Και που λες παιδί μου, το ’42 που ήμαν 10 χρόνω παιδάκι, έπεσε μεγάλη πείνα στην Ικαρία.
Τις βάρκες τις είχαν πάρει όλες, ο κόσμος δεν είχε τι να φάει. Πολλοί πέθαναν και πιο πολύ πεθαίναν τα παιδιά.
Την βάρκα όπου φύγαμε, την είχε φτιάξει ο μαραγκός μέσα στο σπίτι του. Ήτανε το σπίτι κοντά στο γυαλό και την ερίξανε μέσα το βράδυ. Πρώτος έφυγεν αυτός με την οικογένεια του, έπειτα εμείς.
Ήμασταν επτά η δική μας οικογένεια, άλλοι δύο και δύο οι καπετάνιοι, σύνολο 11. Η βάρκα ήτανε πολύ μικρή, καθόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο. Ήτανε και φρέσκια και έβαζε νερά. Όλο το βράδυ και την άλλη μέρα, ο μεγάλος μου αδερφός έβγαζε τα νερά. Άμα βουλιάζαμε τα δύο τα πιο μικρά δεν ήξεραν καθόλου κολύμπι αλλά και μεις που ξέραμε τι θα κάμαμε μέσα στο πέλαγο; θα πνιγόμασταν.
Μέχρι την άλλη μέρα το βράδυ, εφτάσαμεν στον Τσεσμέ. Μας έβαλανε σε μια μεγάλη αποθήκη μαζί με άλλους εκατό. Ερχόντουσαν συνέχεια κόσμος, συγγενείς μας και γείτονες από Ικαρία, όλοι με ίδιες βάρκες που τις άδειαζαν με τους κουβάδες. Ερχότανε και άλλος κόσμος από την Χίο και από αλλού.
Στον Τσεσμέ εμείναμε 8 μήνες. Ανεβαίναμε σε ένα ύψωμα, κοιτάζαμε προς τα εδώ και μας φαινότανε ότι βλέπαμε την Ικαρία. Από εκεί μας επήραν και μας πήγαν στο Χαλέπι στη Συρία.
Μείναμε και κει λίγους μήνες και μας ξαναπήραν και περάσαμε την Παλαιστίνη. Τι ωραίος τόπος, δεν είχα ξαναδεί πιο όμορφο. Γεμάτος λεμονιές και πορτοκαλιές, ταξιδεύαμε και παντού γύρω μας ήταν κίτρινα και πορτοκαλί.
Μετά φτάσαμε στο Σουέζ και σε ένα μέρος που το λέγανε τα λουτρά του Μωυσέως. Μείναμε και κει λίγο, μέχρι να περάσουμε και από κει μας επήγαν στην Αιθιοπία και κάτσαμε στην Αντίς Αμπέμπα. Μείναμε σε κάτι τριώροφες πολυκατοικίες, τις είχαν φτιάξει οι Άγγλοι. Εκεί μείναμε ως το 46. Άλλοι δουλεύανε κιόλας, όσοι έβρισκαν δουλειά.
Απ’όλο το Αιγαίο ήρθανε άνθρωποι και τους σκορπίσανε στην Αφρική. Η μία μου θεία με τα ξαδέρφια μου πήγανε στη λίμνη Τανγκανίκα και έμεναν σε αχυρένιες καλύβες, άλλοι μείνανε στο Τζιμπουτί και σε άλλα μέρη.
Το ’46 γυρίσαμε πίσω στο νησί μας. Πολλοί δε γύρισαν ποτέ, πολλοί πήγαν στην Αθήνα, αδειάσανε τα χωριά. Φτώχεια. Και μετά ξεκίνησαν να στέλνουν εξόριστους εδώ. Και ανοίξανε τα σπίτια να τους δεχτούμε και κείνοι οργανώνανε φούρνους να ψήνουμε ψωμιά για όλους και μοίραζαν τα τρόφιμα που τους στέλνανε και κάναμε συσσίτιο και φτιάχναν δρόμους για το νησί.
Και τώρα βλέπεις να κάνουνε τους πλούσιους. Να ‘ρχεται ο κόσμος από κει που ήμασταν εμείς και να τους επνίγουνε στη θάλασσα. Και να τους βρίζουνε κιόλας.
Πότες προλάβαμε και ξεχάσαμε βρε παιδί μου.
Τι να σου πω κυρία Δήμητρα. Πότες;
(Δέσποινα Σπανούδη)
ΠΗΓΗ: facebook.com/story.