Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Η πολη σαν συλλογικό δικαίωμα


abstract-art-landscape-city-cityscape-textured-painting-city-nights-ii-by-madart-megan-duncansonΖούμε σε μια εποχή όπου τα ιδανικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγιναν κεντρικά τόσο πολιτικά όσο και ηθικά. Πολλή από την ενέργεια της πολιτικής καταναλώνεται στην προώθηση, την υπεράσπιση και τη διασαφήνιση της σημασίας τους για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου.

Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι ιδέες που κυκλοφορούν είναι ατομικίστικες, βασίζονται στην ιδιοκτησία και, ως τέτοιες, δεν αμφισβητούν τις ηγεμονικές φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες αγοραίες λογικές και τις νεοφιλελεύθερες μορφές νομιμότητας και κρατικής δράσης.

Cool-Boy-With-Bicycle-City-Digital-ArtΖούμε σε ένα κόσμο, τελικά, που τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους υπερισχύουν κάθε άλλης έννοιας δικαιώματος που κάποιος μπορεί να σκεφτεί.
Όμως, υπάρχουν περιπτώσεις που το ιδανικό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παίρνει μια συλλογική τροπή, όπως τότε που τα δικαιώματα της εργασίας, των γυναικών, των gay και των μειονοτήτων ήρθαν στο προσκήνιο (μια κληρονομιά του μακρόβιου εργατικού κινήματος και του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων των 60ς στις Ηνωμένες Πολιτείες το οποίο ήταν συλλογικό και είχε παγκόσμιο αντίκτυπο).
Αυτοί οι αγώνες για συλλογικά δικαιώματα είχαν αποκομίσει κάποια αποτελέσματα, σε ορισμένες περιπτώσεις, (όπως το ότι μια γυναίκα και ένας μαύρος έγιναν πραγματικοί υποψήφιοι για την Προεδρεία των ΗΠΑ).

Εδώ, θέλω να εξερευνήσω ένα άλλο είδος συλλογικού δικαιώματος, το δικαίωμα στην πόλη.
Αυτό έχει σημασία επειδή υπάρχει μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ιδέες του Henri Lefebvre για το θέμα, όπως αυτές διατυπώθηκαν σε σχέση με το κίνημα του ’68 στη Γαλλία, και την ίδια ώρα υπάρχουν διάφορα κοινωνικά κινήματα ανά τον κόσμο που απαιτούν τώρα το δικαίωμα στην πόλη σαν στόχο τους.

Άρα, τι μπορεί να σημαίνει το δικαίωμα στην πόλη;
Η πόλη, όπως είχε γράψει κάποτε ο διάσημος αστικός κοινωνιολόγος Robert Park, είναι:
Η πιο συνεπής και συνολική, η πιο επιτυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακατασκευάσει τον κόσμο στον οποίο ζει ώστε να συμφωνεί περισσότερο με τις επιθυμίες της καρδιάς του. Αλλά, αν η πόλη είναι ο κόσμος που κατασκεύασε ο άνθρωπος, είναι και ο κόσμος στον οποίο είναι στο εξής καταδικασμένος να ζει. Έτσι, έμμεσα, και χωρίς καμία σαφή αίσθηση της φύσης της αποστολής του, φτιάχνοντας την πόλη ο άνθρωπος ξαναέφτιαξε τον εαυτό του.
Το δικαίωμα στην πόλη είναι πολύ περισσότερα πράγματα από το δικαίωμα της ατομικής πρόσβασης στους πόρους που ενσωματώνει η πόλη: είναι το δικαίωμα να αλλάξουμε τους εαυτούς μας αλλάζοντας την πόλη περισσότερο σύμφωνα με τις επιθυμίες της καρδιάς μας.
Είναι, επιπλέον, ένα συλλογικό παρά ένα ατομικό δικαίωμα αφού η αλλαγή της πόλης βασίζεται στην άσκηση συλλογικής εξουσίας επί των διαδικασιών της αστικοποίησης. Η ελευθερία να κατασκευάσουμε και να ανακατασκευάσουμε τους εαυτούς μας και τις πόλεις μας, υποστηρίζω πως είναι, ένα από τα πιο πολύτιμα αλλά και τα πιο παραμελημένα ανθρώπινα δικαιώματά μας.
Ο εκπληκτικός ρυθμός και η κλίμακα της αστικοποίησης τα τελευταία εκατό χρόνια σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ανακατασκευαστήκαμε πολλές φορές χωρίς να ξέρουμε γιατί, πώς και για ποιο σκοπό.
Συνέβαλλε αυτό στην ανθρώπινη ευημερία; Μας έκανε καλύτερους ανθρώπους ή μας άφησε να αιωρούμαστε σε ένα κόσμο ανομίας και αλλοτρίωσης, οργής και απογοήτευσης; Γίναμε σκέτες μονάδες ριγμένες σε μια αστική θάλασσα;
Αυτό ήταν το είδος των ερωτήσεων που απασχολούσαν ποικίλους σχολιαστές του δεκάτου ενάτου αιώνα, όπως τον Engels και τον Simmel, που προσέφεραν διορατικές κριτικές γύρω από τις αστικές προσωπικότητες που αναδύονταν ως απάντηση στην ταχεία αστικοποίηση.
Στις μέρες μας δεν είναι δύσκολο να απαριθμήσουμε τις ποικίλες δυσαρέσκειες και ανησυχίες για την πόλη εν μέσω ακόμη πιο γρήγορων αστικών μετασχηματισμών. Παρόλα αυτά φαίνεται να μην έχουμε τη διάθεση για μια συστηματική κριτική.
Τι θα κάνουμε, για παράδειγμα, με τις τεράστιες συγκεντρώσεις πλούτου, προνομίων και καταναλωτισμού, σε όλες σχεδόν τις πόλεις του κόσμου, εν μέσω ενός «πλανήτη των slums» που εκρήγνυται;

Από την πρώτη εμφάνισή τους, οι πόλεις αναδύθηκαν μέσω των γεωγραφικών και κοινωνικών συγκεντρώσεων κάποιου υπερπροϊόντος.
Η αστικοποίηση υπήρξε άρα πάντα, κάποιου είδους ταξικό φαινόμενο, από τη στιγμή που τα πλεονάσματα έχουν αποσπαστεί από κάπου και από κάποιους (συνήθως μια καταπιεσμένη φτωχολογιά) ενώ ο έλεγχος της εκταμίευσης τους βρίσκεται τυπικά σε λίγα χέρια.
Αυτή η γενική κατάσταση, φυσικά, παραμένει σταθερή και στον καπιταλισμό αλλά σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια πολύ στενή σχέση με τη διαρκή αναζήτηση υπεραξίας (κέρδους) που οδηγεί την καπιταλιστική δυναμική. Για να παράξουν υπεραξία, οι καπιταλιστές είναι αναγκασμένοι να παράξουν ένα υπερπροϊόν. Μιας και η αστικοποίηση εξαρτάται από την κινητοποίηση ενός υπερπροϊόντος, αναδύεται μια εσώτερη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και την αστικοποίηση.

Ας δούμε από πιο κοντά τι κάνουν οι καπιταλιστές:
Ξεκινούν τη μέρα με μια συγκεκριμένη ποσότητα χρήματος και την τελειώνουν με μια μεγαλύτερη. Την επόμενη μέρα ξυπνάνε και πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν με το επιπλέον χρήμα που κέρδισαν την προηγούμενη. Αντιμετωπίζουν ένα φαουστικό δίλημμα: να επανεπενδύσουν για να πάρουν ακόμη περισσότερα χρήματα ή να καταναλώσουν το πλεόνασμά τους σε απολαύσεις; Οι εξαναγκαστικοί νόμοι του ανταγωνισμού τους υποχρεώνουν να επανεπενδύσουν επειδή αν κάποιος δεν επανεπενδύσει, σίγουρα θα το κάνει κάποιος άλλος.
Για να παραμείνει καπιταλιστής, κάποιο από το πλεόνασμα πρέπει να επανεπενδυθεί για να παράξει ακόμα μεγαλύτερο πλεόνασμα.
Οι επιτυχημένοι καπιταλιστές συνήθως βγάζουν υπεραρκετό πλεόνασμα ώστε να επανεπενδύσουν στην επέκταση και επίσης να ικανοποιήσουν και τον πόθο τους για απολαύσεις.
Όμως, το αποτέλεσμα της αέναης επανεπένδυσης είναι η επέκταση της παραγωγής πλεονάσματος με αυξανόμενο ρυθμό – εξού και όλες οι λογιστικές καμπύλες μεγέθυνσης (χρήματος, κεφαλαίου, παραγωγής και πληθυσμού) που προσαρτώνται στην ιστορία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό μοιάζει με τη λογιστική διαδρομή ανάπτυξης της αστικοποίησης στον καπιταλισμό.

Η πολιτική του καπιταλισμού επηρεάζεται από τη διαρκή ανάγκη να βρεθούν κερδοφόρα πεδία για καπιταλιστική παραγωγή και απορρόφηση πλεονάσματος. Ο καπιταλιστής αντιμετωπίζει έναν αριθμό εμποδίων σε αυτή τη συνεχόμενη και ανεμπόδιστη επέκταση. Αν υπάρχει έλλειψη εργασίας και οι μισθοί είναι πολύ υψηλοί, τότε, είτε η υπάρχουσα εργασία πρέπει να πειθαρχηθεί ή πρέπει να βρεθούν νέες εργατικές δυνάμεις (με τη μετανάστευση, την εξαγωγή κεφαλαίου ή την προλεταριοποίηση μέχρι τώρα ανεξάρτητων κομματιών του πληθυσμού).
Επίσης, πρέπει να βρεθούν νέα μέσα παραγωγής, γενικά, και νέοι φυσικοί πόροι, ειδικά. Αυτό ασκεί αυξανόμενη πίεση στο φυσικό περιβάλλον ώστε να αποδώσει τις απαραίτητες πρώτες ύλες και να απορροφήσει τα αναπόφευκτα απόβλητα. Πρέπει να ανοιχτούν πεδία για την εξόρυξη πρώτων υλών (ιμπεριαλιστικές και νέο-αποικιακές προσπάθειες έχουν συχνά αυτό σαν στόχο).
Οι εξαναγκαστικοί νόμοι του ανταγωνισμού πιέζουν επίσης, ώστε να εμφανίζονται συνεχώς νέες τεχνολογίες και οργανωτικές μορφές, αφού καπιταλιστές με μεγαλύτερη παραγωγικότητα μπορούν να παραγκωνίσουν αυτούς με τις κατώτερες μεθόδους. Οι καινοτομίες καθορίζουν νέες επιθυμίες και ανάγκες, αυξάνουν το ρυθμό περιστροφής του κεφαλαίου μέσω της επιτάχυνσης και μειώνουν την τριβή της απόστασης που περιορίζει τη γεωγραφική έκταση μέσα στην οποία ο καπιταλιστής είναι ελεύθερος να ψάχνει για εκτεταμένα αποθέματα εργασίας, πρώτων υλών κλπ. Αν δεν υπάρχει αρκετή αγοραστική δύναμη στην αγορά, τότε πρέπει να βρεθούν νέες αγορές με την επέκταση του εξαγωγικού εμπορίου, την προώθηση νέων προϊόντων και lifestyles, τη δημιουργία νέων πιστωτικών εργαλείων και τη χρηματοδότηση των κρατικών και ιδιωτικών δαπανών με μακροπρόθεσμα δάνεια.
Αν, τελικά, το ποσοστό κέρδους είναι πολύ χαμηλό, η κρατική ρύθμιση του «ολέθριου ανταγωνισμού», η μονοπωλιοποίηση (με συγχωνεύσεις και εξαγορές) και οι εξαγωγές κεφαλαίου σε παρθένα εδάφη παρέχουν διεξόδους.

Αν οποιοδήποτε από τα παραπάνω εμπόδια στη συνεχή κυκλοφορία και επέκταση του κεφαλαίου είναι αδύνατο να παρακαμφθεί, τότε η συσσώρευση κεφαλαίου μπλοκάρεται και οι καπιταλιστές αντιμετωπίζουν μία κρίση. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να επανεπενδυθεί κερδοφόρα. Η συσσώρευση του κεφαλαίου λιμνάζει ή σταματάει και το κεφάλαιο απαξιώνεται (χάνεται) και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και καταστρέφεται υλικά.
Η απαξίωση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Τα πλεονασματικά εμπορεύματα μπορεί να απαξιωθούν ή να καταστραφούν, η παραγωγική δύναμη και τα ενεργητικά να υποτιμηθούν και να μείνουν αδρανή, ή ακόμη και το ίδιο το χρήμα μπορεί να υποτιμηθεί μέσω του πληθωρισμού˙ και φυσικά, σε μία κρίση, η εργασία μπορεί να υποτιμηθεί μέσω της μαζικής ανεργίας.

Τότε, με ποιους τρόπους έχει οδηγηθεί η καπιταλιστική αστικοποίηση από την ανάγκη να παρακαμφθούν αυτά τα εμπόδια και να επεκταθεί το πεδίο κερδοφόρας καπιταλιστικής δραστηριότητας;
Υποστηρίζω εδώ ότι παίζει έναν ιδιαίτερα ενεργό ρόλο (μαζί με άλλα φαινόμενα όπως οι στρατιωτικές δαπάνες) στην απορρόφηση του υπερπροϊόντος που διαρκώς παράγουν οι καπιταλιστές στην αναζήτησή τους για υπεραξία.
Ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται σε μια τροχιά τοπικών κρίσεων και καταρρεύσεων (Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία το 1997-98, Ρωσία το 1998, Αργεντινή το 2001, κλπ.) αλλά, μέχρι στιγμής έχει αποφευχθεί μια παγκόσμια κατάρρευση, παρά το χρόνιο πρόβλημα διάθεσης του πλεονάζοντος κεφαλαίου.
Ποιος ήταν ο ρόλος της αστικοποίησης στη σταθεροποίηση αυτής της κατάστασης;
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η αγορά κατοικίας υπήρξε ένας σημαντικός σταθεροποιητής της οικονομίας, ειδικά από το 2000 περίπου παρόλο που ήταν ένα ενεργό συστατικό της επέκτασης κατά τη διάρκεια των ‘90ς. Η αγορά ακινήτων έχει απορροφήσει μεγάλο ποσό του πλεονάζοντος κεφαλαίου άμεσα μέσω των νέων κατασκευών (κατοικίες στην κεντρική περιοχή της πόλης και τα προάστια, και νέοι χώροι γραφείων) ενώ ο ταχύς πληθωρισμός των τιμών των ακινήτων, στηριζόμενος από ένα εντελώς άμετρο κύμα αναχρηματοδότησης μέσω υποθηκών με ιστορικά χαμηλά ποσοστά τόκων έδωσαν ώθηση στην εσωτερική αγορά καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Και φυσικά αυτή η αστική διαδικασία ισχύει σε παγκόσμια κλίμακα, με κάποια χρόνια (1 με 2 δεκαετίες διαφορά).
Αυτή η παγκόσμια έκρηξη της αστικοποίησης βασίστηκε, όπως και όλες οι άλλες πριν από αυτή, στην κατασκευή νέων οικονομικών θεσμών και διακανονισμών για την οργάνωση των πιστώσεων που απαιτούνταν για τη συντήρησή της.
Όπως σε όλες τις προηγούμενες φάσεις, η πιο πρόσφατη ριζική επέκταση της αστικής διαδικασίας έφερε μαζί της εκπληκτικούς μετασχηματισμούς των lifestyles.
Η ποιότητα της αστικής ζωής έχει γίνει εμπόρευμα για αυτούς που έχουν χρήματα, όπως έγινε και η ίδια η πόλη σε ένα κόσμο όπου ο καταναλωτισμός, ο τουρισμός, οι βιομηχανίες που βασίζονται στην κουλτούρα και τη γνώση έγιναν μείζονες όψεις της αστικής (urban) πολιτικής οικονομίας.
Η μεταμοντέρνα ροπή να ενθαρρύνεται ο σχηματισμός θέσεων για την αγορά, τόσο στις επιλογές του αστικού lifestyle και στις καταναλωτικές συνήθειες όσο και στις πολιτισμικές φόρμες, περιβάλλει τη σύγχρονη αστική εμπειρία με μια αύρα ελευθερίας επιλογής στην αγορά, με την προϋπόθεση ότι έχεις χρήματα.
Τα εμπορικά κέντρα, τα multiplex, οι μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων πολλαπλασιάζονται (η παραγωγή του καθενός έχει γίνει μεγάλη μπίζνα) όπως και τα fast food και οι αγορές χειροποίητων, οι boutique κουλτούρες και όπως το τοποθετεί χαριτωμένα ο Sharon Zukin:

η ειρήνευση μέσω του cappuccino.
Ακόμα και η ασυνάρτητη, μειλίχια και μονότονη ανάπτυξη των προαστιακών περιοχών που συνεχίζει να κυριαρχεί σε πολλές περιοχές, τώρα παίρνει το αντίδοτό της, ένα κίνημα «νέας πολεοδομίας» που προάγει την πώληση της κοινότητας και ένα boutique lifestyle σαν αναπτυξιακό προϊόν που θα εκπληρώσει τα αστικά όνειρα. Αυτός είναι ένας κόσμος όπου η νεοφιλελεύθερη ηθική του εντατικού κτητικού ατομικισμού και η αντίστοιχη πολιτική παραίτηση από την υποστήριξη συλλογικών μορφών δράσης μπορούν να γίνουν το περίγραμμα της κοινωνικοποίησης της προσωπικότητας.
Το πώς βλέπουμε τον κόσμο και ορίζουμε τις πιθανότητες εξαρτάται από το από ποια πλευρά βρισκόμαστε και σε τι είδους καταναλωτισμούς έχουμε πρόσβαση.
Στις περασμένες δεκαετίες, η νεοφιλελεύθερη στροφή αποκατέστησε την ταξική ισχύ των πλούσιων ελίτ.
Ο Engels κατάλαβε επίσης πολύ καλά περί τίνος ήταν όλη αυτή η διαδικασία:

Η επέκταση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων προκαλεί σε μερικά, ιδιαίτερα σε κεντρικά, τμήματα των πόλεων μια τεχνητή αύξηση συχνά κολοσσιαία της αξίας των οικοπέδων. Η αξία των κτιρίων που είναι χτισμένα σε αυτά τα οικόπεδα αντί να ανεβαίνει, αντίθετα πέφτει προς τα κάτω, και αυτό γιατί τα κτίρια δεν ανταποκρίνονται πια στις αλλαγμένες συνθήκες. Τα γκρεμίζουν και τα αντικαθιστούν με άλλα. Αυτό γίνεται προ πάντων με τις εργατικές κατοικίες που βρίσκονται στο κέντρο, που τα νοίκια τους ακόμα και με το μεγαλύτερο συνωστισμό ενοικιαστών δε μπορούν να ξεπεράσουν ένα ορισμένο ανώτερο όριο ή το ξεπερνούν με εξαιρετική άργητα. Τα γκρεμίζουν και στη θέση τους χτίζουν μαγαζιά, αποθήκες εμπορευμάτων, δημόσια κτίρια.
Είναι καταθλιπτικό να σκέφτεσαι ότι όλα αυτά ήταν γραμμένα το 1872, γιατί η περιγραφή του Engels ταιριάζει απόλυτα με σύγχρονες αστικές διαδικασίες σε μεγάλο μέρος της Ασίας (Δελχί, Σεούλ, Μουμπάι) όπως επίσης και στο σύγχρονο εξευγενισμό του Χάρλεμ στη Νέα Υόρκη. Μια διαδικασία εκτοπισμού και αυτό που αποκαλώ «συσσώρευση μέσω της έξωσης», βρίσκεται επίσης στον πυρήνα των αστικών διαδικασιών στον καπιταλισμό.
Παρόλα αυτά, στον εικοστό πρώτο αιώνα δεν έχουμε δει ακόμα ένα συνεπές κίνημα αντίθεσης σε όλα αυτά. Υπάρχουν ήδη, φυσικά, πλήθος διαφόρων κοινωνικών κινημάτων που εστιάζουν στο αστικό ζήτημα –από την Ινδία και τη Βραζιλία στην Κίνα, την Ισπανία, την Αργεντινή και τις Ηνωμένες Πολιτείες– συμπεριλαμβανομένου και ενός αναπτυσσόμενου κινήματος για το δικαίωμα στην πόλη.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν ακόμα συγκλίνει στον συγκεκριμένο στόχο της απόκτησης μεγαλύτερου ελέγχου επί της χρήσης του πλεονάσματος (χωρίς να αναφέρουμε τις συνθήκες παραγωγής του). Στο παρόν ιστορικό σημείο, αυτό πρέπει να είναι μια παγκόσμια πάλη κυρίως με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, επειδή τέτοια είναι η κλίμακα στην οποία δουλεύουν τώρα οι διαδικασίες αστικοποίησης.
Σίγουρα, το πολιτικό καθήκον της οργάνωσης μιας τέτοιας αντιπαράθεσης είναι δύσκολο αν όχι αποκαρδιωτικό. Αλλά οι ευκαιρίες είναι πολλαπλές, εν μέρει επειδή ξεσπούν κρίσεις γύρω από τη διαδικασία αστικοποίησης ξανά και ξανά.
Ένα βήμα προς την ενοποίηση αυτών των αγώνων είναι να επικεντρωθούν στο δικαίωμα στην πόλη ταυτόχρονα σαν εργατικό σλόγκαν και σαν πολιτικό ιδανικό, ακριβώς επειδή εστιάζεται στο ποιος είναι αυτός που καθορίζει την εσώτερη σύνδεση που βρίσκεται σε ισχύ από αμνημονεύτων χρόνων, μεταξύ αστικοποίησης και παραγωγής και χρήσης του πλεονάσματος.
Ο εκδημοκρατισμός του δικαιώματος στην πόλη και η οικοδόμηση ενός ευρέως κοινωνικού κινήματος που θα επιβάλλει τη θέλησή του είναι επιβεβλημένος, αν αυτοί που έχουν εξωθεί πρόκειται να επανακτήσουν τον έλεγχο της πόλης από την οποία έχουν αποκλειστεί για τόσο πολύ καιρό και αν πρόκειται να θεσμοθετηθούν νέες μορφές ελέγχου των πλεονασμάτων κεφαλαίου όπως αυτά λειτουργούν μέσω των διαδικασιών αστικοποίησης.
Ο Lefebvre είχε δίκιο να επιμένει ότι η επανάσταση πρέπει να είναι αστική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, ή τίποτα.

[από: New Left Review -μετάφραση: περιοδικό «κομπρεσέρ»]