Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης

   Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εγχείρημα, εμπεριέχει όλα τα σπέρματα της κρίσης και της αυτοδιάλυσής της, αλλά ταυτόχρονα και της εμβάθυνσης και εδραίωσής της. Αν και φαινομενικά αντιφατική, η παραπάνω θέση δείχνει το αδιέξοδο στο οποίο έχει υπεισέλθει η Ένωση.
Έτσι, αν πάμε στο επίπεδο του εποικοδομήματος, οι δομές της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, που το ίδιο το ενωσιακό εγχείρημα είχε ως συνέπεια να συγκροτηθούν, βρίσκονται στο παρασκήνιο αυτής της διπλής κίνησης. Ως πολυεπίπεδη διακυβέρνηση ορίζεται στη βιβλιογραφία η διαδικασία εκείνη που μεταθέτει το κέντρο λήψης αποφάσεων από το παραδοσιακό έθνος-κράτος προς τα «κάτω» δηλαδή στις περιφέρειες των χωρών, προς τα «πάνω» δηλαδή στα ευρωπαϊκά ενωσιακά όργανα και προς τα «έξω» δηλαδή σε αυτό που ονομάζουμε δικτυακά συστήματα της «κοινωνίας πολιτών» και ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα. Αυτό όμως σημαίνει ότι μια σειρά από παραδοσιακές λειτουργίες του έθνους-κράτους, οι οποίες ασκούνταν αποκλειστικά από αυτό, τώρα ανατίθενται σε φορείς που είτε δεν ελέγχονται άμεσα, είτε έχουν σχετική αυτονομία από αυτό. Το πρώτο ερώτημα, συνεπώς, είναι αν οι δομές που παράγει η Ένωση, σηματοδοτούν και έναν σχετικό μετασχηματισμό στο μηχανισμό κυριαρχίας του κράτους.
   Αν υπάρχει ένα κεντρικό στοιχείο που παρέμεινε σταθερό από τη θεμελίωση του αστικού έθνους-κράτους, όπως δομήθηκε μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, μέχρι και την ίδρυση της ΕΟΚ και αργότερα της ΕΕ ήταν η αυτοκυριαρχία του. Το κράτος και μόνο αυτό είχε τη δυνατότητα να αποφασίζει για μια σειρά από ζητήματα που αφορούσαν στο εσωτερικό του και, τουλάχιστον ως νομική υπόσταση, είχε την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας», δηλαδή την ικανότητα άσκησης πρωτογενούς εξουσίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, έρχεται να αμφισβητήσει αυτό ακριβώς το κεντρικό στοιχείο του αστικού έθνους-κράτους: η πρωτογενής εξουσία, μετατίθεται, ακόμη και σε νομικό επίπεδο, πέραν αυτού (ενδεικτικό είναι το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος). Το ίδιο το αστικό κράτος αμφισβητεί τον εαυτό του και δίνει εξουσίες σε μια μη κρατική, αλλά εξίσου αστική, Ένωση κρατών, με δεδομένο ότι όλες οι εξουσίες της ΕΕ είναι δοτές από τα κράτη-μέλη. Πρόκειται για παράδοξο, καθώς η κυριαρχία του κράτους δεν αμφισβητείται από τα «κάτω», από τους λαούς, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, αλλά από τα «πάνω», από τις ελίτ.
   Ταυτόχρονα, όμως, το γεγονός ότι δεν έχουμε μετάβαση σε έναν άλλο κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό που θα μπορεί να αναπαραγάγει την κυριαρχία του σε τόπους πέραν του κράτους, συνεπάγεται ότι η κυριαρχία δεν μπορεί παρά να συνεχίζει να ασκείται και εντός του έθνους-κράτους. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι επί 60 χρόνια πρώτα η ΕΟΚ και μετά η ΕΕ δεν κατάφεραν να προχωρήσουν πέραν των δοτών αρμοδιοτήτων, και να οικοδομήσουν τη δική τους πρωτογενή εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι η κυριαρχία εξακολουθεί να παραμένει, τουλάχιστον ως προς έναν βασικό πυρήνα, στο έθνος-κράτος. Το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης είναι η κυριαρχία να διαμορφώνεται σε ένα στρώμα επάλληλων κύκλων: το έθνος-κράτος εξακολουθεί να την ασκεί αλλά και ταυτόχρονα να μην την ασκεί, αφού ένα μέρος αυτής την έχει παραδώσει στους υπερεθνικούς σχηματισμούς της ΕΕ. Άρα, μπορούμε να πούμε ότι, αν θεωρήσουμε την κυριαρχία ως ένα από τα κεντρικά στοιχεία θεμελίωσης και δράσης του κράτους, τότε, το γεγονός ότι αυτή η κυριαρχία δεν ασκείται με τον τρόπο που παραδοσιακά ασκούνταν, συνεπάγεται και έναν μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού.
   Μέχρι τώρα είδαμε ότι οι δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετασχηματίζουν την κυριαρχία και κατ’ επέκταση τους μηχανισμούς του αστικού έθνος-κράτος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί παραδοσιακά. Τώρα, θα ελέγξουμε γιατί αυτός ο μετασχηματισμός εμπεριέχει τα σπέρματα της κρίσης της Ένωσης. Η αμφισβήτηση μέρους της κυριαρχίας του παραδοσιακού έθνους-κράτους, δεν είναι μια απλή διαδικασία. Το έθνος-κράτος, τόσο ιστορικά όσο και πολιτικά, είναι το σημείο πάνω στο οποίο δομήθηκε η καπιταλιστική εξουσία στο επίπεδο του εποικοδομήματος. Έτσι, ο μετασχηματισμός στον τρόπο άσκησης της κυριαρχίας του έθνους-κράτους, σηματοδοτεί αλλαγές στο περιεχόμενο της καπιταλιστικής εξουσίας. Το ερώτημα είναι, ποιες είναι αυτές οι αλλαγές και τι συνέπειες μπορεί να έχουν. Οι αλλαγές στο επίπεδο του εποικοδομήματος, δεν μπορεί παρά να εκφράζουν αλλαγές που συμβαίνουν στο επίπεδο της οικονομικής βάσης. Το γεγονός ότι η άσκηση της κυριαρχίας του έθνους-κράτους ως κεντρικού στοιχείο του εποικοδομήματος μεταβαίνει από την παραδοσιακή εθνοκεντρική της μορφή προς άλλες κατευθύνσεις, θέτει το ζήτημα αν αντίστοιχα το κεφάλαιο, στη βασική του δομή, λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από ό,τι λειτουργούσε. Μια βάσιμη υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι καθώς το κεφάλαιο μετακινείται αστραπιαία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, το έθνος-κράτος αδυνατεί να συμπεριλάβει εντός του την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες αρχίζουν να εκφεύγουν από τη λειτουργία του και μεταβαίνουν σε άλλους, υπερεθνικούς, τόπους.
   Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι έχουμε περάσει σε κάποιον άλλο κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό. Η δημιουργία, εξέλιξη και ανάπτυξη της ΕΕ δείχνει ότι το σύστημα είναι υποχρεωμένο να ισορροπήσει μεταξύ αφενός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων πέραν του παραδοσιακού έθνους-κράτους στο επίπεδο του εποικοδομήματος και αφετέρου της αστικής εξουσίας που δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει εντός του εποικοδομήματος του έθνους-κράτους και της κυριαρχίας που αυτό ασκεί. Με δεδομένο, όμως, ότι το έθνος-κράτος είναι ο πυρήνας της καπιταλιστικής κυριαρχίας στο εποικοδόμημα, τότε κάθε πρόκληση επί της κυριαρχίας του, συνιστά και πρόκληση στην ομαλή αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας εν γένει. Αν όμως συμβαίνει αυτό, τότε η ΕΕ, καθώς διαμορφώνει άλλη μια κυριαρχία πλάι και πάνω από την παραδοσιακή κυριαρχία του έθνους-κράτους, αμφισβητεί κάτι περισσότερο από το φαινομενικό. Η απομάκρυνση της κυριαρχίας από τις παραδοσιακές καπιταλιστικές δομές του έθνους-κράτους δίχως τη μετάβαση σε άλλο κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό, συνιστά μια διαδικασία αμφισβήτησης της ίδιας της δυνατότητας αναπαραγωγής του συστήματος που παρήγαγε την ΕΕ, και άρα την ίδια την ΕΕ.
   Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ότι η ΕΕ επαναθεμελιώνει την καπιταλιστική κυριαρχία, καθώς την αναδιαμορφώνει με τέτοιο τρόπο ώστε να θέτει σε κίνηση τις δυνάμεις εκείνες που συμβάλλουν στην εδραίωση και εμβάθυνση της ίδιας της Ένωσης. Πρόκειται για το αντίστροφο επιχείρημα από αυτό που είδαμε. Η διαρκής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς ασφυκτιούν στις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, αναδιατάσσουν τις κρατικές δομές, ώστε να μπορέσουν να συμπεριλάβουν, στο μέτρο του δυνατού και εντός του ίδιου κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού, τις ίδιες αυτές παραγωγικές δυνάμεις. Ο κύκλος αυτός σημαίνει πως το κράτος αναλαμβάνει ένα ρόλο διαφορετικό από εκείνον που είχε το παραδοσιακό κράτος. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, έρχεται και δίνει μια κάποια λύση: καθώς διαμορφώνεται και εξελίσσεται εμπερικλείει, όσο μπορεί, τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις (πάντα στο επίπεδο του εποικοδομήματος). Καθώς τις εμπερικλείει μετασχηματίζει ταυτόχρονα και το ίδιο το περιεχόμενο της κυριαρχίας: δεν αρκεί η παραδοσιακή πρωτογενής εξουσία για την άσκηση της κυριαρχίας, αλλά απαιτείται και μια ακόμη εξουσία, δοτή (από τα κράτη στους υπερεθνικούς θεσμούς) και ταυτόχρονα επιτακτική (οι επιταγές των υπερεθνικών θεσμών είναι υποχρεωτικές για τα κράτη), που θα ενισχύσει την αναπαραγωγή του συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι η μακροχρόνια αναπαραγωγή του συστήματος υλοποιείται ταυτόχρονα μέσα από δύο δρόμους: (α) από τους παραδοσιακούς «ιδεολογικούς μηχανισμούς» του έθνους-κράτους και (β) από τις υπερεθνικές δομές της Ένωσης και τις δικτυακές δομές της ιδιωτικής κοινωνίας πολιτών (το ίδιο το κεφάλαιο). Με αυτόν τον τρόπο η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, ενώ από τη μια αμφισβητεί τις δομές του εθνικού κράτους και άρα την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος, από την άλλη, μέσω της διαμόρφωσης νέων δομών, ενισχύει την εξουσία τόσο του εθνικού κράτους όσο και την ικανότητα αναπαραγωγής του συστήματος.
   Σε αυτό το σημείο ίσως μπορούμε να ξαναδούμε τις τελευταίες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η άνοδος της ακροδεξιάς, όπως στη Γαλλία, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα, σύμφωνα με την παραπάνω ανάγνωση, έδειξε πως η αμφισβήτηση μέρους της κυριαρχίας του έθνους-κράτους από την ίδια την ΕΕ, δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς το ίδιο το σύστημα επιζητά την επιστροφή σε μια αναπαραγωγή του εαυτού του που δεν θα αμφισβητεί την ίδια του την κυριαρχία –δηλαδή, επιστροφή της κυριαρχίας στους ασφαλέστερους τόπους του αστικού έθνους-κράτους, όπου όμως οι παραγωγικές δυνάμεις συμπιέζονται ασφυκτικά από τις παραγωγικές σχέσεις και το εποικοδόμημα δεν μπορεί να τις συμπεριλάβει με τον ίδιο τρόπο που το έκανε. Από την άλλη, οι πρόσφατες εξαγγελίες των ισχυρών κρατών της ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία) που κάνουν λόγο ακόμη και για Ευρώπη «δύο ταχυτήτων» και για περαιτέρω εμβάθυνση της Ένωσης δείχνει την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ότι, δηλαδή, η διαμόρφωση κυριαρχίας έχει ταυτόχρονα ξεφύγει από το έθνος-κράτος και η αναπαραγωγή του συστήματος δεν μπορεί παρά να γίνει σε νέους υπερεθνικούς τόπους, όπου πλέον οι παραγωγικές δυνάμεις μπορούν να αντιστοιχηθούν καλύτερα, αλλά όχι πλήρως, με τις παραγωγικές σχέσεις. (Το γεγονός ότι η Γαλλία εντάσσεται τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κίνηση, φανερώνει πως ίσως η συγκεκριμένη χώρα μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον το κέντρο κρίσιμων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών).
   Επιστρέφοντας για λίγο στην οικονομική βάση, μπορούμε να πούμε ότι η ευρωπαϊκή κρίση, που ξεκίνησε ως κρίση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος το 2009, φανέρωσε και τα όρια αυτής της αντίφασης στο εποικοδόμημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούσε να ενσωματώνει και τις δύο εκφάνσεις της κυριαρχίας με τον τρόπο που το έκανε. Εμβάθυνση και διάσπαση της Ένωσης είναι οι όψεις του ίδιου αδιεξόδου, αλλά δεν σηματοδοτούν και την άρση του αδιεξόδου. Από τη στιγμή που η κυριαρχία αμφισβητήθηκε και οι μηχανισμοί αναπαραγωγής της βρίσκονται σε φάση επανοριοθέτησης, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο η κυριαρχία να θεμελιωθεί εκ νέου με τον ίδιο τρόπο. Στη βάση αυτής της διπλής κίνησης, θα λέγαμε ότι η αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας μπορεί είτε να γυρίσει «προς τα πίσω» ως αιματηρός ορθολογισμός μιας πολιτικής καταπίεσης διά του εκφασισμού (βλ.: Λεπέν, Ουγγαρία, Χρυσή Αυγή κ.λπ.) είτε να προχωρήσει «προς τα εμπρός» ως αντεστραμμένος ορθολογισμός μιας ολοκληρωτικής οικονομικής καταπίεσης διά της φτωχοποίησης (βλ.: διάσπαση Βορρά-Νότου, μνημόνια, ακραία φτωχοποίηση κ.λπ.). Χωρίς η μία κίνηση να αναιρεί την άλλη, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα φαίνεται μάλλον να φτάνει στα όριά του ‒δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει τη διάλυσή του, αλλά μάλλον τη μετάβασή του σε μια νέα, αντιδραστικότερη, φάση.