Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Ένας κορυφαίος βιολιστής και μια επικίνδυνη κουτοπονηριά

violistis ImgLΣτο διαδίκτυο κυκλοφορεί μια ιστοριούλα που αφορά ένα δημοσίευμα της αμερικάνικης τοπικής εφημερίδας The Washington Post, που όπως διαβάζουμε είχε σκοπό να επισημανθεί η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη πραγματική αξία που έχουν πρόσωπα και πράγματα και σ’ αυτήν που έχουν “τα προϊόντα με ετικέτα”, τα “επώνυμα”, όπως συνήθως λέμε.

         Μια μέρα ο διάσημος βιολιστής Joshua Bell με ένα βιολί Stradivarius του 1713 και αξίας 1.000.000 δολ, παίζει επί 45 λεπτά σε ένα σταθμό του μετρό και δεν του δίνει σημασία κανένας. Λίγες ημέρες πριν ο ίδιος είχε παίξει στη Symphony Hall της Βοστόνης με τιμή εισιτηρίου 1000 δολ.!!!...
Η μισή αλήθεια
Αρχικά, αυτό καθ αυτό το παράδειγμα είναι σαθρό. Οι σταθμοί των μετρό, όπως και οι δρόμοι και οι πλατείες των πόλεων είναι γεμάτοι από πλανόδιους μουσικούς, που παίζοντας ελπίζουν στην ευσπλαχνία των περαστικών για να βγάλουν ένα μεροκάματο. Η μουσική που ακούγεται είναι μπερδεμένη με τους ήχους της πόλης, των διερχομένων οχημάτων, των περαστικών. Όσο καλός κι αν είναι ο μουσικός, όσο καλό κι αν είναι το όργανο που παίζει το ακουστικό αποτέλεσμα θα είναι φτωχό. Αντίθετα, σε ένα χώρο ειδικά ηχομονωμένο και μελετημένο για υψηλής ποιότητας ακρόαση θα είναι διακριτή τόσο η ποιότητα της εκτέλεσης, όσο και του μουσικού οργάνου. Όσοι από τους περαστικούς συγκινηθούν ακούγοντας για κάποια δευτερόλεπτα τη μουσική που κάτι μπορεί να τους φέρνει στο μυαλό ρίχνουν τον οβολό τους. Ο περαστικός δεν πληρώνει για να απολαύσει την ποιότητα ενός μουσικού κομματικού, αλλά μια στιγμιαία συγκίνηση για λόγους που μπορεί ακόμη και να μη σχετίζονται με τη μουσική τον μουσικό και το όργανό του. Αν σε τελευταία ανάλυση κάνουμε μια μαθηματική αναγωγή, τότε θα διαπιστώσει ότι σχετικά ο περαστικός πληρώνει μάλλον περισσότερο ανά μονάδα χρόνου και ποιότητα από εκείνον που ακούει μουσική σε μια μουσική σκηνή. Αυτό σημαίνει πως αυτό καθαυτό το σκηνοθετημένο παίξιμο του διάσημου βιολιστή Joshua Bell με το βιολί Stradivarius του 1713, ήθελε να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα που απέχουν από αυτά που αναφέρει η εφημερίδα και διαβάζουμε στο ίντερνετ, δηλαδή ότι ο Joshua Bell στο μετρό, ήταν ένα έργο τέχνης χωρίς “ετικέτα”, κι εμείς στη ζωή προσέχουμε τα είδη που έχουν ετικέτα. και αδιαφορούμε γι’ αυτά που μας προσφέρονται και μάλιστα δωρεάν.
        Ας αφήσουμε και κατά μέρος τα “δωρεάν”, όπως είναι η στοργή, η αγάπη, οι σταγόνες της βροχής, μια ηλιαχτίδα, δηλαδή τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου και της φύσης. Για τη λέξη “δωρεάν” θα μπορούσαμε να πούμε κατ' αρχήν ότι είναι λαθεμένη διότι όλα αυτά δεν προσφέρονται χωρίς κόστος από κανέναν. Ανήκουν στον υλικό κόσμο μαζί με τον άνθρωπο και βρίσκονται μέσα σε σχέση εξέλιξης και αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Επομένως δεν παρέχονται “έξωθεν” στον άνθρωπο και επομένως δεν τα χρωστάει ο άνθρωπος σε κανέναν. Όμως εμείς ούτε σ' αυτή την παρατήρηση θα σταματήσουμε διότι σχετίζεται με τη φιλοσοφική θεώρηση του “είναι και του γίγνεσθαι” και δεν είναι της παρούσης.
Η άλλη μισή αλήθεια
        Θα εστιάσουμε μόνο στα επώνυμα προϊόντα της αγοράς, στις “ετικέτες”. Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτό να τις αντικαταστήσουμε με τα καλά που προσφέρει η φύση και με όσα βρίσκονται μέσα στον άνθρωπο, ας θυμηθούμε πότε, γιατί και πως δημιουργήθηκαν οι “ετικέτες”.
Μια ματιά στο μακρινό παρελθόν μας υπενθυμίζει ότι αυτές εμφανίστηκαν σε κάποιο στάδιο της εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα χέρια αύξησε τον αριθμό των παραγόμενων ειδών, που γίνονταν ολοένα και καλύτερα. Έτσι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν τα προϊόντα που μονοπωλούσαν την αγορά. Μέχρι που αυτές οι “ετικέτες” να συνδεθούν με το life style και να μετατραπούν για τον απλό λαό σε μέσο μίμησης επώνυμων αστέρων του θεάματος,

        Αν λοιπόν θα ήθελε ειλικρινά λοιπόν κάποιος να αλλάξει τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα στην κοινωνία οι “ετικέτες” αυτό είναι αδύνατο να γίνει με σαθρά παραδείγματα όπως η ιστοριούλα που σερβίρεται στο ίντερνετ ή με απλά ευχολόγια. Θα πρέπει να αλλάξει το κοινωνικό σύστημα που παράγει και δημιουργεί αυτές τις “ετικέτες”. Παράδειγμα τέτοιας προσπάθειας έχουμε από τον περασμένο αιώνα. Στη Σοβιετική Ένωση τα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας μπαλέτα Μπολσόι -και όχι μόνο αυτά- μπορούσε να τα απολαύσουν δωρεάν όλος ο λαός. Παραρτήματα μάλιστα των μπαλέτων υπήρχαν τόσο μόνιμα όσο και περιοδεύοντα ώστε όλος ο λαός και όχι μόνο οι κάτοικοι των μεγάλων κέντρων να μπορεί να απολαύσει Προκόφιεφ, Στραβίνσκι, Όιστραχ, Πλισέτσκαγια, Βασίλιεφ και μια ατέλειωτη σειρά από άλλους, που δεν αποτελούσαν “ετικέτες”, που δεν αμείβονταν με αστρονομικά ποσά και που όλος ο λαός μπορούσε να απολαύσει. Αυτή η λειτουργία της τέχνης σαν εργαλείο διαμόρφωσης μιας ανώτερης κοινωνίας είναι χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού και βρίσκεται στον αντίποδα της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Μισές αλήθειες και Ψυχολογικός Πόλεμος

        Πέρα από τη δόση αλήθειας που κυκλοφορεί μέσα σε μια οποιαδήποτε ιστοριούλα, πέρα από τον προβληματισμό που αυτή καθ αυτή μας δημιουργεί θα πρέπει να μη ξεχνάμε τον Ψυχολογικό Πόλεμο που κορυφώνει σε παγκόσμια κλίμακα εδώ και έναν αιώνα η αστική τάξη προκειμένου να κρατήσει υποταγμένους τους λαούς, αυτούς που παράγουν τον υλικό πλούτο της γής. Μία από τιςΤεχνικές του Ψυχολογικού Πολέμου είναι η “Μισή αλήθεια”, που κατά βάθος είναι ένα ολοκληρωμένο και καλά καμουφλαρισμένο ψέμα. Τι κερδίζει η αστική τάξη με τέτοιου είδους ιστοριούλες; Αφήνει έξω από κάθε συζήτηση το ίδιο το κοινωνικό σύστημα που ευθύνεται για τις συνέπειες ώστε αυτό να μένει ανέπαφο, να συνεχίζει την παραγωγή “ετικετών”, ενώ οι λαοί θα ναρκισσεύονται με αγάπες και λουλούδια. Και όλα αυτά μπαίνουν σε μια βάρκα και αρμενίζουν στο διαδίκτυο για να αποπροσανατολίσουν, να ευνουχίσουν, να περιθωριοποιήσουν το λαό με τη μέθοδο της infoganda.