μιας κοινής ταυτότητας που τους ξεχωρίζει από τους άλλους.
Σ’ αυτό συμβάλλει και η κοινή κοινωνική καταγωγή τους που κατά κανόνα προέρχεται από την «αφρόκρεμα» της κοινωνίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αυθεντία και η ανωτερότητα που αισθάνονται απέναντι στους άλλους επιβεβαιώνεται μέσα από την «υπηρεσιακή γλώσσα». Μια γλώσσα που χρησιμοποιούν στα κείμενα των νόμων που συντάσσουν τα οποία βασίζονται στο νομικισμό και σε ορολογίες που τα καθιστούν από δυσνόητα έως ακατανόητα για το μέσο κοινό νου.
Με αποτέλεσμα, από τη μια να προκαλούν στον λαό αισθήματα αμηχανίας, σύγχυσης, μειονεξίας και ανημποριάς και από την άλλη να δίνουν την εντύπωση περί σπουδαίων ιδεών και «σπάνιων» γνώσεων.
Η ιδεολογία της κρατικής αστικής τάξης
Η συλλογική γραφειοκρατική κρατική αστική τάξη έχει αναπτύξει και τη δική της ιδεολογία με κυρίαρχα τα εξής στοιχεία:
Πρώτο, τη φανατική υποστήριξη του κρατικού παρεμβατισμού και τη δικαιολόγηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας, της δράσης και γιγάντωσης των κατασταλτικών μηχανισμών του,
δεύτερο, την σχεδόν δουλική στάση τους απέναντι στον εκτελεστικό βραχίονα του κράτους, τις κυβερνήσεις του,
τρίτο την αναγνώριση της αυθεντίας των τεχνοκρατών -γραφειοκρατών που θεωρούνται οι καταλληλότεροι για τη διαχείριση των κοινών και
τέταρτο, μια ρητορική, που κατά περίπτωση, μαζί με την υποστήριξη του «κοινωνικού κράτους», εμπεριέχει εντονότερα ή ασθενέστερα στοιχεία λαϊκισμού για να παρασύρουν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στην ιδεολογία τους.
Η εμφάνιση της νέας μερίδας της αστικής τάξης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφερε σημαντικές αλλαγές και στη διανομή της υπεραξίας.
Το μοίρασμα της συνολικής υπεραξίας υπέρ του κρατικού κεφαλαίου δεν γίνεται μέσω της αγοράς, αλλά με νόμους και κρατικά διατάγματα.
Γίνεται μέσω της φορολογίας, του εσωτερικού και εξωτερικού δανεισμού, των επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων κλπ. Το κρατικό κεφάλαιο ιδιοποιείται υπεραξία που παράχθηκε τόσο από τις κρατικές όσο και από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Το κρατικό και το ιδιωτικό κεφάλαιο και οι φορείς τους, δηλ. η συλλογική γραφειοκρατική κρατική αστική τάξη και η προσωποποιημένη αστική τάξη αντίστοιχα, «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε». Βρίσκονται σε έναν διαρκή εμφύλιο πόλεμο και την ίδια στιγμή συνεργάζονται για να μπορέσουν να αναπαραχθούν.
Έχουν ένα σημαντικό κοινό στοιχείο σε ότι αφορά τις σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Το στοιχείο αυτό είναι ότι: τόσο με την ατομική όσο και με την κρατική ιδιοκτησία ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας παραμένει ιδιωτικός, δηλαδή εκμεταλλευτικός. Επιπλέον κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ιδιοτέλεια.
Έχουν όμως και ένα διαφορετικό και εξίσου σημαντικό στοιχείο που αφορά την πηγή και το μέγεθος των απολαβών τους.
Η πηγή και το μέγεθος των αποδοχών κάθε μέλους της συλλογικής γραφειοκρατικής κρατικής αστικής τάξης εξαρτάται από τη θέση που κατέχει στον κρατικό μηχανισμό.
Ενώ η πηγή και το μέγεθος των απολαβών του προσωποποιημένου κεφαλαιοκράτη εξαρτάται από το μέγεθος της ατομικής του ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό έχουν και διαφορετικό ψυχισμό.
Στον ψυχισμό του κρατικού και απρόσωπου κεφαλαιοκράτη κυριαρχεί το κίνητρο της εξουσίας. Στον ψυχισμό του προσωποποιημένου κεφαλαιοκράτη κυριαρχεί το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους.
Ενστάσεις, αντιρρήσεις και ερωτήματα
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν ενστάσεις, αντιρρήσεις και ερωτήματα στην άποψη περί ύπαρξης κρατικού απρόσωπου συλλογικού κεφαλαίου και του φορέα του, της κρατικής αστικής τάξης.
Οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις μπορούν να συμπυκνωθούν στο εξής βασικό ερώτημα:
Πως γίνεται οι κρατικές επιχειρήσεις να είναι καπιταλιστικές αφού τα κέρδη τους δεν πηγαίνουν για τον πλουτισμό συγκεκριμένων ατόμων; Ή διατυπωμένο σε ποιο γενική μορφή: «μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς προσωποποιημένους καπιταλιστές ή κεφάλαιο χωρίς επιχειρηματικό κέρδος;»
Που πάει ο Μαρξ που είχε πει πως ο κεφαλαιοκράτης πάντα είχε σημασία «σαν προσωποποιημένο κεφάλαιο”;
Πράγματι ο Μάρξ είχε πει ότι ο κεφαλαιοκράτης έχει σημασία «μόνο σαν προσωποποίηση του κεφαλαίου». Όμως ο καπιταλισμός στην εξέλιξή του ξεπερνάει τον προσωποποιημένο κεφαλαιοκράτη.
Και όπως έλεγε ο Ένγκελς το 1878 «ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εκτοπίζει αρχικά τους εργάτες και στη συνέχεια και τους κεφαλαιοκράτες από την παραγωγή και τους κατατάσσει στον πλεονάζοντα πληθυσμό.….και συνέχιζε λέγοντας:
«Ούτε η αλλαγή σε ανώνυμες εταιρείες, ούτε η αλλαγή σε κρατική ιδιοκτησία δεν απαλλάσσει τις παραγωγικές δυνάμεις από την ιδιότητα του κεφαλαίου….Το σύγχρονο κράτος όποια μορφή κι αν έχει, στην ουσία είναι καπιταλιστική μηχανή, είναι κράτος των καπιταλιστών, του επινοημένου συνολικού καπιταλιστή. Όσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις περνάνε στην ιδιοκτησία του κράτους, τόσο περισσότερο αυτό γίνεται ο συνολικός καπιταλιστής, τόσο περισσοτέρους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθωτοί προλετάριοι. Η κεφαλαιοκρατική σχέση δεν καταργείται, αντίθετα γίνεται ακόμα περισσότερο απειλητική».
Επομένως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι: Oι προσωποποιημένοι κεφαλαιοκράτες όχι μόνο δεν είναι η μια, μοναδική και αναλλοίωτη μορφή των αστών, αλλά κι ότι η αστική τάξη «νομοτελειακά» αλλάζει μορφές έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Επίσης η κρατική παρέμβαση στην παραγωγή και στο σύνολο της οικονομίας γέννησε ερωτήματα όπως: Μήπως οι κρατικές επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύματα προς πώληση είναι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ενώ όσες παράγουν υπηρεσίες και αγαθά τα οποία δεν πωλούνται στην αγορά (όπως τα σχολεία και τα νοσοκομεία) δεν αποτελούν καπιταλιστικές επιχειρήσεις γιατί παράγουν αξίες χρήσης και όχι ανταλλακτικές αξίες;
Πράγματι, υπάρχουν κρατικά ιδρύματα στα οποία δεν παράγεται υπεραξία, όπως τα σχολεία και τα νοσοκομεία, όμως αυτά τα ιδρύματα ιδιοποιούνται υπεραξία, μέσω της κρατικής χρηματοδότησης, που προέρχεται από τη φορολογία που αποτελεί τμήμα της υπεραξίας που παράγει η εργατική τάξη.
Γι’ αυτό το λόγο είναι καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Έτσι αυγατίζει το κεφάλαιό τους. Ο καπιταλιστικός τους χαρακτήρας δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ιδιοποιούνται υπεραξία που παράχθηκε κάτω από τη διεύθυνση άλλου κεφαλαίου οποιασδήποτε μορφής, είτε κρατικής, είτε ιδιωτικής.
Επιπλέον, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι υπηρεσίες που παράγουν οι κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι ουσιαστικά δωρεάν. Καμιά κρατική παροχή δεν είναι ουσιαστικά δωρεάν αφού όλες οι κρατικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού προέρχονται από τη φορολογία που, όπως ειπώθηκε παραπάνω, αποτελεί μέρος της υπεραξίας.
Κι ακόμα, οι υπηρεσίες τους όχι μόνο δεν είναι ουσιαστικά δωρεάν, αλλά ούτε κι αυτές οι ίδιες οι κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι ουσιαστικά δημόσιες, δημόσιες με την πλήρη έννοια, γιατί δημόσιο επί της ουσίας γίνεται ένα πράγμα όχι όταν κρατικοποιείται, αλλά μόνο όταν κοινωνικοποιείται. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στην πορεία προς τον κομμουνισμό.
Η ταύτιση κοινωνικοποίησης και κρατικοποίησης συσκοτίζει την κομμουνιστική προοπτική
Οι απολογητές της συλλογικής γραφειοκρατικής κρατικής αστικής τάξης ταυτίζουν την κοινωνικοποίηση με την κρατικοποίηση και θεωρούν ως μοναδική και ουσιαστική πλευρά της, την αλλαγή της νομικής μορφής ιδιοκτησίας (από ατομική σε κρατική) συσκοτίζοντας και συκοφαντώντας τις απελευθερωτικές ιδέες και τα ιδανικά του κομμουνισμού.
Ακόμα και στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας η κρατικοποίηση δεν πρέπει να συγχέεται με την κοινωνικοποίηση.
Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής σε συνθήκες εργατικής εξουσίας διαταράσσει και κλονίζει τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά των σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά δεν καταργεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή από μόνη της, συνθήκη για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την εργατική αυτοδιεύθνση στην παραγωγή, η οποία αποτελεί ανώτερο άλμα σε σχέση με την εργατική κρατική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο. Η εργατική αυτοδιεύθυνση δεν καταργεί τον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής.
Όμως καταργεί το διευθυντικό δικαίωμα, πλήττει καίρια την αστική κοινωνική ιεραρχία, τον αντιδραστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το νόμο της αξίας, πλήττει την εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και προωθεί την εργασία με εσωτερικό κίνητρο (εθελοντική) που αποτελούν θεμελιώδη και ουσιώδη στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων.
Η εργατική αυτοδιεύθυνση και η προώθηση της κοινωνικοποίησης συνδέονται άμεσα με τον πανκοινωνικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης και τους αντίστοιχους θεσμούς του εργατικού κράτους.
Ο πανκοινωνικός κεντρικός σχεδιασμός αποτρέπει τον κατακερματισμό και επιβάλλει τη συνεργασία της κάθε ξεχωριστής επιχείρησης, της καθεμιάς εργατικής αυτοδιεύθυνσης σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, σε όφελος του γενικού κοινωνικού συμφέροντος.
Χωρίς τον κεντρικό, αρχικά κρατικό και μετέπειτα πανκοινωνικό σχεδιασμό, η εργατική αυτοδιεύθυνση εκφυλίζεται σε συλλογική μεν, αλλά τελικά ιδιωτική «εργατική ιδιοκτησία», ανταγωνιζόμενων επιχειρήσεων, διατηρώντας τον καπιταλιστικά κλονισμένο, αλλά τελικά εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής.
Μ’ αυτά τα ουσιαστικά κριτήρια, οι χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού όχι μόνο δεν έφτασαν στο σοσιαλισμό -κομμουνισμό, αλλά ούτε καν στην εργατική δημοκρατία, δηλαδή, στη δικτατορία του προλεταριάτου, με την πλήρη ουσιαστική και καθοριστική της πλευρά: την κοινωνικοοικονομική.
Επιπλέον, όπως η αστική τάξη, έτσι και το καπιταλιστικό κέρδος, δεν εμφανίζεται μόνο με μια συγκεκριμένη μορφή (π.χ. με τα επιχειρηματικά κέρδη που δίνονται με τη μορφή μερισμάτων). Η κρατική μορφή ιδιοκτησίας και οι μηχανισμοί ιδιοποίησης της υπεραξίας (άμεση και έμμεση φορολογία, εσωτερικός και εξωτερικός δανεισμός, επιχορηγήσεις κ.α.) προσδίδουν νέες μορφές στο καπιταλιστικό κέρδος.
Επομένως, η αμοιβή με τη μορφή μισθού, τα δωρεάν αυτοκίνητα και σπίτια, και γενικά τα προνόμια των ανώτατων και ανωτέρων κρατικών στελεχών είναι μέρος της υπεραξίας και αποτελούν μορφές καπιταλιστικού κέρδους.
Το ίδιο ισχύει, με άλλους όρους, για τα ανώτατα και ανώτερα διευθυντικά στελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων (ανώτατοι και ανώτεροι μάνατζερς) που δεν είναι ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων, αλλά μετέχουν στον στρατηγικό σχεδιασμό τους.
Αναγκαίες διαπιστώσεις και συμπεράσματα
Η κρατική παρέμβαση μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μετατρέπει το κράτος από πλασματικό σε πραγματικό καπιταλιστή.
Μετατρέπει την κρατική γραφειοκρατία από μια κοινωνική κατηγορία που στερείται οικονομικής και πολιτικής εξουσίας σε νέα μερίδα της αστικής τάξης.
Η συλλογική γραφειοκρατική κρατική αστική τάξη ηγεμονεύει εντός της αστικής τάξης την περίοδο 1945-1975.
Η κρίση του 1973 γεννά το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Το νέο στάδιο αποκτά την πρώτη, αρχική και εξελισσόμενη μορφή του στο τέλος της δεκαετίας του ’80, αρχές δεκαετίας ’90.
Το κρατικό κεφάλαιο και η κρατική αστική τάξη υποχωρούν σταδιακά, ενώ το ιδιωτικό κεφάλαιο και η προσωποποιημένη αστική τάξη αποκτούν την ταξική ηγεμονία διαμορφώνοντας μια νέα ισορροπία μεταξύ κρατικού και ιδιωτικού κεφαλαίου.
Η αστική κριτική στην κρατική συλλογική γραφειοκρατική αστική τάξη γίνεται από την «αντικρατική» σκοπιά της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, της ιδιωτικοποίησης του κρατικοποιημένου τομέα, ενώ η εργατική κριτική εναντίον της (οφείλει να) γίνεται από την «αντικρατική» σκοπιά της κατάργησης της ιδιοκτησίας συνολικά, ξεκινώντας από την μεγάλη ιδιοκτησία των μονοπωλιακών ομίλων, γίνεται από τη σκοπιά της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, μεταφοράς και πληροφορίας.
Με τα μάτια στραμμένα στο παρόν και στο μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος, κοιτώντας κριτικά και αυτοκριτικά το παρελθόν του (και το παρελθόν μας), πρέπει να επισημάνουμε ότι κάθε προσπάθεια που θέλει να συμβάλλει στο αναγκαίο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα του 21 αι. από τη σκοπιά των μελλούμενων εργατικών επαναστάσεων, οφείλει να μελετήσει και αυτές τις αλλαγές.
Πηγές
Μελίνα Σεραφετινίδου: Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας (εκδ.Gutenberg) τόμος Ι (2003), τόμος ΙΙ (2012).
Νίκος Ψυρούκης : Καπιταλισμός από τη γενική κρίση στη σήψη (εκδ. Αιγαίον-Κουκίδα ) (2001)
ΠΗΓΗ: kommon.gr