Του Άρη Χατζηστεφάνου | Εφημερίδα των Συντακτών
Η απόφαση της Ντίσνεϊ να παρουσιάσει μια νέα εκδοχή του έργου «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι» προκάλεσε λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές αντιδράσεις σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα – από την anti-woke άκρα Δεξιά μέχρι τη φιλοπαλαιστινιακή Αριστερά. Τα πράγματα βέβαια θα ήταν πολύ χειρότερα αν οι επικριτές είχαν ασχοληθεί και με την πραγματική ιστορία των δημιουργών του παραμυθιού, των αδελφών Γκριμ.
Tα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η συμμαχική διοίκηση της κατεχόμενης Γερμανίας έλαβε μια περίεργη απόφαση: απαγόρευσε όλα τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Τα προηγούμενα χρόνια ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς είχαν μετατρέψει τις συγκεκριμένες ιστορίες σε ένα από τα πολλά εργαλεία τους για την προώθηση του αντισημιτισμού και την τόνωση του εθνικού φρονήματος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο ίδιος ο φίρερ δήλωνε λάτρης της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι», που είχε παρουσιάσει ο (επίσης κατηγορούμενος για αντισημιτισμό) Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Τα παθήματα του παρελθόντος όμως δεν έγιναν μάθημα για την εταιρεία του Ντίσνεϊ, η οποία αναμένεται να παρουσιάσει το 2025 το ριμέικ της ταινίας με πραγματικούς ηθοποιούς. Η πρώτη κριτική ξεκίνησε από την αμερικανική άκρα Δεξιά που κατήγγειλε ότι η Λατίνα πρωταγωνίστρια, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, δεν είναι και τόσο… Χιονάτη στο χρώμα του δέρματος και πως η ταινία προωθεί τη woke ατζέντα! Ένα τμήμα της φιλελεύθερης κριτικής εστίασε στο γεγονός ότι έξι από τους επτά ηθοποιούς που υποδύονται τους νάνους δεν είναι στην πραγματικότητα νάνοι και πως η ταινία αναπαράγει σεξιστικά στερεότυπα.
Ίσως η πιο σοβαρή καταγγελία πάντως ήρθε από οργανώσεις όπως το BDS, για το μποϊκοτάζ του κράτους του Ισραήλ, που κατήγγειλε τη συμμετοχή στην ταινία της Ισραηλινής ηθοποιού Γκαλ Γκαντότ στον ρόλο της κακιάς βασίλισσας. Η Γκαντότ, εκτός από τη συνεχή στήριξη των επιχειρήσεων του ισραηλινού στρατού εναντίον των Παλαιστινίων, είχε αναλάβει αρχικά να προωθεί προπαγανδιστικό βίντεο το οποίο ισραηλινές πρεσβείες σε όλο τον κόσμο πρόβαλλαν σε επιλεγμένους διπλωμάτες και δημοσιογράφους για να δικαιολογήσουν τη γενοκτονία στη Γάζα.
Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι αν το αρχικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ έχει οποιαδήποτε σχέση με τον θόρυβο που ακολουθεί τη νέα ταινία της Ντίσνεϊ, πριν ακόμη προβληθεί.
Ομολογουμένως τα στοιχεία του αντισημιτισμού και του σεξισμού είναι περισσότερο από εμφανή στο έργο των δύο παραμυθάδων, όπως και οι κατηγορίες για υπέρμετρη βία σε πολλές από τις ιστορίες. Σε άγνωστα σήμερα παραμύθια τους, όπως «Το κορίτσι που σκότωσαν οι Εβραίοι», οι αδελφοί Γκριμ αναπαράγουν όλα τα αντισημιτικά στερεότυπα για τους «αιμοδιψείς Εβραίους». Οι γυναίκες παίζουν συνήθως τους ρόλους των κακών στα περισσότερα παραμύθια, ενώ η βία ξεπερνά τα όρια και του πιο διεστραμμένου σεναριογράφου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρωτότυπο παραμύθι της Χιονάτης, η βασίλισσα που είναι βιολογική μητέρα της πρωταγωνίστριας ζητά να δολοφονήσουν την κόρη της και να φέρουν τα πνευμόνια και το συκώτι της για να τα φάει! Όσο για την ιστορία με τον πρίγκιπα-βάτραχο, η πριγκίπισσα δεν τον φυλάει. Τον πετάει με δύναμη στον τοίχο.
Με εξαίρεση βέβαια τον ασυγχώρητο αντισημιτισμό αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η κριτική στους αδελφούς Γκριμ θα είναι άδικη εάν δεν λάβει υπόψη το ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους. Κατ’ αρχάς τα δύο αδέλφια δεν ήταν δημιουργοί αλλά συλλέκτες μεσαιωνικών παραμυθιών τα οποία συχνά τροποποιούσαν για να αφαιρέσουν τα πιο ακραία στοιχεία τους. Επίσης οι ιστορίες τους αρχικά δεν απευθύνονταν σε παιδιά, γεγονός που δικαιολογεί τα βίαια στοιχεία.
Οι Γκριμ βέβαια δεν έμειναν αμέτοχοι θεατές της ιστορίας. Από πολύ μικρή ηλικία βρέθηκαν στη θέση του νεόπτωχου καθώς ο θάνατος του πατέρα τους βύθισε την πολυμελή οικογένεια στην απόλυτη ανέχεια. Το μίσος τους για τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, που τους αντιμετώπιζαν σαν παρίες, διαπερνά αρκετές από τις ιστορίες που επέλεξαν να παρουσιάσουν, στις οποίες οι κακοί ηγεμόνες και η αριστοκρατία κυνηγά τους φτωχούς πολίτες. Δεν έχουν λείψει μάλιστα ακόμη και μαρξιστικές ερμηνείες του έργου των Γκριμ που εντοπίζουν στα παραμύθια τους στοιχεία από την πάλη των τάξεων και μια κριτική για την εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος.
Ως φιλελεύθερα πνεύματα τα δύο αδέλφια διώχθηκαν καθώς διαμαρτυρήθηκαν για την απόφαση του βασιλιά Αυγούστου Α’ να καταργήσει το Σύνταγμα του βασιλείου του Ανόβερου. Επίσης ο εθνικισμός των Γκριμ δεν μπορεί να γίνει κατανοητός με τα σημερινά δεδομένα. Πρέπει να φιλτραριστεί από το ρεύμα του ρομαντισμού που επηρέασε βαθιά το έργο τους και το οποίο εξιδανίκευε το μεσαιωνικό παρελθόν – και στην περίπτωσή τους, προωθούσε την ιδέα της ενοποίησης της Γερμανίας.
Με τόσες επιρροές στο έργο τους ήταν σχεδόν βέβαιο ότι κάθε χώρα και κάθε κοινωνία επέλεγαν να αναπαράγουν εκείνα τα στοιχεία που εξέφραζαν το κυρίαρχο αφήγημα κάθε εποχής. Ο Χίτλερ, λόγου χάρη, εντόπισε και προώθησε ιστορίες με αντισημιτικά στοιχεία. Στις ΗΠΑ, ο Ντίσνεϊ έχτισε μεγάλο κομμάτι της αυτοκρατορίας του διαλέγοντας παραμύθια που εξέφραζαν την απλουστευτική μάχη του καλού απέναντι στο απόλυτο κακό αλλά και τη δυνατότητα φτωχών, πλην τίμιων, λευκών και όμορφων κοριτσιών να ανέλθουν κοινωνικά χάρη στη στήριξη ενός ισχυρού άντρα (το πρότυπο της Σταχτοπούτας που θα αναπαραχθεί σε ταινίες όπως το Pretty Woman με τον Ρίτσαρντ Γκιρ σε ρόλο χρηματιστή-πρίγκιπα).
Όταν λοιπόν μια εταιρεία όπως η Ντίσνεϊ αποφασίζει να αναπαραστήσει ιστορίες που γράφτηκαν για άλλες εποχές και ακροατήρια και μάλιστα το κάνει εν μέσω ενός αδυσώπητου πολιτισμικού πολέμου στο εσωτερικό των ΗΠΑ, είναι δεδομένο ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις.
Θα μπορούσαμε βέβαια να την ευχαριστήσουμε για το γεγονός ότι, χωρίς να το καταλάβει, έδωσε στην Γκαλ Γκαντότ τον ρόλο της κακιάς βασίλισσας. Ίσως όμως ένα μποϊκοτάζ να είναι πιο αποδοτικό στην παρούσα φάση.
ΠΗΓΗ: info-war.gr